TOP

Λιγότερες ώρες στα θρανία οι μαθητές

Eνα από τα βασικά στοιχεία της διαδικασίας μάθησης είναι ο χρόνος διδασκαλίας. Να τονιστεί: όχι μόνο η ποιότητα της διδασκαλίας, αλλά και ο χρόνος που αφιερώνεται στο σχολείο έχει θετική επίδραση στη μαθησιακή διαδικασία και στο εκπαιδευτικό έργο. Ωστόσο, η ελληνική εκπαίδευση βαδίζει στην αντίθετη κατεύθυνση από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ετησίως έχει 748 ώρες διδασκαλίας στο δημοτικό και 791 στο γυμνάσιο. Εχει από τους μικρότερους χρόνους στην Ευρώπη, ενώ το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα διαφοροποιείται σε κρίσιμες παραμέτρους σε σχέση με τα ευρωπαϊκά. Αυτά αποτυπώνονται από την έκθεση «Recommended Annual instruction Time in Full Compulsory Education in Europe 2018-2019», του δικτύου πληροφοριών «Ευρυδίκη».

Ειδικότερα, η έκθεση αφορά τον συνιστώμενο ελάχιστο χρόνο διδασκαλίας στην υποχρεωτική γενική εκπαίδευση, δηλαδή από το πρώτο έτος της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης έως το τέλος του γυμνασίου κατά το σχολικό έτος 2018/19 σε 43 ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά συστήματα. Από την έκθεση προκύπτουν τα ακόλουθα:

• Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες με μείωση (κατά 25,5% το 2018-19 έναντι του 2017-18) στις ώρες διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Οι άλλες χώρες με μείωση είναι οι Τσεχία, Σλοβακία και Βέλγιο.

• Η ανάγνωση, η γραφή και η λογοτεχνία γενικά αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο ποσοστό διάρκειας διδασκαλίας σε όλα τα εκπαιδευτικά επίπεδα, και ιδιαίτερα στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ο ελάχιστος χρόνος διδασκαλίας καλύπτει κατά μέσον όρο το 25% του προγράμματος σπουδών, όπως και στις υπόλοιπες χώρες. Στο γυμνάσιο, μόνο στην Ελλάδα τα μαθήματα αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 20% του συνολικού χρόνου διδασκαλίας.

• Στα μαθηματικά η Ελλάδα είναι από τις χώρες με λίγες ώρες στην πρωτοβάθμια (125 σε δημοτικό και 96 σε γυμνάσιο).

• Για τις φυσικές επιστήμες κατά μέσον όρο δίνονται 272 ώρες στο δημοτικό, που δεν είναι ούτε το ένα τρίτο του μέσου χρόνου που αφιερώνεται σε ανάγνωση, γραφή και λογοτεχνία και λιγότερο από το μισό του μέσου όρου των μαθηματικών. Ωστόσο, στο γυμνάσιο ο αριθμός των ωρών για φυσικές επιστήμες είναι παρόμοιος με των μαθηματικών, και ελαφρώς χαμηλότερος των ωρών της γλώσσας.

Ελάχιστος ο χρόνος για την ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων

Εκτός από τις ώρες διδασκαλίας των βασικών δεξιοτήτων (κατανόηση κειμένου, αντίληψη μαθηματικών και φυσικών επιστημών) η ελληνική υποχρεωτική εκπαίδευση δίνει ελάχιστο χρόνο στην ανάπτυξη πρακτικών δεξιοτήτων. Το ίδιο συμβαίνει με τις κοινωνικές σπουδές. Χαρακτηριστικά, το αναλυτικό πρόγραμμα δίνει ετησίως στη διδασκαλία των κοινωνικών επιστημών 50 ώρες στη Γ΄ και Δ΄ Δημοτικού, κατόπιν (σε Ε΄ και Στ΄) οι ώρες μειώνονται στις 25, ενώ αυξάνονται σε 75 στην Α΄ και Β΄ γυμνασίου και σε 96 στη Γ΄ Γυμνασίου. Επίσης, λίγες είναι οι ετήσιες ώρες για τις τέχνες, τα μαθήματα επιλογής και τα αντικείμενα σπουδών που επιλέγονται από το ίδιο σχολείο με βάση την τοπική ιστορία, παράδοση, οικονομία.

Οπως παρατηρεί στην «Κ», η κ. Χρύσα Σοφιανοπούλου, επίκουρη καθηγήτρια στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο στα Μαθηματικά και στην Κοινωνιολογία της Εκπαίδευσης και τέως εθνική διαχειρίστρια του διαγωνισμού PISA του ΟΟΣΑ, ο ποσοτικός χρόνος διδασκαλίας δεν αρκεί από μόνος του για να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα, αν ο χρόνος αυτός δεν είναι παράλληλα ποιοτικός και δεν συνεκτιμηθούν άλλοι παράγοντες. «Εχει βρεθεί ότι όσο αυξάνεται ο χρόνος διδασκαλίας τόσο βελτιώνονται οι επιδόσεις των μαθητών που προέρχονται από μειονεκτούντα περιβάλλοντα (ασθενή οικονομικά στρώματα, μετανάστες κ.λπ.). Βέβαια κρίσιμη είναι η παρακολούθηση των μαθημάτων και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό, ώστε εάν είναι συνεχής να μην κρίνεται απαραίτητη η αύξηση του χρόνου διδασκαλίας», παρατηρεί.

Σύμφωνα με τα δεδομένα του τελευταίου διαγωνισμού PISA 2015, στην Ελλάδα το 29,8% των μαθητών βρίσκεται στα χαμηλά επίπεδα εγγραμματισμού των φυσικών επιστημών. Δηλαδή, οι μαθητές αυτοί δεν κατέχουν τις βασικές δεξιότητες που θα έπρεπε να έχουν στη συγκεκριμένη ηλικία. Στις χώρες του ΟΟΣΑ το ποσοστό των μαθητών σε αυτά τα επίπεδα είναι 18,5% και ο στόχος της Ε.Ε. είναι να βρεθεί το 2020 στο 25%. «Επιπλέον, η πρόσφατη σύσταση του Συμβουλίου περιλαμβάνει ως προτεραιότητες την προώθηση της παιδείας για την ιδιότητα του πολίτη, τις δημοκρατικές αξίες, τη συμμετοχή των πολιτών και την κατανόηση της προέλευσης και της λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης», λέει η κ. Σοφιανοπούλου. Αυτά τα στοιχεία ανήκουν στον τομέα των κοινωνικών σπουδών, στις οποίες η Ελλάδα αφιερώνει μικρό χρόνο.

Αλλο σημαντικό εύρημα των αποτελεσμάτων του PISA, σχετικό με τον ποιοτικό χρόνο διδασκαλίας, είναι ότι οι μαθητές που αναφέρουν ότι ο καθηγητής παρουσιάζει και εξηγεί τις επιστημονικές έννοιες, απαντά στις ερωτήσεις που προκύπτουν κι εκείνοι συζητούν μαζί του, είναι περισσότερο πιθανό να έχουν υψηλότερη επίδοση σε σχέση με τους υπόλοιπους.

«Οσοι ασχολούμαστε με την εκπαιδευτική έρευνα διεθνώς, αναρωτιόμαστε αν υπάρχει μάθημα ή εκπαιδευτικό αντικείμενο που θα αναπτύσσει στους νέους ανθρώπους τη δεξιότητα να μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των πολιτισμικά διαφορετικών και ψηφιακά συνδεδεμένων κοινοτήτων στις οποίες εργάζονται και αναπτύσσουν κοινωνικές σχέσεις», παρατηρεί η κ. Σοφιανοπούλου.

Πώς όμως, να καλλιεργηθεί μια τέτοια δεξιότητα στο υπάρχον ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα όταν, όπως λέει η πανεπιστημιακός, «με αυτό αναφερόμαστε στην ικανότητα κάποιου να αναλύει παγκόσμια και διαπολιτισμικά θέματα με κριτική σκέψη και από διαφορετικές οπτικές για να κατανοήσει πώς οι διαφορές μεταξύ των ατόμων επηρεάζουν τις αντιλήψεις που έχει κάποιος για τον εαυτό του και τους άλλους;».

www.kathimerini.gr