Παρασκευή
29
Μάρτιος
TOP

H κοινωνική οικονομία ως «οικοσύστημα» δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας

«Στο πέρασμα από τη 2η στη Τρίτη βιομηχανική επανάσταση, η εργασία όπως την ξέραμε τελειώνει. Η εργασία επινοείται ξανά σε νέα πεδία. Πολλοί θ΄αναγκαστούν να γίνουν εργοδότες του εαυτού τους, πέραν της μισθωτής εργασίας».

Είμαστε σε μια ιστορική καμπή που λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης υπάρχει και λεγόμενη  τεχνολογική ανεργία καθώς  ολοένα και περισσότερο στενεύουν τα περιθώρια δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας από τους εργοδότες που ανήκουν κατά κύριο λόγο η αγορά και το κράτος. Κι αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με την παγιωμένη αντίληψη ότι κάθε τεχνολογική πρόοδος αναπτύσσει την ζήτηση για εργαζόμενους. Το γεγονός ότι η βιομηχανική επανάσταση εκτόξευσε τη μισθωτή εργασία δεν σημαίνει ότι με τη  περαιτέρω  αυτοματοποίηση,  ρομποτική και πληροφορική  θα έχουμε την ίδια τάση. Αντίθετα με την νέα τεχνολογική επανάσταση αναμένεται πλήρης ανατροπή.

 Μια άλλη διάσταση ανατροπής είναι η αμφισημία της εποχής και του συστήματος. Από τη μια μεριά ο μεγάλος ανταγωνισμός στο κυνήγι του κέρδους μειώνει το ποσοστό κέρδος, ενώ από την άλλη η τεχνολογική καινοτομία και η αυτοματοποίηση συν η πνευματική ιδιοκτησία εξασφαλίζουν υψηλή κερδοφορία για το Κεφάλαιο που αγοράζει, επενδύει στις καινοτομίες και κατέχει πατέντες.

Αυτό το γεγονός φέρνει σε αντίθεση τις δυνάμεις της 2ης από την 3η βιομηχανική επανάσταση και στο χώρο του κεφαλαίου και της εργασίας. Μια εσωτερική σύγκρουση που αλλάζει τα δεδομένα στο πεδίο της εργασίας.

Σε όλη την περίοδο που χαρακτηρίζεται από την βιομηχανική εποχή είχαμε αλματώδη ανάπτυξη της απασχόλησης με τη μορφή της μισθωτής εργασίας.

Αυτό συνέβη με τη βιομηχανοποίηση της παραγωγής όταν  οι εργοδότες κεφαλαιούχοι με κίνητρο το κέρδος δημιουργούσαν επιχειρήσεις προσλαμβάνοντας σε μεγάλη έκταση εργαζόμενους και υπαλλήλους.

Η μισθωτή εργασία ήταν προϋπόθεση για τα κέρδη των επιχειρήσεων και τα κέρδη προϋπόθεση για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας από τους εργοδότες.

Όταν τα κέρδη πλέον δεν προκύπτουν από αυτή τη σχέση, αλλά  για ένα μέρος του μεγάλου κεφαλαίου βγαίνουν κυρίως από αυτοματοποιημένους κλάδους, τις χρηματαγορές και τις τράπεζες, με ελάχιστους εργαζόμενους και περιορισμένη γραφειοκρατία, τότε οι εργοδότες στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις οι οποίοι  αντικειμενικά δημιουργούν ένα σημαντικό μέρος των  θέσεων εργασίας χάνουν το κίνητρο να επιχειρούν.

Τα στοιχεία που έχουμε για την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία είναι ότι, το 1/3 των μικρομεσαίων επιχειρήσεων έκλεισαν ως μη βιώσιμες  και δεν πρόκειται ν΄αναπληρωθεί από την αγορά στο ορατό μέλλον. Το κράτος επίσης με συρρικνωμένη φορολογική βάση και έσοδα όχι μόνο δεν μπορεί να επεκτείνει τις προσλήψεις αλλά, δεν μπορεί ούτε καν να τις διατηρήσει στο ίδιο επίπεδο, καθώς αναγκαστικά διαχειρίζεται λιγότερους πόρους και έχει να καλύψει περισσότερες ανάγκες στην κοινωνική πολιτική και κοινωνικά επιδόματα.

Επομένως, γεννάται το ερώτημα ποιος τομέας της οικονομίας θα καλύψει αυτό το κενό στην προσφορά και τη ζήτηση νέων θέσεων εργασίας και με ποιο τρόπο ; Με ποιο τρόπο θα δημιουργηθεί εισόδημα γι΄αυτούς που έχουν  αποκλειστεί από την αγορά και το κράτος. Η απάντηση για τις πιο προηγμένες οικονομίες της δύσης υπάρχει και έχει δοθεί. Είναι ο τρίτος μη κερδοσκοπικός τομέας. Η κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία. Οι καταναλωτικοί και παραγωγικοί συνεταιρισμοί. Ο αναδυόμενος τομέας που στην Ευρώπη την Αμερική αλλά και την Κίνα καταλαμβάνει σήμερα το 10% περίπου της οικονομικής δραστηριότητας.

Μα θα πει κανείς ότι οι συνεταιρισμοί που είναι ο βασικός άξονας των κοινωνικών επιχειρήσεων, δεν είναι κάτι καινούργιο και ότι είναι μια ιστορία δύο αιώνων, υπήρξαν καθ΄όλη τη διάρκεια της βιομηχανικής επανάστασης ωστόσο, έπαιξαν ένα δευτερεύοντα ρόλο στην ανάπτυξη. Πράγματι, αναπτύχθηκαν στην σκιά των μεγάλων εταιρειών οι οποίες  είχαν μεγαλύτερη δυνατότητα στη  συγκέντρωσης κεφαλαίου, επιχειρηματική ευελιξία ν΄αντέξουν στον ανταγωνισμό. Αλλά τώρα  το κέρδος σε πολλές συμβατικές επιχειρήσεις εκμηδενίζεται και κάποιες από αυτές είναι αναγκασμένες να βάλουν λουκέτο ή να  κάνουν κλάστερς, (συμπράξεις) για να επιβιώσουν.

Έτσι,  οι συνεταιρισμοί έρχονται ξανά  στην επικαιρότητα ως αναγκαία συνθήκη, καθώς μπορούν να λειτουργήσουν σε οικονομία  κλίμακας, με ελάχιστο ή καθόλου κέρδος, προσφέροντας όμως ως κίνητρο, εισόδημα και μειωμένες τιμές στα μέλη του και στους καταναλωτές. Η ειδοποιός διαφορά λοιπόν είναι ότι τα  μέλη, είναι ταυτόχρονα οι ίδιοι επενδυτές και καταναλωτές καταργώντας έτσι τη διαμεσολάβηση. Ο περιορισμός και η κατάργηση της διαμεσολάβησης είναι και το ισχυρό χαρτί των κοινωνικών συνεταιρισμών προς το μέλλον. Καθιστά βιώσιμες τις κοινωνικές επιχειρήσεις εκεί που οι  μικρομεσαίες ιδιωτικές δεν μπορούν να είναι, για λόγους ανταγωνισμού π.χ στο τομέα της εστίασης, της βοήθειας στο σπίτι, για συντηρητές, κηπουρούς, μεταφορείς, τεχνικούς υπολογιστών.

Οι ενεργειακοί συνεταιρισμοί, οι οικιστικοί και καταναλωτικοί προσφέρουν σήμερα ισχυρά κίνητρα αυτοδιαχειριζόμενης επιχειρηματικότητας και πρόσθετες θέσεις εργασίας. Μέσα από αυτή τη διαδικασία και τους συνεργατικούς θεσμούς μπορούν να γίνουν κοινωνικοί επιχειρηματίες οι ενωμένοι καταναλωτές, τα μέλη μιας ολόκληρης κοινότητας. Μπορούν να γίνουν επιχειρήσεις πολιτιστικοί φορείς, και ανθρωπιστικά  κοινωφελή ιδρύματα.

Μπορούν να ενεργοποιήσουν ανενεργούς πόρους, κτίρια, εγκαταλειμμένες εγκαταστάσεις, σχολάζουσες γαίες, κοινόκτητους χώρους, δάση, δενδρώνες κτ.π.

Μπορούν να οργανώσουν τους ανενεργούς ανθρώπινους πόρους, προσφέροντας κοινωνικές υπηρεσίες στο χώρο της διατροφής, υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών. Μπορούν να δώσουν απασχόληση σε ανειδίκευτους για βοήθεια στο σπίτι. Όλες αυτές οι παραδοσιακές αλλά και αναγκαίες εργασίες στην καθημερινότητα, επειδή δεν έχουν το κίνητρο και αυτοματισμό του κέρδους χρειάζονται θεσμική οργάνωση. Κοινωνική και πολιτική υποστήριξη για να ευδοκιμήσουν. Η ψηφιακή εργασία στο σπίτι διευκολύνει όλη αυτή τη γονιμοποιό διαδικασία στη δημιουργία απασχόλησης. Γι΄αυτό όταν μιλάμε για ανάπτυξη της κοινωνικής οικονομίας και ενίσχυση της απασχόλησης μέσω αυτής, τίθεται ως προϋπόθεση η ύπαρξη ενός «οικοσυστήματος» για την κοινωνική οικονομία που εννοείται ως θεσμικό ευνοϊκό περιβάλλον για να αναπτυχθεί. Δεν είναι αναγκαία  μόνο η κατάλληλη νομοθεσία για τις κοινωνικές επιχειρήσεις αλλά κυρίως οι πόροι, η πολιτική, τα οργανωτικά πρότυπα και η οργανωτική συνεργατική κουλτούρα που συνιστά το θεσμικό περιβάλλον.

Να συμμετέχει σ΄αυτό το περιβάλλον όλη η κοινότητα με την ιδιότητα του παραγωγού και του καταναλωτή ταυτόχρονα χωρίς την διαμεσολάβηση του εμπορίου. Αξιοποιώντας το κοινωνικό Κεφάλαιο των δικτύων και τον εθελοντισμό. Αξιοποιώντας την κοινή πολιτιστική κληρονομιά και τους κοινόκτητους χώρους. Αξιώνοντας από το πολιτικό σύστημα τους πόρους που αρμόζουν για τον τρίτο τομέα της οικονομίας.

Η ευθύνη είναι βέβαια στην ίδια την κοινωνία και τις οργανώσεις της κοινωνίας πολιτών να αναδείξουν το πνεύμα του συνεργατισμού που γεννά θέσεις εργασίας, συνεργαζόμενες μεταξύ τους δημιουργώντας κλάστερς και συμπράξεις ώστε να είναι σε θέση να κινητοποιήσουν ικανούς πόρους και να παράγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες για τις πιο αδύναμες κοινωνικές ομάδες.

Αντικειμενικός σκοπός είναι βέβαια να προστατευθούν αυτές οι κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα των νέων από τον οικονομικό -εργασιακό αποκλεισμό αλλά και από τον κοινωνικό αποκλεισμό.

Το πρόβλημα για την κοινωνική οικονομία δεν είναι να εκπαιδεύσει τους νέους ανέργους σε νέες ειδικότητες για να βρουν εργασία εκεί που υπάρχει συνωστισμός για λίγες προσφερόμενες θέσεις οι οποίες ούτως ή άλλως προσφέρονται από την αγορά εργασίας, αλλά να δημιουργήσει νέες θέσεις εκεί που υπάρχουν πραγματικές ανάγκες όπως στο τομέα της αγροδιατροφής την υγεία, στην πληροφορία και τον πολιτισμό.

Υπάρχουν πολλά πετυχημένα παραδείγματα όπως στον αγροτουρισμό, οικοτουρισμό, της κοινωνικά υποστηριζόμενης Γεωργίας και την πολιτιστική επιχειρηματικότητα που έδωσαν ώθηση στην τοπική κοινωνία για τη τοπική αυτάρκεια.

Όπως υπάρχουν και οι κοινότητες του διαδικτύου που κατέληξαν σε κοινωνικές επιχειρήσεις διαχείρισης λογισμικού.

Τα μεμονομένα παραδείγματα δεν συνιστούν όμως την λύση στο γενικό πρόβλημα της ανεργίας των νέων. Χρειάζεται μια ολιστική προσέγγιση της δημιουργίας θέσεων εργασίας από τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Κι αυτό καθιστά αναγκαίο ένα θεσμικό πλαίσιο και πόροι για να αναπτυχθούν αυτές οι επιχειρήσεις. Η Ε.Ε έχει σχετικές πολιτικές και οδηγίες και η αντίληψη αυτή πρέπει να περάσει και προς τα κάτω στις Περιφέρεις και στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.

Στην Ελλάδα, οι Περιφέρειες έχουν κοινοτικούς πόρους για την κοινωνική οικονομία που τους εκτρέπουν σε άλλους τομείς της οικονομίας. Από το Υπουργείο Εργασίας επιδοτούνται κυρίως κατά παρέκκλιση προσωρινά απασχολούμενοι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Με αυτή την πολιτική τα τελευταία 8 χρόνια στερούνται πόροι από το πεδίο της κοινωνικής οικονομίας με συνέπεια οι κοινωνικές επιχειρήσεις να είναι οι μόνες που δεν ενισχύονται από το κοινοτικό πλαίσιο.

Έτσι όμως η σύγχρονη κοινωνία στερείται την δυνατότητα να δημιουργήσει εναλλακτικούς τρόπους για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και εισοδήματα για τους νέους μέσα από τη ζεύξη των πόρων του δημοσίου και της κοινωνικής επιχειρηματικότητας.

Σε μια δημοκρατική πολιτεία όμως, ότι δεν γίνεται αντιληπτό από τα πάνω χρειάζεται η πίεση από τα κάτω για να γίνει αποδεκτό. Δηλαδή από την κοινωνία πολιτών.

Χρειάζεται επομένως ένα πρόγραμμα το οποίο  έχει στη λογική του να κινητοποιήσει τις κοινωνικές επιχειρήσεις να συνεργαστούν σε κλάστερς,  ( συμπράξεις)  αλλά και περιφερειακή κλίμακα ενώσεις  οι οποίες μπορούν  να συμβάλλουν ώστε να ωριμάσουν οι συνθήκες για ενισχυθεί απασχόληση στο τρίτο τομέα της οικονομίας.

του Βασίλη Τακτικού

Δημοσιογράφου- Συγγραφέα