΄Ηταν το πρωί της 16ης Σεπτεμβρίου του 1977 όταν στον διεθνή τύπο έπεφτε ως βόμβα η είδηση του θανάτου της Μαρίας Κάλλας. Ηταν μόλις 54 ετών. Αιφνίδιος; ΄Ισως όχι και τόσο. Είχε χάσει το βιμπράτο της θεόσταλτης φωνής της, είχε χάσει και τον έρωτα της ζωής της. Τον Ιούλιο του 1965, μετά την τελευταία Τόσκα στο Κόβεν Γκάρντεν περίμενε πρόταση γάμου από τον Αριστέλη Ωνάση – δυο χρόνια αργότερα εκείνος παντρεύεται την χήρα του Αμερικανού Προέδρου Κένεντι, Τζάκι, και εκείνη βυθίζεται σε κατάθλιψη. Κάπως έτσι άρχισε να γράφεται το τέλος για τη γυναίκα με την πιο επιδραστική φωνή στην όπερα του 20ου αιώνα. Η κηδεία της έγινε στις 20 Σεπτεμβρίου και, αφού το σώμα της αποτεφρώθηκε όπως επιθυμούσε, την άνοιξη του 1979 η τέφρα της σκορπίστηκε στο Αιγαίο.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Η Μαρία Σοφία Άννα Καικιλία Καλογεροπούλου, όπως ήταν το πλήρες ελληνικό όνομά της, γεννήθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1923 στη Νέα Υόρκη. Ήταν κόρη του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου από τον Μελιγαλά Μεσσηνίας και της Ευαγγελίας (Λίτσας) Δημητριάδη από τη Στυλίδα Φθιώτιδος. Οι γονείς της είχαν μετακομίσει στην αμερικανική μεγαλούπολη προς αναζήτηση καλύτερη τύχης. Από νωρίς άρχισε να ασχολείται με τη μουσική, παίρνοντας τα πρώτα μαθήματα πιάνου-σολφέζ και σε ηλικία 11 ετών κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διαγωνισμό παιδικών φωνών. Το 1937 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της και τη μεγάλη αδελφή της στην Αθήνα, μετά το διαζύγιο των γονιών της και εγγράφηκε στο Εθνικό Ωδείο, με δασκάλους τη Μαρία Τριβέλλα (τραγούδι), την Ήβη Πανά (πιάνο) και τον Γεώργιο Καρακαντά (μελοδραματική).
Μαθήτρια της Ελβίρα ντε Ιντάλγκο
Ο πρώτος ρόλος της ήταν η «Σαντούτσα» στην όπερα του Μασκάνι «Καβαλερία Ρουστικάνα», σε μία παράσταση των μαθητών του ωδείου. Το 1939 εγγράφηκε στο Ωδείο Αθηνών στην τάξη τραγουδιού της διάσημης Ελβίρα ντε Ιντάλγκο (σημαντική τραγουδίστρια της όπερας στις αρχές του 20ου αιώνα), κοντά στην οποία γνώρισε την υψηλή τεχνική των ρόλων του ιταλικού ρομαντικού ρεπερτορίου. Το 1940 προσλήφθηκε στη Λυρική Σκηνή του τότε Βασιλικού Θεάτρου και το 1941 πρωτοεμφανίστηκε ως «Βεατρίκη» στην οπερέτα Βοκκάκιος του Σουπέ. Στη συνέχεια και ως το 1945 πρωταγωνίστησε στην Τόσκα (1942, 1943), στον Κάμπο του Ντ’ Αλμπέρ (1944, 1945), στην Καβαλερία Ρουστικάνα (1944), στον Πρωτομάστορα του Μανώλη Καλομοίρη (1944, το μόνο ελληνικό έργο που τραγούδησε), στον Φιντέλιο του Μπετόβεν (1944) και την οπερέτα Ο Ζητιάνος Φοιτητής του βιεννέζου συνθέτη Καρλ Μιλέκερ (1945).
Η πρώτη της μεγάλη στγμή: Τζοκόντα στη Βερόνα
Μια καριέρα απογειώνεται
Οι επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της
Όμως, η εξαντλητική δίαιτα στην οποία είχε υποβληθεί και οι φωνητικοί ακροβατισμοί της (συχνά έφθανε στα όρια της φωνής της, ερμηνεύοντας εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους σε μία σεζόν ή και σε ένα ρεσιτάλ) είχαν επιπτώσεις στην ποιότητα της φωνής της, η οποία σταδιακά άρχισε να αδυνατίζει στις υψηλές νότες. Το καλοκαίρι του 1957 εμφανίστηκε στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και κυριολεκτικά αποθεώθηκε. Από το 1958 άρχισε η καθοδική της πορεία. Τον Ιανουάριο στη Ρώμη αποχώρησε με την πρώτη πράξη της Νόρμας του Μπελίνι και αποδοκιμάστηκε από το κοινό και τον Μάιο η «Σκάλα» του Μιλάνου διέκοψε το συμβόλαιό της. Ο Τύπος άρχισε να της επιτίθεται και πολλοί βρήκαν την ευκαιρία που χρόνια ζητούσαν να χύσουν χολή στην Ελληνίδα θεά «αυτή την καλλιτέχνιδα δεύτερης κατηγορίας, που έγινε Ιταλίδα χάρη στον γάμο της, Μιλανέζα χάρη στον αδικαιολόγητο θαυμασμό μιας μερίδας του κοινού της Σκάλας, και διεθνής χάρη στην επικίνδυνη φιλία της με την Έλσα Μάξγουελ», σχολίασε με κακοήθεια η ιταλική εφημερίδα Il Giorno.
Το κύκνειο άσμα
Ο μεγάλος ανεκπλήρωτος έρωτας της ζωής της
Το τελευταίο αντίο
΄Ομως η κακή ψυχολογική της κατάσταση δεν είναι αντιστρέψιμη. Στο μεταξύ, στις 25 Μαΐου 1970 έχει μεταφέρεται στο νοσοκομείο και γίνεται γνωστό ότι επιχείρησε να αυτοκτονήσει λαμβάνοντας μεγάλη δόση βαρβιτουρικών. Η αυλαία θα έρθει το πρωινό της 16ης Δεκεμβρίου 1977 που η Μαρία Κάλλας θα βρεθεί νεκρή από καρδιακή προσβολή. Αν ζούσε σήμερα θα ήταν 94 ετών. Η μεγαλύτερη ντίβα της όπερας όλων των εποχών ήταν ελληνίδα.