“Αντί ευχών σε καθένα χωριστά για Χρόνια Πολλά, καλά και κυρίως υγιή, ο δημοσιογράφος Γιώργος Παπαχρήστος παραθέτει το χριστουγεννιάτικο κείμενό του, όπως δημοσιεύθηκε στο ΣΤΙΓΜΑ στα σημερινά “ΝΕΑ” με τίτλο “Ανατροπές” διερωτώμενος “Πως φτάσαμε ως εδώ; Τί είναι όλα ετουτα που μας συμβαίνουν; Και ποσο θα διαρκέσουν ακόμα;”…
Διαβάστε παρακάτω, ολόκληρο το κείμενο του Γιώργου Παπαχρήστου:
“Πως φτάσαμε ως εδώ; Τί είναι όλα ετουτα που μας συμβαίνουν; Και ποσο θα διαρκέσουν ακόμα; Που’ ναι οι καλές εποχές, που σαν σήμερα, τριγυριζαν όλη την πόλη πιτσιρικάδες με τα τρίγωνα στα χέρια να ψάλλουν (τρόπος του λέγειν δηλαδή, να “ψάλλουν” ) τα κάλαντα, και εμείς οι μεγαλυτεροι να τα “κεράσουμε” τα παιδιά, για τον κοπο τους;
Για μένα, ακόμη πιο βαρυ κι από την αρρώστια και τις επιπτώσεις της, είναι ότι μας πηρε τις ζωές μας, και μας εκπαιδεύει σχεδόν συστηματικά σε έναν άλλο τρόπο διαβιωσης πολύ ξένο με τα ελληνικά πρότυπα, και πιο ξένο ακομη με τις συνήθειές μας.
Ποιος -και ποσο μετά- θα ξαναδώσει ποτέ το χέρι του, σε κάποιον που θα συναντήσει, για να τον χαιρετήσει;
Ποιος, χωρίς ένα σφίξιμο στα σωθικά “εις ανάμνησιν” της τεντωμένης γροθιάς ή του αγκωνα, της εποχης του κορονοϊου;
Ποιος θα φιλησει ποιον, στο δρόμο, φιλικά (ερωτικά εντάξει, είναι άλλο θέμα), χωρίς να θυμάται την δια ροπάλου απαγόρευση που μας επιβλήθηκε με την έλευση του κοροναϊού;
Και ποιος θα κάτσει διπλα ακριβώς στον άλλο, κολλητά, για να του ψιθυρίσει κάτι στο αυτί, και όχι από μακριά και εις επηκοον όλων;
Ποιός θα κληθεί σε μια κοινωνική συναναστροφή, μαζί με αλλά δέκα ή είκοσι άτομα, και δεν θα το σκεφτεί καλά, ανακαλώντας στη μνημη του “σκηνες” από ένα παρελθόν που μόλις-μόλις!- το ξεπέρασε.
Ποιος… Δεν εχω απάντηση.
Φαντάζομαι ότι δεν την έχουν -ακόμη τουλάχιστον- ουτε ειδικοι επιστημονες, κοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, ψυχιατροι. Για ένα είμαι βέβαιος, και νομίζω ότι και αυτοί το ίδιο: αυτός ο κορονοϊός αλλάζει δραματικά τη ζωή μας, στην ομηρία που μας κρατάει και την αλλάζει χωρίς έλεος. Και πως αυτό το πράγμα, δεν έχει επιστροφή…
Και τώρα που τα πράγματα έχουν πάρει αυτή την τροπή, γυρνάμε το ρολόϊ του χρόνου πίσω, και προσπαθουμε να ζήσουμε ένα παρελθόν που δεν έχει κανένα, μα κανένα, μέλλον. Παίρνω παράδειγμα τη σημερινή ημέρα. Δεν ξέρω τί κάνατε εσείς, άλλα εμείς στον Αγιο Δημητριο, με τη μια συγκοινωνια που τον ένωνε με την Αθήνα , οργανωνόμασταν σε ζυγιές, ήδη από την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, Εγώ συνηθως πηγαινα με τον Γιάννη και τον Νικολάκη, με τους οποιους είχα διαφορά ενός δυο ετών: δυο από το Γιάννη και ένα από το Νικολάκη. Μικροτερος από το Γιάννη που ήταν και πιο ψηλος και είχε και “μπουγιο”, και μεγαλυτερος από το Νικολάκη που ηταν κοντυτερος και μικροτερος μου. Πρώτη δουλειά να ανασυρθούν από κάποια …κρυπτη τα τρίγωνα, που εμεναν καταχωνιασμένα, επί ένα χρόνο. Και εν εν συνεχεία να τριφτούν, να γυαλιστούν από τη σκουριά των 12 μηνών που τους χαλουσε εικονα και ήχο. Κι αφου γυαλιζονταν από το τριψε-τριψε με πέτρα σκληρή, μετά δοκιμάζονταν μη και ειχε χαλάσει από το τρίψιμο ο μεταλλικος τους ηχος. Διότι ήταν φτιαγμένα από σιδεροβεργα ψηλή, λάφυρο από κάποια οικοδομή από τις τόσες που χτίζονταν στην Αθήνα της αντιπαροχής, στα τέλη της δεκαετίας του ‘70 Και αφου τελείωνε όλο αυτό, μετά μετρούσαμε αντίστροφα τις μέρες, μέχρι να έρθει η μεγάλη μερα -η παραμονή των Χριστουγέννων, 24 Δεκεμβρίου. Δεν θυμάμαι να είχα κοιμηθεί ποτέ τη νυχτα της 23ης προς τις 24 Δεκεμβρίου. Ούτε και οι υπόλοιποι.
Συναντιόμασταν στις 5 το πρωί, στο σταυρόδρομι μπροστά στο σπιτι μου, και με κοφτές κουβέντες παιρναμε γρήγορα το δρόμο για να βγουμε στο Νέο Τέρμα, επί της οδου Αγ. Δημητρίου, να προλάβουμε το πρώτο λεωφορείο που ξεκινούσε στις 5.30’ και ήταν συνηθως γεμάτο από εργάτες και οικοδόμους. Μπαιναμε πάντα από μπροστά, από την πορτα του οδηγου, προκειμένου το κοινο να μας έχει μπρος στα μάτια του διότι ειχε το ακουστικο “κάλεσμα” να συνεισφέρει στο καπέλο του ενος μας από μας, του Γιάννη συνηθως, να μην έβλεπε ομως και το τρίο; Πενιχρό ήταν το αποτέλεσμα, πρωι πρωι. Τί να έχει πάνω του να σου δώσει ο οικοδόμος που έτρεχε στην οικοδομή -πενηνταράκια, μαζεύαμε και που και που και καμιά δραχμή. Εκπληξη! Μετά από καμιά ώρα, το βαρυφορτωμένο λεωφορείο, έφτανε αγκομαχώντας στην οδό Ακαδημιας, – στη μέση περιπου, πίσω από το κτίριο της Πρυτανείας και απέναντι από το δημοτικο νοσοκομειο “Ελπις” τότε- οπότε κατεβαίναμε, και τρέχαμε για Κολωνάκι. Το Κολωνάκι με τα πολλά λεφτά. Το Κολωνάκι των ονειρων μας, με τα δεκάρικα, και τα εικοσάρικα.
Ξεκινούσαμε από την οδό Αναγνωστοπούλου, από την πολυκατοικια στον αριθμο 1-3, πάνω στη μικρη πλατεία, που ο πατέρας του Νικολάκη είχε τη θέση του θυρωρου. Ο κυρ Αλέκος, μας έστελνε σε ολα τα διαμερισματα, και οι ενοικοι που γνώριζαν την σχέση του με το “τρίο καλάντα”, εβαζαν γερά το χέρι στην τσέπη -μια φορά ένας κύριος, μας είχε δώσει ένα πενηντάρικο, πολλά λεφτά για την εποχή, κι ο Νικολάκης δεν ήθελε να το μοιραστουμε γιατι “ρε στην πολυκατοικια του πατερα μου, πηγαμε, για μένα το δώσανε, εσάς που σας ξέρουνε” μας είπε, και με τη φράση αυτή, έτριξε βαριά η συνοχή της συμμαχιας των τριών. Άλλα για λίγο. Από την Αναγνωστοπουλου και αφου ειχαμε ξεπετάξει το συνολο των διαμερισμάτων κατηφοριζαμε χοροπηδωντας, μέσω της Λυκαβηττού και της Αμερικής, στην οδο Βαλαωρίτου 4, που ένας δικος μου θειος, ο μπαρμπα Γιώργος, ήταν θυρωρός.
Η πολυκατοικία είχε από τότε κυρίως γραφεία, και την πιάναμε “παρθένα”: ο μπάρμπας δεν άφηνε κανέναν άλλον να πει τα κάλαντα, περιμενε εμάς. Κι αφου “καθαρίζαμε” και τη Βαλαωρίτου 4, μετά ανεβαίναμε Πινδάρου, όπου είχε έναν γνωστό ο πατέρας του Γιάννη, θυρωρό επίσης, αλλα δεν θυμαμαι σε ποιο νουμερο του δρόμου. Θυμάμαι μόνο ότι ήταν δίπλα στον “Γεροφοινικα”, ένα από τα πιο διάσημα εστιατόρια της εποχης, που το ειχαν κάτι κερκυραιοι…
Τελειώναμε και την Πινδάρου επίσης “παρθένα” (ούτε ο άλλος κύριος άφηνε να μπει κανείς μεσα για τα κάλαντα, αν δεν περνουσαμε πρώτοι εμείς) , και έπειτα με τις τσέπες να βαραίνουν από τα κέρματα, κατεβαίναμε σιγά-σιγά τη Βουκουρεστίου. Κατάστημα το κατάστημα “να τα πουμε;”, μέχρι που διαλυμένοι πια από την αϋπνία της προηγούμενης μέρας, και την κουραση, τα ποδια μας γίνονταν βαριά σαν μολυβι, ίδια με την διάθεσή μας, που όσο πήγαινε και έπεφτε. Κι ύστερα βάζαμε στοιχημα- για το ποτε θα σταματήσουμε “να τα λέμε”. Αν νιώθαμε πολύ κουρασμένοι, λέγαμε πως στο τρίτο “ μας τα ’παν άλλοι” που θα μαζεύαμε στην ερώτηση “να τα πουμε;”, θα το κόβαμε. Συνήθως όμως, καταλαβαίναμε ότι ο κοσμος κουραστηκε από τα πολλα κάλαντα, μόλις συμπληρώναμε πέντε στη σειρά …“μας τα ’παν άλλοι”! Τότε ήταν που φτάναμε στην τελευταία πράξη της επιχείρησης – κάλαντα: γραμμή για τον Εθνικό Κήπο, στο γκαζόν που έχει τα αρχαια, κάτω από τη λιμνη με τις πάπιες.
Με ένα κουλουρι στο χέρι, στρωνόμασταν στο γκαζον, αδειάζαμε “τελετουργικά” τα χρηματα που είχε ο καθένας στην τσέπη του, και ο Γιάννης ο μεγαλύτερος τα μετρούσε. Εγώ που ημουν καλος στην αριθμητικη, διαιρούσα δια τρία το συνολο, και μετά ο Γιάννης, ο μεγαλυτερος, τα μοιραζε. Επαιρνε ο καθένας το μεριδιό του, και υστερα παιρναμε το δρόμο για το σπιτι. Με τα ποδια φυσικά. Σιγά να μην χαλάγαμε τίποτε από το “μεροκάματο” του κόπου, για εισιτηριο στο λεωφορείο.
Αποκαμωμένοι, σέρνοντας τα πόδια, φτάναμε κάποια στιγμή στο σταυροδρόμι που είχαμε συναντηθεί τα ξημερώματα. Ενώναμε τα χέρια, λέγαμε ένα ξεψυχισμένο “Και του χρόνου, ρε”, που ισα που ακουγόταν, και παίρναμε το δρόμο για το σπιτι…
Και του Χρόνου λοιπόν- Χρόνια Πολλά σε όλους, με υγεία, και πολλή προσοχή αυτές τις μέρες!”