του Παναγιώτη Σωτήρη
Υποτίθεται ότι κάπου τώρα θα ήταν η ώρα που η χώρα θα έβαζε πίσω της οριστικά τη δύσκολη δεκαετία του 2010 με τα μνημόνια, την καταστροφική κοινωνική κρίση, τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πόλωση, και θα έμπαινε σε μια νέα φάση που θα σφραγιζόταν από την επιστροφή στην οικονομική ανάπτυξη σε βάθος χρόνου (και όχι απλώς στην βελτίωση κάποιων ονομαστικών οικονομικών δεικτών) και σε μια ορισμένη ιστορική αισιοδοξία.
Αντί για αυτό η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με έναν συνδυασμό κρίσεων που κάνουν την προοπτική πραγματική ανόρθωσης να μοιάζει περισσότερο ρητορικό σχήμα, πολύ κοντά στον ορισμό του ευχολόγιου, παρά πραγματική ιστορική δυναμική.
Η εποχή της πανδημίας και του φόβου
Για μια σειρά από λόγους η χώρα μας απέφυγε ουσιαστικά το πρώτο κύμα πανδημίας. Η έγκαιρη επιβολή περιοριστικών μέτρων σε μια χώρα στην οποία δεν «κυκλοφορούσε» πολύ ο ιός, σήμαινε ότι αποφύγαμε τις εικόνες των άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Αυτό, όμως, δεν απέτρεψε ένα ισχυρό «δεύτερο κύμα» και την προοπτική ενός τρίτου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν η χώρα μας συνεχίσει στατιστικά να έχει καλύτερη εικόνα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, θα έχει πληρώσει ακριβό τίμημα, την ίδια ώρα που ήδη καταγράφονται τα πρώτα σημάδια μιας εκτεταμένης δυσανεξίας απέναντι στην παράταση των περιοριστικών μέτρων.
Η εμπειρία της πανδημίας είναι πολλαπλά τραυματική. Είτε αυτό αφορά το κόστος σε ζωές. Είτε αυτό αφορά το κόστος σε ελευθερίες και πρακτικές που οι άνθρωποι θεωρούσαν αυτονόητες.
Το τι θα αφήσει πίσω είναι ένα διακύβευμα. Την άνοιξη φάνηκε να αφήνει ένα χνάρι συλλογικής δέσμευσης και μια ιδιότυπη αγωνιστική αναδιαπραγμάτευση του φόβου. Στην περίοδο που διανύουμε δεν είναι δεδομένο. Μπορεί να αφήσει ανασφάλεια, αίσθηση διαρκούς ευαλωτότητας, μπορεί να αφήσει και κυνισμό και μεγαλύτερη εξατομίκευση.
Την ίδια στιγμή το ίδιο το γεγονός ότι αποδείχτηκε ότι απέναντι στην πανδημία δεν υπήρχαν «μαγικά όπλα» παρότι ορισμένα προβλήθηκαν ως τέτοια, είχε ως αποτέλεσμα να ενισχυθούν και διάφορες παραλλαγές αμφισβήτησης της διαχείρισης της πανδημίας από κριτικές επερωτήσεις της αποτελεσματικότητας συγκεκριμένων μέτρων έως θεωρίες συνωμοσίας. Και αυτό μπορεί να σημαίνει μικρότερη εμπιστοσύνη στους «ειδικούς» στο μέλλον.
Το μέγεθος της οικονομικής κρίσης
Για την Ελλάδα η πανδημία σήμανε και μια μεγάλη οικονομική κρίση. Η χώρα όταν βγουν τα σχετικά στοιχεία θα είναι μία από τις ευρωπαϊκές χώρες με τη μεγαλύτερη συνολική ύφεση για το 2020, καθώς στο τρίτο τρίμηνο, που ήταν για την Ευρώπη το τρίμηνο της σχετικής ανάκαμψης, η χώρα μας είχε πολύ μεγάλη υποχώρηση των τουριστικών εσόδων, ενώ στο μεγαλύτερο μέρος του τελευταίου τριμήνου είχαμε περιοριστικά μέτρα, που συνεχίζονται σε σημαντικό μέρος του πρώτου τριμήνου του 2021.
Αυτό σημαίνει ότι η συνολική ανάκαμψη του 2021 θα απέχει από το να καλύψει τις απώλειες μιας πολύ δύσκολη χρονιάς.
Η κυβέρνηση αλλά και οι φορείς της αγοράς έχουν επενδύσει ιδιαίτερα στην προσδοκία του συνδυασμού ανάμεσα στα ποσά του νέου ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης, αθροιστικά τη μεγαλύτερη οικονομική ενίσχυση που έλαβε η χώρα μας από την ΕΕ.
Όμως, δεν είναι δεδομένο ότι όλα αυτά αρκούν για να αντιμετωπίσουν μια κρίση που είναι πιο δομική.
Η ελληνική οικονομία αντιμετωπίζει τώρα μια μείζονα ύφεση που έρχεται πάνω στις ανοιχτές πληγές που άφησε η προηγούμενη δεκαετία και η οποία ιδίως για αρκετές μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις μπορεί να αποδειχτεί τελειωτικό χτύπημα, την ώρα που συνειδητοποιεί ότι δεν μπορεί να στηρίζεται σε τέτοιο βαθμό πάνω στον τουρισμό.
Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να δούμε το επόμενο διάστημα μια ιδιαίτερα άνιση συνθήκη όπου πόλοι αιχμής και προσέλκυσης επενδύσεων θα συνυπάρχουν με εκτεταμένες κοινωνικές και οικονομικές ζώνες εγκατάλειψης.
Η επιστροφή των κοινωνικών συγκρούσεων
Οι εξελίξεις στο χώρο της παιδείας δείχνουν ότι επιστρέφουν και οι κοινωνικές συγκρούσεις, παρά το βάρος της πανδημίας.
Μάλιστα, στον συγκεκριμένο χώρο η επιλογή να προκριθεί η «πανεπιστημιακή αστυνομία», με βάση τον πολιτικό υπολογισμό της απήχησης που έχει αυτή η ρύθμιση σε ένα κεντροδεξιό και κεντρώο ακροατήριο, έχει τον κίνδυνο να ανοίξει έναν κύκλο αντιπαραθέσεων στα πανεπιστήμια που δεν πρόκειται να τελειώσει με την ψήφιση του νόμου.
Εάν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι η νεολαία εξακολουθεί να βλέπει μπροστά της ένα μέλλον επισφάλειας και την ίδια στιγμή δεν ακολουθεί τις πολιτικές συμπεριφορές των υπόλοιπων ηλικιακών κατηγοριών, μπορούμε να κατανοήσουμε ότι θα είναι μια σύγκρουση με βάθος και πραγματικό κόστος.
Την ίδια στιγμή η αναμέτρηση με τον πυρήνα της κρίσης της παιδείας, σε όλες τις βαθμίδες της, για άλλη μια φορά αναβλήθηκε, συντηρώντας ουσιαστικά μια συνθήκη αδιεξόδου.
Η ελληνική στιγμή #MeToo και η αποκάλυψη των σκοτεινών δρόμων που συνδέουν κακοποίηση, συγκάλυψη και εξουσία
Μέσα σε όλο αυτό το φόντο η ελληνική κοινωνία βιώνει και τη δική της στιγμή #MeToo.
Από μια άποψη, προφανώς και είναι μια απελευθερωτική στιγμή. Επιτέλους και στη χώρα μας αναμετριόμαστε με την πραγματική έκταση των πρακτικών κακοποίησης και την έκταση των σεξιστικών συμπεριφορών. Είναι επίσης σημαντικό ότι πλέον «ανοίγουν στόματα» και άρα μπορούν και έρχονται στο φως καταγγελίες που μέχρι τώρα αποσιωπούνταν και συγκαλύπτονταν. Όλα αυτά μπορούν να είναι και δρόμος ώστε στην ελληνική κοινωνία να έχουμε λιγότερη σεξιστική βία.
Ταυτόχρονα, όμως, ήρθαν στο φως και το πώς όλα αυτά σχετίζονται με εξουσιαστικές σχέσεις και πρακτικές. Δεν αναφερόμαστε απλώς στο πώς η ίδια η έννοια της κακοποιητικής συμπεριφοράς περιλαμβάνει ότι ο θύτης κάνει χρήση της σχέσης εξουσίας (πραγματικής ή συμβολικής) που έχει απέναντι στο θύμα του. Αλλά και στο πώς φορείς εξουσίας, οικονομικής και πολιτικής, τυπικής και άτυπης, όλο το προηγούμενο διάστημα λειτούργησαν ως «ασπίδα προστασίας» απέναντι σε φορείς τέτοιων κακοποιητικών συμπεριφορών, συμβάλλοντας σε μια γενικότερη τάση συγκάλυψης και αποσιώπησης.
Και όλα αυτά συμβάλλουν με τον τρόπο τους σε μια αίσθηση κρίσης, την επίγνωση δηλαδή ότι μια κοινωνία αρχίζει και αντιλαμβάνεται και τις πιο σκοτεινές πλευρές της.
Κοινωνία υπομονής ή μειωμένων προσδοκιών;
Η λέξη υπομονή έρχεται και επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση. Πράγμα λογικό, καθώς έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δύσκολη συνθήκη, περιοριστικά μέτρα, μόνιμες πλέον ανατροπές στην καθημερινότητά μας και ένα όχι και τόσο ορατό τέλος της όλης δοκιμασίας.
Προφανώς και αυτή η υπομονή μπορεί να έχει ημερομηνία λήξης, εάν υπάρχει ένας σαφής θετικός ορίζοντας. Τότε έχει το χαρακτήρα της αναγκαίας αντοχής και αγωνιστικότητας.
Όταν, όμως, δεν υπάρχει αυτός ο θετικός ορίζοντας, τότε υπάρχει ένα σημείο όπου οι άνθρωποι κάνουν υπομονή χωρίς να πιστεύουν ότι τα πράγματα κάποτε θα γίνουν καλύτερα.
Σε μια τέτοια συνθήκη, μιλάμε για μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών. Μια τέτοια κοινωνία μπορεί σε κάποιες στιγμές να φαντάζει μια κοινωνία «ειρηνευμένη» εφόσον κυριαρχούν φαινόμενα αποσυσπείρωσης και εξατομίκευσης. Όμως, ταυτόχρονα θα είναι και μια κοινωνία χωρίς εκείνο το δυναμισμό που θα της επιτρέψει να ξεπεράσει τη σημερινή συνθήκη κρίσης.
Το πώς η ελληνική κοινωνία δεν θα μείνει εγκλωβισμένη σε αυτή την ιδιότυπη «ρωγμή του χρόνου» και εντός του φαύλου κύκλου της κρίσης και των μειωμένων προσδοκιών, είναι στην πραγματικότητα μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Ότι δεν τη συζητάμε με αυτούς τους όρους, απλώς δείχνει το μέγεθος του προβλήματος.
πηγή: www.in.gr