Τις επιπτώσεις της υψηλής ανεργίας αλλά και της συρρίκνωσης που έχει υποστεί η αγορά εργασίας κάτω από την πίεση του στρεβλού αναπτυξιακού μοντέλου των τελευταίων χρόνων περιγράφει ο ΣΕΒ στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο, κρίνοντας ότι η αύξηση του εργατικού δυναμικού είναι μονόδρομος για την αύξηση της απασχόλησης.
Όπως αναφέρουν οι συντάκτες της έκθεσης:
– Σε επίπεδο γενικού πληθυσμού σήμερα (2ο τρίμηνο 2018) εργάζεται μόλις το 35%. Σε επίπεδο ενεργού πληθυσμού, δηλαδή στις παραγωγικές ηλικίες 15 έως 64 ετών, το 55,3%. Πρακτικά ένας Έλληνας παράγει το εισόδημα που καταναλώνουν τρεις! Από αυτό το εισόδημα πληρώνονται η δημόσια υγεία, η παιδεία, οι συντάξεις, η άμυνα, τα δημόσια έργα, όλες οι κρίσιμες λειτουργίες του κράτους και φυσικά η ιδιωτική κατανάλωση κάθε νοικοκυριού.
Οσον αφορά στη μείωση της ανεργίας ο ΣΕΒ σημειώνει ότι αυτή οδείλεται αφενός στα μέτρα που ελήφθησαν στην αγορά εργασίας, αλλά και στο brain drain:
– «Συνολικά, φαίνεται να μετανάστευσαν στο εξωτερικό περίπου 374 χιλιάδες άτομα (με όλες τις μεθοδολογικές επιφυλάξεις) με το εργατικό δυναμικό να μειώθηκε στους άνδρες κατά 259 χιλιάδες άτομα, και να αυξήθηκε στις γυναίκες κατά 6 χιλιάδες άτομα μεταξύ 2009 και 2017. Αυτή η μείωση του εργατικού δυναμικού συντελεί κατά ένα βαθμό και στη μείωση της ανεργίας που καταγράφεται τα τελευταία χρόνια. Ο δεύτερος παράγοντας που συνετέλεσε στη μείωση της ανεργίας είναι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αγορά εργασίας. Συγκεκριμένα, μετά την κορύφωση της ανεργίας κοντά στο 28% το 2013, η απασχόληση άρχισε να αυξάνει υπό συνθήκες μηδενικής ανάπτυξης, υποβοηθούμενη κυρίως από την ευελιξία στις εργασιακές ρυθμίσεις. (…) Παρά τη μείωση του ποσοστού ανεργίας, ο αριθμός των ανέργων παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα και η απασχόληση είναι ιδιαίτερα χαμηλή. Ειδικότερα οι άνεργοι βιώνουν μια εξαιρετικά δύσκολη κατάσταση.
Από τα λιγότερο γενναιόδωρα συστήματα στήριξης των ανέργων
Εις βάρος της Ελλάδας είναι και η σύγκριση των μεγεθών της ανεργίας στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ
Σημειώνεται στο δελτίο:
«Σήμερα, η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη του αναπτυγμένου κόσμου (ΟΟΣΑ) που έχει την μεγαλύτερη ανεργία και διαθέτει ένα από τα λιγότερο γενναιόδωρα συστήματα στήριξης των ανέργων, με το 9,7% των ανέργων να λαμβάνει επίδομα ανεργίας, με την ανεργία να διαμορφώνεται σε 19% του εργατικού δυναμικού, όταν στον ΟΟΣΑ το μέσο ποσοστό κάλυψης ανέρχεται σε 29% με μέση ανεργία στο 6,5%.
Σημειώνεται, επίσης, ότι το 7,5% περίπου του εργατικού δυναμικού (346 χιλιάδες άτομα) είναι άνεργοι για πάνω από τέσσερα χρόνια, και ως ποσοστό των ανέργων, ο αριθμός τους συνεχίζει να αυξάνεται. Ταυτόχρονα, υπάρχουν σήμερα 160 χιλιάδες νέοι που δεν δουλεύουν, δεν εκπαιδεύονται και δεν καταρτίζονται (NEETs: Not in Education, Employment or Training), αν και ο αριθμός τους έχει μειωθεί από το υψηλό επίπεδο των 228 χιλιάδων ατόμων το 2012.
Επίσης, υπάρχουν 175 χιλιάδες άτομα που είναι αποθαρρυμένοι (ενώ δηλαδή θέλουν, και είναι διαθέσιμοι, να δουλέψουν, δεν ψάχνουν ενεργά για εργασία), και μάλιστα ο αριθμός τους συνεχίζει να μεγαλώνει ακόμη και στη διετία 2017/2018 της ανάκαμψης της οικονομίας.
Επιπλέον, υπάρχουν 70 χιλιάδες άτομα άνω των 65 ετών που εξακολουθούν να δουλεύουν κυρίως για να τα βγάλουν πέρα. Επίσης, το 10% των απασχολούμενων δηλώνει ότι εργάζεται σε δουλειές μερικής απασχόλησης, με τα 2/3 να το κάνουν επειδή δεν βρίσκουν εργασία πλήρους απασχόλησης.
Η υπεροφολόγηση ανάχωμα στη βιώσιμη ανάκαμψη
Όπως σημειώνουν οι συντάκτες της έκθεσης: «Η αύξηση της απασχόλησης μειώνει ταυτολογικά την ανεργία, αν και ο ρυθμός πτώσης του ποσοστού της ανεργίας επηρεάζεται και από μεταβολές στο εργατικό δυναμικό το οποίο συνδέεται και με άλλους παράγοντες, όπως το δημογραφικό πρόβλημα της χώρας και το brain drain.
Σε κάθε περίπτωση βιώσιμη ανάκαμψη και ανάπτυξη της οικονομίας, δεν προϋποθέτει μόνο αύξηση της απασχόλησης αλλά και αύξηση του εργατικού δυναμικού. Αυτό συνεπάγεται μέτρα πολιτικής μείωσης της υπερφορολόγησης για τη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος της οικογένειας και των μισθωτών.
Αντικίνητρο στη δημιουργία οικογένειας
Τέλος, υποστηρίζει ο ΣΕΒ το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα δρα τιμωρητικά στη δημιουργία οικογένειας, καθώς οι φοροαπαλλαγές ή οι πρόσθετες παροχές για παιδιά είναι σχετικά ασήμαντες.
«Η Ελλάδα έχει την υψηλότερη φορολογική επιβάρυνση (μη μισθολογικό κόστος εργασίας) στον κόσμο για οικογένειες με δύο παιδιά και έναν εργαζόμενο που αμείβεται στο 67% των μέσω αμοιβών, όταν χώρες όπως η Πολωνία, η Νέα Ζηλανδία, ο Καναδάς και η Ιρλανδία, όχι μόνο δεν επιβαρύνουν, αλλά τουναντίον επιδοτούν σε καθαρή βάση τον συγκεκριμένο τύπο οικογένειας.
kathimerini.gr