Μια μέρα του 1725, ο βασιλιάς της Αγγλίας Γεώργιος Α΄, κυνηγούσε στα δάση της γενέτειράς του, στο Ανόβερο της βόρειας Γερμανίας. Κάποιοι ντόπιοι χωρικοί, που βρίσκονταν στην συνοδεία του μονάρχη, ήρθαν αντιμέτωποι με κάτι που κανείς δεν περιμένει να βρει στην άγρια φύση: ένα αγόρι σε εντελώς ζωώδη κατάσταση.
Το παιδί ήταν γυμνό και περπατούσε στα τέσσερα. Όταν είδε τους κυνηγούς έτρεξε αμέσως και σκαρφάλωσε σε ένα δέντρο. Εκείνοι έκοψαν τον κορμό με τα τσεκούρια τους και κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν το αγόρι.
Κανείς δεν μπορούσε να εξακριβώσει πόσο καιρό ζούσε το παιδί μέσα στην άγρια φύση ούτε ποιοι ήταν οι γονείς του. Άγνωστες επίσης παρέμεναν και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες βρέθηκε ολομόναχο στα δάση. Το μόνο σίγουρο ήταν ότι συμπεριφερόταν όπως τα άγρια ζώα και είχε επιβιώσει τρώγοντας βλαστούς, φράουλες, μούρα και ξηρούς καρπούς. Πολλοί δε, υπέθεταν πως είχε ανατραφεί από λύκους ή αρκούδες.
Το αγόρι ήταν περίπου 12 χρονών αλλά δεν μπορούσε να μιλήσει καθόλου. Για κάποιο λόγο, του δόθηκε το όνομα Πίτερ και με αυτό θα έμενε γνωστό στην ιστορία.
Η πριγκίπισσα Καρολίνα, σύζυγος του διαδόχου του αγγλικού θρόνου, ασχολείτο με την φιλοσοφία και τις φυσικές επιστήμες και ενδιαφέρθηκε έντονα για το παιδί, όταν πληροφορήθηκε την ύπαρξή του. Έτσι, το 1726, ο Πίτερ ήρθε στην Βρετανία και εγκαταστάθηκε στο βασιλικό παλάτι.
Με την άφιξή του στο Λονδίνο, το αγόρι έγινε εξαιρετικά δημοφιλές. Η παρουσία του προκάλεσε την περιέργεια και τον ενθουσιασμό όχι μόνο της βασιλικής αυλής αλλά και των κατοίκων της πόλης, οι οποίοι ήθελαν να δουν το παράξενο παιδί και να μάθουν τα πάντα για αυτό. Σε μια γκαλερί της αγγλικής πρωτεύουσας φιλοτεχνήθηκε ένα κέρινο ομοίωμα του Πίτερ, με αποτέλεσμα την προσέλκυση επισκεπτών ακόμα και από τις πιο απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.
Παρόλα αυτά, όσοι Λονδρέζοι γνώριζαν από κοντά το αγόρι, το αντιμετώπιζαν σαν αξιοθέατο και του συμπεριφέρονταν σαν να ήταν κατοικίδιο ζώο και όχι κάποιο παιδί με ιδιαιτερότητες. Σταδιακά, ο Πίτερ έγινε η μόνιμη ατραξιόν του παλατιού.
Ο Άγγλος διακοσμητής και ζωγράφος Γουίλιαμ Κεντ, φιλοτέχνησε την εποχή εκείνη έναν μεγάλο πίνακα, όπου απεικονίζονται οι αυλικοί του βασιλιά Γεωργίου Α΄. Ανάμεσα σε αυτούς, βρίσκεται και η μορφή του Πίτερ, ο οποίος κρατά στο χέρι του λίγα βελανίδια, σύμβολο της προηγούμενης ζωής του στην άγρια φύση.
Ζώντας στην βασιλική αυλή, το νεαρό αγόρι αντιμετώπιζε τεράστια προβλήματα προσαρμογής. Κάποιες φορές, έβαζε τα χέρια του στις τσέπες των άλλων, ψάχνοντας ίσως για κάτι φαγώσιμο, ενώ συχνά έκανε ζημιές, σπάζοντας διάφορα αντικείμενα. Στις περιπτώσεις αυτές, οι αυλικοί τιμωρούσαν αυστηρά το παιδί, δέρνοντάς το με δερμάτινο λουρί. Τα προβλήματα προσαρμογής όμως δεν σταματούσαν εκεί.
Ο Πίτερ προτιμούσε να περπατάει στα τέσσερα, αντί όρθιος, ενώ σπάνια κοιμόταν σε κρεβάτι. Τις περισσότερες νύχτες κουλουριαζόταν σε μια γωνία του δωματίου του, πεσμένος στο πάτωμα, και καθόταν εκεί μέχρι να τον πάρει ο ύπνος. Επίσης, ο Πίτερ ένιωθε μια ιδιαίτερη απέχθεια για κάθε είδους ρούχο, έχοντας συνηθίσει τόσα χρόνια να ζει γυμνός. Οι κάλτσες ειδικά, του προκαλούσαν πραγματικά τρόμο. Τα άτομα που φρόντιζαν τον Πίτερ, τον έντυναν με κομψά αλλά στενά ρούχα, τα οποία, αν και περιόριζαν τις κινήσεις του, διόρθωσαν κάπως την στάση του σώματός του.
Το σοβαρότερο όμως πρόβλημα του νεαρού αγοριού ήταν οι μαθησιακές του δυσκολίες. Η πριγκίπισσα Καρολίνα, ανέθεσε την μόρφωσή του στον φημισμένο Σκωτσέζο γιατρό και μαθηματικό Δρ. Τζων Άρμπαθνουτ. Κάθε εκπαιδευτική του προσπάθειά όμως απέτυχε παταγωδώς. Ο Πίτερ δεν μπορούσε ούτε καν να αρθρώσει λόγο, πόσο μάλλον να μάθει γραφή και ανάγνωση. Ο Άρμπαθνουτ προσπάθησε να διδάξει στο παιδί έστω την αγγλική αλφάβητο, αλλά ακόμα κι αυτό αποδείχθηκε εντελώς ανέφικτο. Τις περισσότερες ώρες της ημέρας ο Πίτερ παρέμενε σιωπηλός, καθιστώντας έτσι αδύνατη την επικοινωνία του όχι μόνο με τους ενήλικες αλλά και με τα παιδιά της αυλής.
Το 1737, η Καρολίνα πέθανε σε ηλικία 54 ετών. Η φροντίδα του Πίτερ ανατέθηκε σε μια οικογένεια χωρικών στο Χέρτφορτσαϊρ, ενώ ο ίδιος εξασφάλισε ετήσια βασιλική σύνταξη για τα έξοδα διατροφής του. Η ζωή του φαίνεται πως ήταν πιο ευχάριστη στο νέο του σπίτι, καθώς πλέον βρισκόταν κοντά στην φύση. Του άρεσε να κοιτάζει με τις ώρες τον νυχτερινό ουρανό, ενώ συχνά περιπλανιόταν στα κοντινά δάση, ψάχνοντας για βελανίδια. Εντούτοις, η διανοητική του κατάσταση παρέμενε στάσιμη. Οι μόνες λέξεις που κατάφερε ποτέ να μάθει ήταν το όνομά του και η φράση «Βασιλιάς Γεώργιος», ενώ σιγομουρμούριζε και κάποιες μελωδίες τραγουδιών.
Το καλοκαίρι του 1751, ο Πίτερ χάθηκε, για να βρεθεί μετά από δύο μήνες σε μια φυλακή στο Νόργουιτς, 160 χιλιόμετρα βορειοανατολικά του Χέρτφορτσαϊρ. Οι αρχές τον επέστρεψαν στην οικογένεια που τον φρόντιζε, αλλά παραμένει μυστήριο πώς κατέληξε κρατούμενος σε ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος. Από την ημέρα εκείνη, ο Πίτερ φορούσε στον λαιμό του ένα κολάρο, όπου αναγράφονταν το όνομα του, η διεύθυνση που έμενε και η πληροφορία ότι θα δινόταν αμοιβή σε όποιους τον έβρισκαν και τον έφερναν στο σπίτι του. Κατά τα άλλα, τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του κύλησαν ήσυχα και μάλλον ευχάριστα.
Τον χειμώνα του 1785, πέθανε το τελευταίο μέλος της οικογένειας με την οποία ζούσε ο Πίτερ. Το γεγονός αυτό, του προκάλεσε αβάσταχτη θλίψη. Λίγες μέρες μετά, στις 22 Φεβρουαρίου, άφησε και ο ίδιος, την τελευταία του πνοή, σε ηλικία περίπου 70 ετών. Ο τάφος του σώζεται μέχρι σήμερα, ενώ κάποιοι κάτοικοι της περιοχής εξακολουθούν να αφήνουν εκεί λουλούδια.
Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη ότι το παράξενο παιδί ίσως έπασχε από μια σπάνια γενετική διαταραχή που ονομάζεται σύνδρομο Πιτ-Χόπκινς και περιγράφηκε για πρώτη φορά το 1978. Τόσο το πορτραίτο του όσο και οι αναφορές των συγχρόνων του, συνηγορούν σε αυτήν την θεωρία. Οι ανυπέρβλητες μαθησιακές δυσκολίες του Πίτερ, αλλά και κάποιες ιδιομορφίες στο σώμα και το πρόσωπό του (ασυνήθιστα χαμηλό ανάστημα, πεσμένα βλέφαρα, τοξοειδή χείλη, υπερβολικά μεγάλα ρουθούνια) αποτελούν χαρακτηριστικά συμπτώματα του συνδρόμου Πιτ-Χόπκινς.