Υπό διαφορετικές συνθήκες, οι ιδιοκτήτες ακινήτων που βλέπουν την πραγματική αξία των ακινήτων τους
να βυθίζεται σε ολοένα και χαμηλότερα επίπεδα και τους φόρους να εξακολουθούν να υπολογίζονται με τις εκτός πραγματικότητας αντικειμενικές αξίες, θα έπρεπε να είναι ικανοποιημένοι στο άκουσμα της είδησης ότι δρομολογήθηκε η εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις πραγματικές.
Στην προκειμένη περίπτωση, δεν υπάρχει κανένας λόγος για ικανοποίηση. Πολύ απλά διότι όλοι οι ιδιοκτήτες γνωρίζουν ακόμη ότι και η παραμικρή μείωση της φορολογητέας ύλης θα αντισταθμιστεί από αύξηση των φορολογικών συντελεστών τόσο για τον υπολογισμό του ΕΝΦΙΑ όσο και για τον υπολογισμό των φόρων μεταβίβασης ακινήτων.
Η χθεσινή τροπολογία για τη σύσταση της επιτροπής που θα αναλάβει να συντονίσει το έργο της εξίσωσης των αντικειμενικών αξιών με τις εμπορικές, κατατέθηκε υπό την πίεση των θεσμών οι οποίοι βάζουν και ξαναβάζουν το συγκεκριμένο προαπαιτούμενο στη σχετική λίστα χωρίς όμως ποτέ να υλοποιείται και απλώς να μετατίθεται για ολοένα και αργότερα. Αυτή τη φορά, τα περιθώρια χρόνου έχουν στενέψει καθώς η εξίσωση θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος του χρόνου έτσι ώστε από το 2018 να έχει αλλάξει πλήρως η βάση υπολογισμού του φόρου.
Όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας που κατατέθηκε χθες στη Βουλή, για τον υπολογισμό των νέων αξιών θα αξιοποιηθεί η βάση δεδομένων με την ονομασία «τράπεζα αξιών ακινήτων» που έχει δημιουργηθεί στο ολοκληρωμένο πληροφοριακό σύστημα «Ψηφιακές υπηρεσίες δημόσιας περιουσίας και εθνικών κληροδοτημάτων». «Τα στοιχεία που θα συγκεντρώνονται διαρκώς σε αυτήν θα αποτελούν το υπόβαθρο ενός σύγχρονου ψηφιακού συστήματος εκτίμησης ακινήτων μέσω του οποίου θα επιδιώκεται η όσο το δυνατόν πιστότερη προσέγγιση των αγοραίων τιμών των ακινήτων».
Με λίγα λόγια, το υπουργείο Οικονομικών θέλει να υπολογίζει τις νέες αξίες φορολόγησης των ακινήτων στηριζόμενο στα όσα αναγράφουν τα συμβόλαια των αγοραπωλησίων που πραγματοποιούνται εν μέσω κρίσης. Διότι με αυτές τις τιμές τροφοδοτείται αυτή τη στιγμή η «τράπεζα αξιών ακινήτων». Μάλιστα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι όλοι οι συμβολαιογράφοι ενημερώνουν για την αξία του ακινήτου κατά τη στιγμή που πραγματοποιείται η συναλλαγή. Ακόμη και αν ξεπεραστεί το εμπόδιο της ενημέρωσης της ηλεκτρονικής τράπεζας (προφανώς η ενημέρωση θα γίνει υποχρεωτική από τους συμβολαιογράφους δια νόμου) το υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να δώσει απαντήσεις μέχρι το τέλος του χρόνου σε πολύ κρίσιμα ερωτήματα:
1. Θα βγαίνουν αξίες φορολόγησης ακινήτων με βάση τις συναλλαγές της τελευταίας περιόδου οι οποίες γίνονται σχεδόν αποκλειστικά για λόγους ανάγκης; Σε αυτή την περίπτωση οι φορολογητέες αξίες θα υποχωρήσουν κατακόρυφα και το υπουργείο Οικονομικών θα χρειαστεί να εκτινάξει τους συντελεστές υπολογισμού των φόρων.
2. Ο ΕΝΦΙΑ θα υπολογίζεται κάθε χρόνο και με διαφορετικές αξίες;
3. Πώς ακριβώς θα προκύπτουν στοιχεία για όλη την Ελλάδα –και για κάθε περιοχή ξεχωριστά τη στιγμή που οι συναλλαγές έχουν περιοριστεί κατακόρυφα;
Τα ερωτήματα δεν διατυπώνονται τώρα για πρώτη φορά και το γεγονός ότι δεν έχουν απαντηθεί μέχρι τώρα είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν προχώρησε νωρίτερα η εξίσωση των αντικειμενικών αξιών με τις πραγματικές. Επίσης, υπάρχει και ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα: Μπορεί το υπουργείο Οικονομικών να μην ενδιαφέρεται για την πορεία των φορολογικών εσόδων καθώς τις όποιες απώλειες θα τις αντισταθμίσει με αύξηση των φορολογικών συντελεστών.
Τι γίνεται όμως με το χαρτοφυλάκιο ακινήτων των τραπεζών και τα ενυπόθηκα δάνεια; Θα κληθούν ή όχι οι τράπεζες να παραδεχτούν ότι οι εξασφαλίσεις που έχουν στα χέρια τους είναι μικρότερης αξίας; Επίσης τα ακίνητα που θα αλλάξουν στο προσεχές μέλλον χέρια μέσω πλειστηριασμού (άρα σε ακόμη πιο εξευτελιστικές τιμές) θα επηρεάζουν και τη συνολική εικόνα της αγοράς; Η κυβέρνηση έχει τέσσερις μήνες στη διάθεσή της για να λύσει τον γόρδιο δεσμό. thetoc.gr