Κυριακή
15
Δεκέμβριος
TOP

Ανεβαίνει ο επενδυτικός πυρετός σε 5 κλάδους

Μεγάλα επενδυτικά σχέδια δρομολογούνται σε παραγωγικούς τομείς και κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας, γεγονός που θα ανατροφοδοτήσει την ανάκαμψη που αναμένεται για το 2021 και μετά, δηλαδή με το τέλος της κρίσης από την πανδημία. Ο ανοδικός αυτός κύκλος τροφοδοτείται από τα πακέτα στήριξης του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων συνολικού ύψους 72 δισ. ευρώ, όσο δηλαδή απαιτείται να αυξηθεί το απόθεμα επενδύσεων για να επιστρέψει η Ελλάδα στα προ Μνημονίων επίπεδα. Επίσης, μόνο από την απορρόφηση και επένδυση των κεφαλαίων αυτών αναμένεται μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης 3,5% και αντίστοιχες νέες θέσεις εργασίας για τα επόμενα 10 χρόνια, σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος.

Ο τουρισμός ήταν ένας από τους κλάδους που δέχτηκαν το μεγαλύτερο πλήγμα. Ωστόσο, η κινητικότητα και το ενδιαφέρων μεγάλων παικτών δεν έχει αποθαρρυνθεί, ενώ η ψηφιοποίηση του κλάδου μπορεί να ενισχύσει την ανάπτυξη κατά 4% και να δημιουργήσει 200.000 νέες θέσεις εργασίας. Επίσης, η πανδημία ανέδειξε ότι ορισμένες τουριστικές υποδομές, όπως τα υπερπολιτελή ξενοδοχεία, εμφάνισαν σημαντική αντοχή.

Στον κλάδο της ενέργειας η αγορά προετοιμάζεται στη μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές, ενώ σε τηλεπικοινωνιακές υποδομές πέμπτης γενιάς, δηλαδή οπτικές ίνες και 5G, επενδύουν οι εταιρείες του χώρου (τηλεπικοινωνίες) και επιχειρήσεις διανομής φυσικού αερίου.

Πακτωλός ενεργειακών επενδύσεων ύψους 13 δισ. ευρώ

Η αγορά της ενέργειας αναμένεται να αποτελέσει πόλο έλξης σημαντικών επενδύσεων τόσο στον τομέα της παραγωγής, και ιδίως στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, όσο και στο κομμάτι των ενεργειακών υποδομών, όπως οι ηλεκτρικές διασυνδέσεις, αλλά και τα συστήματα ψηφιοποίησης και έξυπνων μετρητών. Το συνολικό ύψος των προβλεπόμενων επενδύσεων που αναμένεται να εκκινήσουν το αμέσως επόμενο διάστημα και θα εξελιχθούν με ορίζοντα δεκαετίας ξεπερνά τα 13 δισ. ευρώ.

Πρόκειται για επενδύσεις που είναι αναγκαίες στο πλαίσιο της ενεργειακής μετάβασης και οι οποίες σε μεγάλο βαθμό συνεχίστηκαν ακόμα και την περίοδο της πανδημίας. Ωστόσο, αμέσως μόλις οι συνθήκες της οικονομίας και της αγοράς καταστούν πιο ευνοϊκές, αναμένεται ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην υλοποίηση έργων πράσινης ενέργειας. Σημειώνεται ότι σημαντικός αριθμός ιδιωτικών αλλά και δημόσιων επενδύσεων στον τομέα της ενέργειας έχει προταθεί να ενταχθεί στον πράσινο πυλώνα των χρηματοδοτήσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.

Στις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, σύμφωνα με το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα, προβλέπεται την επόμενη δεκαετία να υλοποιηθούν επενδύσεις συνολικού ύψους 9 δισ. ευρώ ή, αλλιώς, 900 εκατ. ετησίως, τη στιγμή που στο αρμόδιο υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας έχουν κατατεθεί επενδυτικές προτάσεις για δανειοδοτήσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 10 δισ. ευρώ. Πρόκειται κυρίως για έργα χερσαίων αιολικών και φωτοβολταϊκών, ωστόσο σύντομα αναμένεται η κάλυψη των θεσμικών και νομοθετικών κενών που θα επιτρέψει τις επενδύσεις και σε άλλους καινοτόμους τομείς, όπως τα υβριδικά έργα αποθήκευσης ενέργειας, αλλά και τα υπεράκτια αιολικά πάρκα.

Με βάση στοιχεία του Ελληνικού Συνδέσμου Ηλεκτροπαραγωγών ΑΠΕ (ΕΣΗΑΠΕ), αυτήν τη στιγμή στην Ελλάδα υπάρχουν επενδύσεις ώριμες, πλήρως αδειοδοτημένες, ισχύος 2,4 GW, ενώ ακόμα 5,8 GW έχουν περιβαλλοντική αδειοδότηση. Το συνολικό ύψος των επενδύσεων για αυτά τα 8,2 GW έργων ΑΠΕ ανέρχεται σε 8,5 έως 9 δισ. ευρώ. Εάν προστεθούν, μάλιστα, και τα έργα αποθήκευσης-αντλησιοταμίευσης, τότε οι επενδύσεις αυξάνονται κατά 1,5 – 2 δισ. ευρώ. Η μερίδα του λέοντος των επενδύσεων αυτών αναμένεται να υλοποιηθεί από τους βασικούς παίκτες της εγχώριας ενεργειακής αγοράς, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζουν έξι εισηγμένοι όμιλοι: ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή, Ελλάκτωρ, Mytilineos, ΔΕΗ, ΕΛΠΕ και Motor Oil.

Μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης έχει προταθεί να συγχρηματοδοτηθούν επίσης και έργα ενεργειακών υποδομών που υλοποιούνται από τον διαχειριστή του δικτύου μεταφοράς ηλεκτρισμού, ΑΔΜΗΕ, αλλά και από τη θυγατρική της ΔΕΗ, ΔΕΔΔΗΕ. Όσον αφορά τις επενδύσεις του ΑΔΜΗΕ, το αμέσως επόμενο διάστημα αναμένεται να προχωρήσει η μεγάλη διασύνδεση της Κρήτης, ύψους 1 δισ. ευρώ, για την οποία έχουν υπογραφεί οι συμβάσεις και προχωρούν οι διαδικασίες, καθώς και η 4η φάση της διασύνδεσης των Κυκλάδων και η επέκταση του δικτύου στην Πελοπόννησο.

Ακόμα μία εμβληματική μεγάλη επένδυση που αναμένεται να ξεκινήσει και προβλέπεται να ολοκληρωθεί σε χρονικό ορίζοντα 6 ετών είναι η εγκατάσταση από τον ΔΕΔΔΗΕ των 7,5 εκατομμυρίων έξυπνων μετρητών σε πελάτες χαμηλής τάσης σε όλη την επικράτεια, για την οποία έχει κατατεθεί αίτημα για δανειοδότηση ύψους 850 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το project είναι ενταγμένο στο σχέδιο ανάπτυξης δικτύου του ΔΕΔΔΗΕ για την περίοδο 2021- 2025 και περιλαμβάνει την προμήθεια 5.400.000 μονοφασικών και 2.100.000 τριφασικών μετρητών και την ένταξή τους σε κέντρο τηλεμέτρησης, δυναμικότητας 8 εκατ. μετρητικών σημείων.

Ο Τουρισμός κεφαλαιοποιεί το brand name, συνεχίζονται τα μεγάλα επενδυτικά projects

Μπορεί η πανδημία να έχει αφήσει βαθιά σημάδια στην τουριστική αγορά −με τις φετινές απώλειες στα έσοδα να υπολογίζονται στα 15 δισ. ευρώ− και επενδυτικά σχέδια που υλοποιούνται να έχουν μείνει αναγκαστικά πίσω, εντούτοις το θετικό για τον κλάδο είναι πως δεν έχουν ακυρωθεί projects. Το ισχυρό brand name που τα τελευταία χρόνια κατάφερε να χτίσει ο ελληνικός Τουρισμός, σε συνάρτηση με τη συνεχή επέκταση της παρουσίας των μεγάλων tour operators (TUI, FTI), τη δραστηριοποίηση κορυφαίων ξένων ομίλων του χώρου (Four Seasons, Accor) και την είσοδο νέων (Apple Leisure Group, Fattal Group), όχι μόνο συντηρούν, αλλά και ανεβάζουν το επενδυτικό ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο πως σημαντικοί παίκτες του χώρου με παρουσία στην ελληνική ξενοδοχειακή αγορά (HIP, Hines, Brown Hotels) δηλώνουν πως η πανδημία δεν αλλάζει τον προγραμματισμό τους.

Ενδεικτικά, οι Ισραηλινοί της Brown, έχοντας ήδη δύο ξενοδοχεία στην Ομόνοια, προγραμματίζουν επενδύσεις άνω των 100 εκατ. ευρώ για πάνω από 20 μονάδες σε Ελλάδα-Κύπρο μέσα στον επόμενο ενάμιση χρόνο. Στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί η μετατροπή του Σαρόγλειου Μεγάρου στην Ομόνοια στο πρώτο ξενοδοχείο Moxy στην Αθήνα, brand του αμερικανικού ομίλου Μarriott. Την επένδυση τρέχει η Dimand, από κοινού με την Prodea Investments και τη συμμετοχή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης. Αλλά και το μεγάλο project της Boissee Finances στην οδό Πατησίων, 30 εκατ. ευρώ περίπου, στο σημείο όπου στεγαζόταν το θερινό θέατρο Αθήναιον, μετά την τροποποίηση της μελέτης, αναμένεται να προχωρήσει.

Την ίδια ώρα, το τεράστιο project του Ελληνικού εκτιμάται πως θα πυροδοτήσει επενδυτικά κεφάλαια τα επόμενα χρόνια. Η στρατηγική συμφωνία, εξάλλου, της Lamda Development με τον όμιλο ΤΕΜΕΣ για την από κοινού ανάπτυξη δύο σύγχρονων πολυτελών ξενοδοχείων και των αντίστοιχων τουριστικών-οικιστικών συγκροτημάτων, προϋπολογισμού 300 εκατ. ευρώ, δημιουργεί νέα δεδομένα στην ξενοδοχειακή αγορά.

Παρ’ όλα αυτά, οι δημόσιες τουριστικές υποδομές, που θα ανέβαζαν κι άλλο την “αξία” του προορισμού, δεν είναι οι αναμενόμενες. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη από το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων, από το τουριστικό τοπίο λείπουν ακόμη ουσιώδεις επενδύσεις. Για παράδειγμα, στα νέα έργα που προκρίνονται είναι η κατασκευή μητροπολιτικού συνεδριακού κέντρου που θα δώσει την απαραίτητη ώθηση στο κομμάτι των συνεδρίων και των εταιρικών εκδηλώσεων, η αναμόρφωση του παραλιακού μετώπου της Αττικής, ώστε να βελτιωθεί η εικόνα του προορισμού, όπως και η αναβάθμιση τελωνειακών σταθμών στα σύνορα με βαλκανικές χώρες.

Βέβαια, η συνέχιση των επενδύσεων περνά από τη γρήγορη ανάκαμψη των τουριστικών μεγεθών. Πρώτος στόχος είναι η ανάκτηση τουλάχιστον του 50% της περσινής τουριστικής κίνησης. Σε επίπεδο εσόδων, ο πήχης μπαίνει περίπου στα 10 δισεκατομμύρια ευρώ, υπό την προϋπόθεση, εντούτοις, πως δεν θα υπάρξει ανατροπή όσον αφορά την πανδημία ή από κάποιον άλλο εξωγενή παράγοντα. Θα χρειαστούν, όπως εκτιμάται, δύο με τρία χρόνια προκειμένου ο τουρισμός να επανακτήσει τη δυναμική που είχε στα τέλη του 2019, οπότε και έκλεισε με νέο διπλό ρεκόρ τόσο στα έσοδα (18,2 δισ. ταξιδιωτικές εισπράξεις) όσο και στις αφίξεις.

Στις υποδομές που θα οδηγήσουν στα δίκτυα νέας γενιάς, τόσο στη σταθερή (οπτικές ίνες) όσο και στην κινητή (5G) τηλεφωνία, αναμένεται να κατευθυνθεί το μεγαλύτερο κομμάτι των επενδύσεων των τηλεπικοινωνιακών παρόχων, αλλά και όχι μόνο.

Οι στόχοι που έχουν τεθεί από την Ε.Ε. με ορίζοντα το 2025, αλλά και οι ανάγκες ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και των επιχειρήσεων που αυξάνονται συνεχώς, οδηγούν τη χώρα στη λεγόμενη “Κοινωνία του Gigabit”, όπου κάθε νοικοκυριό και επιχείρηση θα έχει πρόσβαση σε συνδεσιμότητα στο Διαδίκτυο με ελάχιστη ταχύτητα τα 100 Mbps και με δυνατότητα αναβάθμισης σε 1 Gbps. Για να γίνει αυτό πραγματικότητα, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις: Μόνο ο ΟΤΕ σχεδιάζει να υλοποιήσει επενδύσεις άνω των 2 δισ. ευρώ μέσα στην επόμενη τετραετία, ενώ επενδύσεις της τάξεως των 500 εκατ. ευρώ μέχρι το 2025 σχεδιάζουν τόσο η Vodafone όσο και η Wind.

Με τη δημοπρασία του φάσματος συχνοτήτων που θα αξιοποιηθούν για το 5G από την ΕΕΤΤ, που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Τετάρτη, οι τρεις τηλεπικοινωνιακοί πάροχοι που κατοχύρωσαν δικαιώματα καλούνται να ξεκινήσουν άμεσα τις επενδύσεις. Και αυτό γιατί έχουν δεσμευτεί να προσφέρουν κάλυψη 5G στο 60% του πληθυσμού της χώρας μέχρι το τέλος του 2023 και στο 94% του πληθυσμού σε βάθος εξαετίας. Σύμφωνα με μελέτη που εκπονήθηκε από την ΕΥ για λογαριασμό της ελληνικής κυβέρνησης, οι επενδύσεις σε υποδομές δικτύων μόνο για το 5G αναμένεται να φτάσουν τα 1,2 με 1,5 δισ. ευρώ μέχρι το 2030.

Mega-ΣΔΙΤ για τις οπτικές ίνες

Παράλληλα, επεκτείνονται και οι συνδέσεις οπτικών ινών, τόσο σε κεντρικά δίκτυα, που είναι απαραίτητα και για το 5G, όσο και προς τις κατοικίες και τα κτίρια (Fiber To The Home – FTTH). Ενδεικτικό είναι ότι το μεγαλύτερο έργο Σύμπραξης Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) που “τρέχει” στη χώρα μας, με προϋπολογισμό 870 εκατ. ευρώ, είναι το Ultra Fast Broadband (UFBB), που θα καλύψει με οπτικές ίνες περισσότερες από 3.500 περιοχές της χώρας, δημιουργώντας πάνω από 810.000 συνδέσεις ταχύτητας τουλάχιστον 100 Μbps. Τμήματα του έργου διεκδικούν εννέα εταιρείες, και συγκεκριμένα οι ΟΤΕ, Vodafone, Wind, ΔΕΗ, Grid Telecom (θυγατρική του ΑΔΜΗΕ), Άβαξ, κ/ξ Μυτιληναίος – ΜΕΤΚΑ EGNLTD, ΤΕΡΝΑ Ενεργειακή και Intrakat.

Εκτός από τα δίκτυα, αυξημένες αναμένονται και οι επενδύσεις στα Data Centers, όπως φαίνεται και από την πρόθεση της Microsoft για τη δημιουργία Data Center Region στη χώρα μας, αλλά και από την εξαγορά της Lamda Hellix από την αμερικανική Digital Realty. Και αυτό διότι η πανδημική κρίση επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό της χώρας και κατέστησε επιβεβλημένη την αύξηση της υπολογιστικής ισχύος, οδηγώντας στην εκτόξευση της ζήτησης για ψηφιακό νέφος (cloud), ενώ με την αύξηση της ροής δεδομένων από Μ. Ανατολή και Αφρική η χώρα μας μπορεί να καταστεί “hub” μεταφοράς και αποθήκευσης δεδομένων πληροφοριών.

Νέοι “παίκτες” στα δίκτυα 

Στο “παιχνίδι” των τηλεπικοινωνιακών υποδομών μπαίνουν και οι διαχειριστές των δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Ο ΑΔΜΗΕ σχεδιάζει να δραστηριοποιηθεί ενεργά στη χονδρεμπορική αγορά τηλεπικοινωνιών −στα πρότυπα των μεγάλων Ευρωπαίων Διαχειριστών Μεταφοράς Ενέργειας−, εκμεταλλευόμενος, μεταξύ άλλων, και την ανάπτυξη της αγοράς μεταφοράς δεδομένων που αναμένεται στη χώρα μας. Παράλληλα, η ΔΕΗ θέλει να αξιοποιήσει το δίκτυο του ΔΕΔΔΗΕ για να διασυνδέσει με οπτικές ίνες τα σπίτια και τα κτίρια που ηλεκτροδοτεί.

Τα ακίνητα με ανοσία στην COVID-19 και οι ευκαιρίες μετά την πανδημία

Ισχυρή ζήτηση για ακίνητα αναμένεται να καταγραφεί αφότου η πανδημία τεθεί υπό έλεγχο, όπως εξηγούν παράγοντες της αγοράς. Πέραν, όμως, αυτής της διαπίστωσης, υπάρχουν κατηγορίες της αγοράς ακινήτων που έχουν ευνοηθεί ήδη από την πανδημική κρίση. Ο λόγος για τους χώρους αποθήκευσης και διανομής (logistics), τα data centers, αλλά και τα υπερπολυτελή ξενοδοχεία υψηλών προδιαγραφών που διασφαλίζουν ιδιωτικότητα και ιδίως συνθήκες υγειονομικής προστασίας. Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι το θέρετρο Amanzoe στο Πόρτο Χέλι εμφάνισε φέτος επιδόσεις-ρεκόρ, με πληρότητα που διαμορφώθηκε στο 100%, καθώς, λόγω της τοποθεσίας του ακινήτου και των χαρακτηριστικών του, διασφαλίζεται η κοινωνική αποστασιοποίηση. Πώς, όμως, αναμένεται να διαμορφωθούν οι επιδόσεις της αγοράς ακινήτων το προσεχές διάστημα, θεωρώντας ως δεδομένο ότι η COVID-19 θα τεθεί υπό έλεγχο;

Η ζήτηση για αποθηκευτικούς χώρους αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, καθώς το ηλεκτρονικό εμπόριο ήρθε για να μείνει. Υπολογίζεται ότι το 2020 πρόκειται να παραδοθούν 100.000 τ.μ. νέων χώρων logistics, δεδομένου ότι οι ανάγκες για αποθήκευση σε χώρους κοντά στα μεγάλα αστικά κέντρα έχουν εκτοξευθεί. Στον κλάδο των logistics, σύμφωνα με όσα αναφέρει ο Χρήστος Κάκκαβας, Head of Corporate Solutions & Capital Markets της Αθηναϊκής Οικονομικής, αρχές του 2021 αναμένεται να λάβουν χώρα τρεις έως τέσσερις σημαντικές συναλλαγές που ξεκίνησαν φέτος, αλλά καθυστέρησαν να ολοκληρωθούν.

Ακόμα μία κατηγορία ακινήτων με σημαντικές προοπτικές είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, τα ξενοδοχεία, ως επί το πλείστον όσα διαθέτουν υψηλές προδιαγραφές ή βρίσκονται σε καλή τοποθεσία. Όπως εκτίμησε πρόσφατα ο διευθύνων σύμβουλος της Prodea Investments, Άρις Καρυτινός, η συγκεκριμένη κατηγορία ακινήτων βρίσκεται αντιμέτωπη με μία ή δύο δύσκολες χρονιές, τις οποίες όμως θα διαδεχτεί ανάκαμψη τύπου V, όπου η ζήτηση για υπηρεσίες φιλοξενίας και αναψυχής προβλέπεται να εκτοξευθεί. Με το σκεπτικό αυτό, ο ισραηλινός όμιλος Brown Hotel προγραμματίζει επενδύσεις 100 εκατ. ευρώ για τη δημιουργία 20 καινούργιων ξενοδοχείων σε ορίζοντα 18 μηνών. Ένα από αυτά περιλαμβάνει το 82 Evripidou Ηotel, που αναμένεται να ανοίξει τις πύλες του τη θερινή περίοδο του 2021, αντικαθιστώντας τα δύο εφαπτόμενα πενταώροφα κτίρια που ενώνονται μεταξύ τους μέσω της στοάς Μανουσάκη και βρίσκονται σε οικόπεδο 470 τ.μ. στην οδό Ευριπίδου.

Ένας λιγότερο παραδοσιακός τομέας ακινήτων, που λόγω της πανδημίας έχει προσελκύσει σειρά επενδύσεων από εταιρείες όπως η Microsoft και η Lamda Hellix, είναι τα data centers. Κι αυτό δεδομένου ότι υφίσταται σημαντικό περιθώριο ανάπτυξης, εάν ληφθεί υπόψη ότι η Ελλάδα βαθμολογείται χαμηλά, σύμφωνα με τον δείκτη της συμβουλευτικής εταιρείας Savills για το ποια ευρωπαϊκή χώρα, μεταξύ 21, είναι η πιο ελκυστική για τη δημιουργία κέντρου δεδομένων. Στην πρώτη πεντάδα ανήκουν η Ισλανδία, παρότι βρίσκεται μακριά από το κέντρο της Ευρώπης, η Σουηδία, η Νορβηγία, η Δανία και η Ολλανδία, καθώς τα δίκτυα τηλεπικοινωνιών που διαθέτουν είναι ιδιαίτερα υψηλών προδιαγραφών. Επίσης, η Ολλανδία μαζί με τη Γερμανία, τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία αντιπροσωπεύουν το 74% των επενδύσεων σε data centers από το 2014 έως το 2020, με τις τέσσερις χώρες να διακρίνονται για τον μεγάλο βαθμό διείσδυσης του υπολογιστικού νέφους.

Οι προοπτικές για το λιανεμπόριο

Το λιανικό εμπόριο, τόσο με θετικό όσο και με αρνητικό τρόπο, είναι ένας από τους τομείς που έχουν επηρεαστεί περισσότερο από την πανδημία. Τα σούπερ-μάρκετ, τα φαρμακεία, που πωλούν μεταξύ άλλων και προϊόντα προσωπικής φροντίδας, η μικρή λιανική, όπως είναι τα περίπτερα, αλλά και το ηλεκτρονικό εμπόριο είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι της κρίσης. Όμως αυτή είναι η μία όψη του νομίσματος. Γιατί στη μεγάλη εικόνα το λιανεμπόριο είναι από τους μεγάλους χαμένους της κρίσης που έχει προκαλέσει στην οικονομία η πανδημία. Μόνο από την απώλεια του πασχαλινού και του χριστουγεννιάτικου τζίρου κάποιες αλυσίδες, όπως π.χ. η Jumbo, θα χάσουν το 45% των ετήσιων πωλήσεών τους. Και αν η Jumbo έχει “λίπος” για να κάψει, αυτό δεν ισχύει για πλήθος άλλων μικρών, μεσαίων, ακόμα και μεγάλων λιανεμπορικών αλυσίδων που δραστηριοποιούνται κυρίως στα διαρκή καταναλωτικά αγαθά. Ορισμένες αλυσίδες ενδέχεται να αναγκαστούν να ζητήσουν προστασία από τους πιστωτές τους, πολύ περισσότερες θα διαπιστώσουν ότι δεν μπορούν πλέον να στηρίξουν τα καταστήματά τους και όλες ανεξαιρέτως θα πρέπει να επανασχεδιάσουν το μοντέλο τους για να επιβιώσουν στη νέα τάξη πραγμάτων.

Αυτό από μόνο του το στοιχείο, σε συνδυασμό με την αργή επιστροφή της κατανάλωσης στα προ COVID επίπεδα −κάποιοι εκτιμούν ότι αυτό θα γίνει το 2023−, στρώνει το έδαφος για deals και επενδύσεις που θα αλλάξουν το τοπίο στο επιχειρείν.

Οι αποτιμήσεις κάποιων αναμένεται να υποχωρήσουν σημαντικά και να γίνουν πιο θελκτικές από επενδυτικά κεφάλαια και κάποιων άλλων, που διαθέτουν υψηλά μερίδια, οικονομική ευρωστία και “υπόσχονται” υψηλές αποδόσεις, να αυξηθούν. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να αποκλείεται η συνένωση δυνάμεων μεταξύ παικτών της αγοράς και η μετατόπιση του κέντρου βάρους και των επενδύσεων στην ενίσχυση του ηλεκτρονικού εμπορίου, της εξαγωγικής τους βάσης, των αποθηκευτικών τους χώρων και των logistics. Ήδη πριν από ημέρες έγινε γνωστό ότι η BriQ Properties, συμφερόντων του ομίλου Quest, προχώρησε στην απόκτηση του 80% της εταιρείας Sarmed Warehouses έναντι 23,7 εκατ. ευρώ.

Από τους Βίκυ Κουρλιμπίνη, Αλεξάνδρα Γκίτση, Χάρη Φλουδόπουλο, Κώστα Κετσιετζή
capital.gr