Κάποτε μιλούσα με έναν άγνωστο τύπο που βρήκα σε παρέα, ο οποίος τα ‘χε βάλει με τον αείμνηστο Καπετάν Βασίλη Κωνσταντακόπουλο, που τότε –μετά από κόπους και βάσανα- ολοκλήρωνε την επένδυση του Costa Navarino στην Πύλο. Φώναζε λοιπόν πως ο καπετάνιος φτιάχνει μια φρικτή τσιμεντούπολη μέσα σε μια πανέμορφη περιοχή, πως καταστρέφει την παραδοσιακή αγροτική παραγωγή, πως οι παραλίες θα γίνουν πανάκριβες και απροσπέλαστες για τους ντόπιους και άλλα συναφή.
Του Δημήτρη Καμπουράκη
Είχε τέτοιο μένος που σκέφτηκα ότι –ως ντόπιος όπως δήλωνε- ίσως να ήξερε κάτι παραπάνω από μας που βλέπαμε τα πράγματα από μακριά και εξιδανικεύαμε μια επένδυση τέτοιου εύρους δίχως να γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Τον ρώτησα λοιπόν σε ποιο χωριό μένει, υποθέτοντας ότι το πελώριο ξενοδοχείο και γκολφ πιθανότατα έμπαινε μέσα στα δικά του χωράφια. Ξέρετε τι μου απάντησε; «Α όχι, εγώ στην Αθήνα μένω, στους Αγίους Αναργύρους. Ταξιτζής είμαι. Απλώς θέλω, τον Δεκαπενταύγουστο που κατεβαίνω στο χωριό του πατέρα μου να το βρίσκω όπως το ‘ξερα, όχι όπως θέλει ο Κωνσταντακόπουλος για να οικονομάει».
Ακραίο το παράδειγμα; Δεν νομίζω. Συνηθέστατο και ιδιαιτέρως δημοφιλές σε ικανή μερίδα συμπατριωτών. Ξέρω κάμποσους που διαφωνούν με την επένδυση στο Ελληνικό, ενώ έχουν να περάσουν από την περιοχή από τότε που πέταξαν τελευταία φορά με αεροπλάνο απ’ το παλιό αεροδρόμιο. Δεν έχουν δει τον σημερινό σκουπιδότοπο, ούτε την καταστροφή του πράσινου που ήδη έχει συντελεστεί λ’όγω της εγκατάλειψης. Ξέρω άλλους που διαμαρτύρονται ότι στο Ελληνικό θα τσιμεντοποιηθούν αρχαιότητες, ενώ οι ίδιοι δεν έχουν κάνει ούτε μια φορά στην ζωή τους τον κόπο ν’ ανεβούν στην Ακρόπολη.
Ξέρω πολλούς που απαιτούν το Ελληνικό να γίνει μητροπολιτικό πάρκο και πνεύμονας πρασίνου, ενώ αν τους πεις μια Κυριακή πρωί να πάνε ως το Πεδίον του Άρεως για να το χαρούν, θα σε βγάλουν τρελό. Η καφετέρια στην κοντινή τους πλατεία είναι καλύτερη και ευκολότερη. Ξέρω κάμποσους που επειδή έτυχε να έχουν δουλειά σήμερα στο δημόσιο ή σε ιδιώτη, επειδή έτυχε να μην έχουν παιδιά στο εξωτερικό ή σε ηλικία που ψάχνουν για δουλειά, ξεφυσούν με δυσφορία όταν κάποιος τους μιλήσει για τις καινούριες θέσεις εργασίας που θα δημιουργηθούν εκεί. Άλλα είναι τα σημαντικά κατά την γνώμη τους.
Τέλος πάντων, όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες αλλά κυρίως η ελληνική, έχουν στο εσωτερικό τους το κομμάτι που θέλει να φύγει προς τα εμπρός και το κομμάτι που θέλει να μείνει στο σημείο που βρίσκεται. Το κομμάτι που ανοίγει πανιά προς τους ανοικτούς ορίζοντες και το κομμάτι που ρίχνει δέκα άγκυρες για να καθηλωθεί εκεί που είναι. Το κομμάτι που σιχαίνεται την σημερινή μιζέρια και ονειρεύεται τους καινούριους τόπους, αλλά και το κομμάτι που εξιδανικεύει την σημερινή του μετριότητα διότι τρέμει αυτά που κρύβει το μακρινό άγνωστο.
Τους κατανοώ και τους δυο. Αλλά συντάσσομαι με τα ανοικτά πανιά. Ξέρω πως όλα γύρω μου σήμερα δεν είναι κατακριτέα, ξέρω επίσης πως οι καινούριοι τόποι θα έχουν κι αυτοί προβλήματα. Όμως οι κοινωνίες και οι οικονομίες που δεν φεύγουν προς τα εμπρός, μαραζώνουν, ξεραίνονται. Κι αυτές που μένουν στάσιμες, δεν εξασφαλίζουν την ηρεμία και την ασφάλεια των πολιτών αλλά μακροπρόθεσμα υποσκάπτουν και περιορίζουν το μέλλον τους. Το Ελληνικό, μέσα σε όλη την πολυπλοκότητα του, συμβολίζει τα ανοικτά πανιά για την ελληνική κοινωνία. Ο Σύριζα και το το παλιό ΚΑΣ, ήταν με τις άγκυρες…