Η Βικτωρία – Μαργαρίτα ή Βίκυ Καρέλια, πρόεδρος της Kαπνοβιομηχανίας Kαρέλια, ιδρυτικό μέλος και επίτιμη πρόεδρος σήμερα του Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας, είναι η συλλέκτρια και η ψυχή ενός μουσείου-κόσμημα στην Καλαμάτα, το οποίο φιλοξενεί την Συλλογή Ελληνικών Ενδυμασιών «Βικτωρία Γ. Καρέλια», με πάνω από 80 πλήρεις φορεσιές, ενδυματολογικά κομμάτια και κοσμήματα, από τα μέσα του 19ου αιώνα ως το 1930. Δυναμική, ευαίσθητη, με πάθος, υπέρμαχος της διατήρησης και διάδοσης της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και κληρονομιάς, μας μιλά για το έργο της και το μοναδικό για τα ελληνικά δεδομένα μουσείο.
Η προσφορά σας στην διάδοση της ελληνικής λαϊκής παράδοσης και πολιτισμού, μεγάλη και βραβευμένη. Η αναγνώριση του έργου αποτελεί κίνητρο και εφαλτήριο δημιουργίας; Ή είναι μια καλοδεχούμενη ικανοποίηση, επιπρόσθετη της χαράς που προσφέρει το έργο αυτό καθαυτό;
Κοιτάξτε, θα έλεγα ότι η αναγνώριση θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αποτελεί επιστέγασμα του έργου του ανθρώπου και όχι κίνητρο και εφαλτήριο δημιουργίας. Όταν τα κίνητρα δεν έχουν σχέση με τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά είναι εξωτερικά και επίκτητα, τότε υπάρχει ο κίνδυνος της σπατάλης του εαυτού, αλλά και της απογοήτευσης. Ο καθένας θα πρέπει στο μέτρο των δυνατοτήτων του να καταπιάνεται μ’εκείνα που τον συγκινούν και στα οποία μπορεί να αποδώσει χάρη στο ειλικρινές του ενδιαφέρον. Μόνο έτσι το έργο καθενός δικαιώνεται στα μάτια του, ανεξάρτητα από την αντιμετώπιση της οποίας θα τύχει. Όταν βέβαια φτάνει κανείς στην ολοκλήρωση των προσωπικών του στόχων, έχοντας ταυτόχρονα επηρεάσει θετικά και τους άλλους γύρω του, τότε πρόκειται για τον πιο ευτυχή συνδυασμό.
Η δημιουργία ταυτίζεται με το όραμα κάθε επιτυχημένης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Ποια στοιχεία του χαρακτήρα συμβάλλουν και είναι καθοριστικά;
Πιστεύω ότι το όραμα της δημιουργίας είναι σε κάθε περίπτωση κινητήρια δύναμη του ανθρώπου. Είτε πρόκειται για τον τομέα των επιχειρήσεων, είτε για οποιονδήποτε άλλο τομέα. Η δημιουργικότητα, το πνεύμα της καινοτομίας, η ικανότητα να σκέπτεται κανείς “έξω απ’το κουτί” που λένε, είναι καθοριστικά συστατικά στοιχεία του χαρακτήρα, τα οποία διαθέτουν άλλοι σε μεγαλύτερο και άλλοι σε μικρότερο βαθμό. Το σημαντικό ωστόσο είναι ότι πρόκειται για χαρακτηριστικά τα οποία μπορούν και οφείλουν να καλλιεργούνται στα παιδιά και στους νέους. Κανένα επάγγελμα και καμία απασχόληση ακόμα και όταν μιλάμε για τον κόσμο των επιχειρήσεων, δεν προσφέρει ικανοποίηση όταν δεν περιλαμβάνει, ένα ελάχιστο έστω ποσοστό δημιουργικής εργασίας. Για την οικογένεια μου, η επιχειρηματικότητα υπήρξε πάντοτε συνδεδεμένη με την δημιουργικότητα και για τον λόγο αυτό η εταιρεία μας έχει υπάρξει επανειλημμένα πρωτοπόρα. Αν δεν έχεις μεράκι για ένα πράγμα, ποτέ σου μην ασχοληθείς με αυτό. Μεράκι και πάθος.
Ποιος ο ρόλος της τύχης γενικότερα στην πορεία μας στην ζωή. Την δημιουργούμε καθολικά ή συν Αθηνά και χείρα κίνει; Ποια η δική σας εμπειρία; Θεωρείτε τον εαυτό σας τυχερό;
Τώρα το αν θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό… Θα προτιμούσα να το πουν άλλοι όταν δεν θα υπάρχω. Είναι παρακινδυνευμένο από τώρα να πω. Φαίνεται όμως ότι είμαι λίγο τυχερή. Θα ήταν κοντόφθαλμο και άδικο να πούμε ότι η τύχη δεν παίζει κανένα ρόλο στην πορεία του καθενός. Βλέπουμε αυτή την στιγμή μια γενιά παιδιών να στερείται την δια ζώσης εκπαίδευση, η οποία δεν αντικαθίσταται με τίποτα. Εξαιτίας ενός τυχαίου γεγονότος, για το οποίο δεν φέρουν καμία ευθύνη. Έχοντας όμως πει το παραπάνω, εξυπακούεται ότι ο άνθρωπος έχει μεγάλο μέρος της τύχης του, στα χέρια του. Προσωπικά δεν επαναπαύτηκα στα κεκτημένα, αλλά επέλεξα να εργαστώ σε όλη μου την ζωή εθελοντικά. Προσπάθησα να βρω τον εαυτό μου, να αντλήσω δύναμη από τα πραγματικά μου ενδιαφέροντα και να δημιουργήσω, σε όλους τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκα. Το αποτέλεσμα με δικαιώνει, κάθε φορά που συζητώ με τους ανθρώπους μου, είτε πρόκειται για εργαζομένους της επιχείρησης, είτε για επισκέπτες του εκθεσιακού χώρου, είτε για την οικογένεια μου που είναι ο πιο σημαντικός και αυστηρός θα έλεγα κριτής. Τώρα αν υπήρξα τυχερή, ναι σίγουρα υπήρξα, καθώς σε όλη την πορεία μου, είχα δίπλα μου αξιόλογους ανθρώπους, που με στήριξαν με πολλούς τρόπους, ηθικά, ψυχολογικά και οικονομικά.
Αυτό που κάνει την διαφορά σε ανθρώπινη αξία, είναι τι επιστρέφεις με το έργο σου στην κοινωνία. Η οικογενειακή επιχείρηση και εσείς η ίδια προσωπικά είστε κοινωνοί αυτής της αρχής. Τι προσφέρει σ’εσάς την ίδια σε επίπεδο εξέλιξης και θα μπορούσε πιστεύετε να υιοθετηθεί ως στάση από τον οποιοδήποτε σε αναλογία έργου και προσφοράς, ώστε να πάμε μπροστά ως έθνος;
Πιστεύω ότι η προσφορά είναι στο DNA των Ελλήνων. Πέρα από το γεγονός ότι η χώρα μας γέννησε μεγάλους ευεργέτες και σε δύσκολους καιρούς, ο Έλληνας, τα παλαιότερα τουλάχιστον χρόνια ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση, μοιραζόταν ότι είχε με τους ασθενέστερους της κοινότητάς του. Έτσι θεωρώ την κοινωνική προσφορά, όχι κάτι το επιβεβλημένο στα πλαίσια της εταιρικής υπευθυνότητας ή του πολιτικώς ορθού, αλλά κάτι το ανθρώπινο και το φυσικό για την δοτική ελληνική ιδιοσυγκρασία. Ο Έλληνας θέλει να δίνει. Προσωπικά, εκτός του ότι μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση και ανακούφιση η χαρά του ότι μπορώ να προσφέρω, δεν παύω να παίρνω μαθήματα ζωής από την ευγνωμοσύνη και την αναγνώριση των ανθρώπων. Σε εθνικό επίπεδο δε νομίζω ότι πάσχουμε σε διάθεση κοινωνικής προσφοράς. Περισσότερο θα έλεγα ότι θα έπρεπε να επικεντρωθούμε στην βελτίωση των σχέσεων μας με το κράτος και στην ανάπτυξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ κράτους και πολιτών.
Αξιομνημόνευτο έργο και παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές το μουσείο. Πως ξεκίνησε η αγάπη για την λαϊκή παράδοση και τις λαϊκές φορεσιές και πως εξελίχθηκε σε συλλογή;
Όντας σε νεαρή ηλικία, έπεσε στα χέρια μου ένα χρυσοκέντητο κοντογούνι, οικογενειακό μας κειμήλιο. Η εντύπωση που μου προκάλεσε χαράχτηκε βαθιά μέσα μου και αποτέλεσε την αρχή του ενδιαφέροντός μου για την ελληνική φορεσιά. Αργότερα ως ιδρυτικό μέλος για 53 χρόνια, και ως μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Λυκείου και επί 33 χρόνια πρόεδρος, ασχολήθηκα πιο συστηματικά με το αντικείμενο. Με εντυπωσίαζε το κόψιμο και η εφαρμογή αυτών των ρούχων επάνω στον γυναικείο κορμό και το πως στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι άνθρωποι μπορούσαν να συνδυάζουν τα σχέδια και τα χρώματα με αυτό τον μοναδικό τρόπο. Άρχισα να διαβάζω σχετικά βιβλία, να επισκέπτομαι μουσεία, και παράλληλα να συζητώ με τους ειδικούς.
Γνώρισα τότε την αείμνηστη την Πόπη Ζώρα, του λαογραφικού μουσείου, τον Γιάννη Τσαρούχη ο οποίος είχε ασχοληθεί πολύ με την ενδυματολογία και με την φορεσιά και κυρίως την κυρία Ιωάννα Παπαντωνίου, η οποία έγινε ο μέντοράς μου. Χωρίς να το καταλάβω, μπήκε μέσα μου το μικρόβιο του συλλέκτη. Στην αρχή έψαχνα να βρω φορεσιές για το Λύκειο Ελληνίδων και έμαθα ότι οι παλιές φορεσιές δεν φοριούνται, μόνο αντίγραφα αυτών. Για την χρήση στο Λύκειο λοιπόν αγόραζα τις φορεσιές από γνωστούς αντικέρ, στους οποίους είχα εμπιστοσύνη. Σιγά σιγά έγινε γνωστή η συλλεκτική μου δραστηριότητα και αρκετοί μου έστελναν από τις περιοχές τους φορεσιές, για να τις δω προκειμένου να τις αγοράσω. Γνώριζα επίσης πάρα πολλούς ανθρώπους, που ήξεραν από αυτά, γιατί τότε ήμουν ακόμα αδαής εγώ. Είχα εμπιστοσύνη όμως σε αυτούς τους προμηθευτές. Δεν πήγαινα από χωριό σε χωριό και από τόπο σε τόπο, διότι καταρχήν δεν επαρκούσα, αλλά γιατί όπως έχω δηλώσει πολλές φορές στο παρελθόν, δεν είμαι ούτε λαογράφος ούτε ενδυματολόγος.
Ακόμα και σήμερα αυτό που με συγκινεί και κινητοποιεί το ενδιαφέρον μου, είναι η αισθητική της φορεσιάς, ο συνδυασμός των χρωμάτων και των υλικών, το κόψιμο του υφάσματος, η εφαρμογή… Πάντα με αφήνει κατάπληκτη.
Οφείλω να πω ότι έχω εντυπωσιαστεί βαθύτατα με το μουσείο, ως χώρος που παντρεύει άριστα το σύγχρονο με το θεατρικό και το αντικείμενο της συλλογής. Υποβλητικά μαγικό το αποτέλεσμα στο οποίο συμβάλλει και η σύγχρονη τεχνολογία που χρησιμοποιείται στην ανάδειξη των εκθεμάτων. Ποιος ο στόχος και πως τα καταφέρατε;
Καταρχήν να πούμε ότι η συλλογή αυτή έχει παραχωρηθεί στο Λύκειο Ελληνίδων Καλαμάτας. Από την αρχή αντιμετωπίσαμε το δίλημμα αν ο σχεδιασμός του χώρου θα έπρεπε να εξυπηρετεί μια παρουσίαση ως επί τω πλείστον προς την ερμηνευτική και γνωστική ανάλυση των εκθεμάτων ή μια παρουσίαση προσανατολισμένη προς την αισθητηριακή εμπειρία. Προσωπικά επέλεξα το δεύτερο. Την δημιουργία δηλαδή ενός χώρου με έντονη συγκινησιακή επίδραση, ικανού να παρασύρει τον επισκέπτη σε μια βιωματική θεώρηση των εκθεμάτων. Να τον τραβήξει, γιατί πολλές φορές ξέρετε, έρχονται και απλώς αντιμετωπίζουν την φορεσιά σαν ένα ρούχο παλιό. Εγώ ήθελα κάτι ακόμα, να παρασύρει τον επισκέπτη, ώστε να αντιληφθεί πλήρως την αισθητική του ρούχου αυτού.
Το πετύχατε και με το παραπάνω.
Το τελικό αποτέλεσμα οφείλεται καταρχήν στην εμπνευσμένη παρέμβαση του αρχιτέκτονα κυρίου Αθανασίου Κυρατσού, τον οποίον γνώριζα και ήξερα τις ικανότητες του και ο οποίος κατάφερε να πετύχει μια ουσιώδη διεύρυνση στην σχέση ανάμεσα στον χώρο και στο έκθεμα, που πλέον λειτουργεί διαδραστικά και όχι μόνο ως αναγκαίος πρακτικός συνδυασμός. Λειτουργεί ως αυτόνομη αισθητική και μυθοπλαστική πρόταση.
Οφείλεται επίσης στην θεατρικότητα των φωτισμών της κυρίας Ελευθερίας Ντεκώ, αλλά και στην υποβλητική ηχητική εγκατάσταση του συνθέτη Δημητρίου Μπάκα. H χρήση της τεχνολογίας αφής και της ψηφιακής εικόνας, χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξη ενός διακριτικού τρόπου σήμανσης των προθηκών των εκθεμάτων, της προβολής των αόρατων λεπτομερειών των φορεσιών και γενικά της ενίσχυσης της εντύπωσης έναντι της πληροφορίας, η οποία δυναστεύει τον σύγχρονο άνθρωπο σε όλες του τις δραστηριότητες άρα και ως μουσειακού επισκέπτη.
Ξεναγήστε μας στην συλλογή. Πως εκτίθεται στο μουσείο;
Η έκθεση έχει ως στόχο την ανάδειξη της πολυμορφίας των Ελληνικών τοπικών ενδυμασιών, από τα μέσα του 18ου αιώνα έως το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Την σχέση με τον άνθρωπο και τους τρόπους ζωής του. Τις αντιλήψεις του, τα αισθητικά του πρότυπα αλλά βεβαίως και τις τεχνικές παραγωγής. Γι’αυτόν ακριβώς τον λόγο, στην παρουσίαση των ενδυμασιών, ακολουθήθηκε και η τυπολογική διάκριση της λαογράφου Αγγελικής Χατζημιχάλη, η οποία συνδέει με εξαιρετικό τρόπο τις ενδυμασίες και τις κατά τόπους παραλλαγές, με την ταυτότητα των κοινωνικών ομάδων που τις κατασκεύασαν και τις φόρεσαν. Η παραπάνω διάκριση βασίζεται στο κύριο ενδυματολογικό κομμάτι που χαρακτηρίζει τις φορεσιές της στεριανής και της νησιωτικής Ελλάδος και περιλαμβάνει τρεις βασικούς τύπους φορεσιών. Τις φορεσιές με το Σιγκούνι, τις φορεσιές με το Καβάδι, και τις φορεσιές με το φουστάνι. Οι τρεις αυτοί τύποι φορεσιάς παρουσιάζονται στους τρεις ορόφους της έκθεσης αντίστοιχα, ξεκινώντας από το ισόγειο και προχωρώντας προς τα επάνω. Τους τρεις ορόφους συνδέει μια κοινή τριώροφη προθήκη με κινούμενα εκθέματα, που συμβολίζουν την αδιάκοπη επικοινωνία και τις πολιτιστικές ανταλλαγές ανάμεσα στις πληθυσμιακές ομάδες που ανέπτυξαν και φόρεσαν τους παραπάνω τύπους φορεσιών.
Ποιό κομμάτι της συλλογής του μουσείου ξεχωρίζετε και γιατί;
Την εποχή που πρωτοξεκίνησα να συλλέγω ενδυματολογικά κομμάτια, με εντυπωσίαζαν τα χρυσοκέντητα αλλά και τα πολυτελή αστικά ενδύματα των αρχών του 20ου αιώνα. Όμως με τον χρόνο και με την μελέτη, με κέρδισε η αισθητική του υφαντού και του μάλλινου. Ίσως επειδή με συγκινούσαν οι άνθρωποι που τα έφτιαχναν μόνοι και τα φορούσαν. Δεν είχαν τις δικές μας γνώσεις ή τα δικά μας μέσα, είχαν όμως μια ενστικτώδη αίσθηση της κομψότητας και των χρωματικών συνδυασμών που απηχούσε την πρωτόγονη ομορφιά του εσωτερικού τους κόσμου.
Η έμφυτη αρμονία…
Έτσι ακριβώς. Αρμονία. Θα σας έλεγα λοιπόν ότι ξεχωρίζω πρώτα απ’όλα την προθήκη με τις φορεσιές των νομαδικών και ημινομαδικών πληθυσμών, όπως είναι οι Σαρακατσάνοι και οι Βλάχοι. Λέγοντας όμως αυτά, νιώθω ήδη τύψεις που δεν αναφέρω τις χαρούμενες πολύχρωμες φορεσιές της Θράκης, τις κομψές πολυτελείς φορεσιές των νησιών…
Όπως της Λευκάδας.
Ναι, όπως της Λευκάδας. Και βλέπουμε μετά την Ενετοκρατία πόσο είχαν επηρεαστεί αρκετά μέρη της Ελλάδος από αυτή. Τώρα μάλιστα βρέθηκε μετά από πολύ μεγάλη προσπάθεια, γιατί είναι πολύ σπάνια, και η φορεσιά της Σίφνου.
Πρέπει να αναφέρω όμως και τις μεγαλοπρεπείς φορεσιές της Αττικής ή της Πελοποννήσου. Η κάθε φορεσιά βλέπετε, έχει κάτι που την κάνει μοναδική. Κι είναι εκπληκτικό το πως μια τόσο μικρή χώρα όπως είναι η Ελλάδα, έχει ένα τόσο μεγάλο αριθμό και τέτοια ποικιλομορφία σε ότι αφορά στις φορεσιές.
Σας θεωρούν ευεργέτιδα της πόλης της Καλαμάτας. Φόρος τιμής θα έλεγα από μια πόλη που έχετε αγαπήσει χωρίς να είναι η γενέτειρα σας. Τι σημαίνει για εσάς η ζωή σας στην Μεσσηνία;
Ήρθα στην Καλαμάτα μετά τον γάμο μου. Στην αρχή ήταν δύσκολα, πραγματικά, καθώς είχα χάσει την οικογένεια μου και τους φίλους μου. Είχα ωστόσο την συμπαράσταση του συζύγου μου, που με παρότρυνε να βρω μια δημιουργική απασχόληση διότι εκείνος πράγματι, είχε πολλές τέτοιες. Άλλωστε κι εκείνος Αθηναίος ήταν. Είχα λοιπόν την τύχη να συμπορευτώ με το νεοσύστατο τότε Λύκειο Ελληνίδων και να ξεκινήσω το γοητευτικό ταξίδι μου στον κόσμο της παράδοσης. Και δεν ήταν μόνο αυτό. Μέσα από εκεί πέρασαν και οι ωραίες αλλά και οι κακές στιγμές και ήταν πραγματικά ένα ακόμα στήριγμα για μένα.
Μεγάλη παρηγοριά και η φυσική ομορφιά αυτού του τόπου, που συνδύαζε με τρόπο μοναδικό το βουνό με την θάλασσα. Ακόμα και σήμερα το φυσικό τοπίο της Καλαμάτας δεν παύει να με συγκινεί. Απόδειξη ότι πριν από τρία χρόνια περίπου, πρότεινα τον σχεδιασμό μεταξωτών μαντιλιών για το πωλητήριο του μουσείου, με ζωγραφικά θέματα παρμένα από το Μεσσηνιακό τοπίο. Βότσαλα, μούρα, ιβίσκοι, αυτά που είχα δει και με είχαν εντυπωσιάσει όταν είχα πρωτοέρθει. Και κοσμούν αυτά τα μαντίλια, που αφιερώνονται με σεβασμό στο πολυτραγουδισμένο καλαματιανό μαντήλι.
Ένα ακόμα από τα πράγματα που με μάγεψαν στην Καλαμάτα τότε, ήταν εκείνο το μεθυστικό άρωμα στα περιβόλια, από τις λεμονιές, τις πορτοκαλιές, τις μανταρινιές. Αλλά και οι άνθρωποι στην Καλαμάτα είχαν πάντα ανοιχτό μυαλό. Το είχα παρατηρήσει από την αρχή. Αυτό οφείλετο στο ότι η πόλη στο παρελθόν υπήρξε μεγάλο αστικό κέντρο λόγω της άνθισης του εμπορίου των τοπικών προϊόντων και της δραστηριότητας του λιμανιού. Το εξαγωγικό εμπόριο τότε, έφερνε πολύ κόσμο και έτσι οι ντόπιοι εδώ είχαν εξελιχθεί. Σε αυτό το περιβάλλον δεν θα πρέπει να παραλείψουμε να προσθέσουμε την σημαντική ιστορική κληρονομιά του τόπου, όπως παρουσιάζεται μέσα από τ’αρχαία, τα βυζαντινά, τα μεσαιωνικά και τα νεότερα μνημεία, καθώς και ένα ψηλό πολιτιστικό επίπεδο με θεσμούς όπως είναι το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού κλπ.
Και το σημαντικό Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.
Ναι, ναι φυσικά. Αφού παλιά που κυκλοφορούσαμε, λέγαμε εδώ στην Καλαμάτα, παίρνεις την τσάντα σου και πας. Κάτι θα υπάρχει κάθε μέρα να πας να δεις.
Βαθιά φιλότεχνος και ένθερμος υποστηρικτής της επιμορφωτικής και οικονομικής αναβάθμισης του τόπου και ο αείμνηστος Γιώργος Καρέλιας. Πόσο επηρέασε την δική σας πορεία;
Ο άντρας μου εκτός από επιχειρηματίας υπήρξε άνθρωπος βαθιά δημιουργικός και πολυτάλαντος. Ζωγράφος ο ίδιος, αγαπούσε την τέχνη σε όλες της τις μορφές και εκτιμούσε την ομορφιά και την ποιότητα στο κάθε τι. Το όραμα του έγινε πράξη για την ίδρυση του Ιδρύματος Γεωργίου και Bικτωρίας Kαρέλια, που έθεσε σαν στόχο την προσφορά στους τομείς της εκπαίδευσης, της οικονομίας, του πολιτισμού, των γραμμάτων και των τεχνών. Η επίδραση της προσωπικότητάς του ήταν καταλυτική για μένα, καθώς τον γνώριζα από παιδί και είχα παρακολουθήσει από κοντά όλη την προσωπική και επαγγελματική του πορεία. Ακόμα και σήμερα, έχω την αίσθηση ότι βαδίζω σ’ένα δρόμο που χαράχτηκε σε μεγάλο βαθμό από εκείνον.
Επίτιμος πρόεδρος του Λυκείου Ελληνίδων Καλαμάτας και η αγάπη για την λαϊκή παράδοση -χοροί και μουσική – ολοκληρώνεται. Πολιτιστική κληρονομιά που επικοινωνείται με άλλο τρόπο. Πόσο ανοίγει το πνεύμα και μας ζωντανεύει; Και πως ανταποκρίνονται οι νέοι;
Το Λύκειο Ελληνίδων είναι ένας ολόκληρος κόσμος, όπου οι νέοι μαθαίνουν να βιώνουν, στο μέτρο που κάτι τέτοιο είναι σήμερα δυνατό, τη ζωή με τρόπο παραδοσιακό, δηλαδή γήινο. Ο κύκλος της ζωής, οι εποχές, οι γιορτές και τα έθιμά τους, το τραγούδι, ο χορός, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Καθετί από αυτά, αντικατοπτρίζει τις διαθέσεις που συντονίζονται με τον ρυθμό του κόσμου, σεβόμενες τους νόμους της φύσης και τις συμβίωσης. Μέσα από την εξοικείωση με την παράδοση, οι νέοι αποκτούν συναίσθηση του τόπου, του χρόνου και της ιστορίας. Συναίσθηση της προέλευσης και του προορισμού τους. Και τελικά συναίσθηση της μίας και μοναδικής ύπαρξης τους. Ο πρωταρχικός αυτός αυτοσεβασμός πιστεύω ότι τους καθιστά ικανούς να αντιμετωπίσουν κάθε είδους προσωπική και κοινωνική δυσκολία. Πρόκειται για μια διαδικασία με δυναμικό χαρακτήρα, τα αποτελέσματα της οποία ξεπερνούν το άτομο, προσλαμβάνοντας κοινωνικές διαστάσεις.
Είναι μεγάλο πλήγμα ότι ένα χρόνο τώρα, λόγω της κατάστασης, έχουν “διαλυθεί” όλα τα τμήματα των παιδιών στο Λύκειο Ελληνίδων…
Το «Ίδρυμα Γεωργίου και Bικτωρίας Kαρέλια» του οποίου επίσης προεδρεύετε, πως συνεισφέρει στις τέχνες και στον πολιτισμό τοπικά; Με τι δράσεις και τι νέο ετοιμάζετε;
Θα σας πω. Ξεκίνησε σαν όραμα του άντρα μου να ενισχύσει τις σπουδές παιδιών στην Ελλάδα. Στην αρχή μου είπε, δεν βάζω τον πολιτισμό γιατί μ’αυτά ασχολείσαι εσύ και ξέρω ότι θα προχωρήσεις. Παρόλο που είχα λίγο διαμαρτυρηθεί, έμεινε έτσι. Έδινε κάπου 25-30 υποτροφίες για το εξωτερικό κάθε χρόνο, με μελέτες κλπ. Όταν τον έχασα και δεν τον είχα πια σαν στήριγμα, εμπλούτισα το καταστατικό, καθώς είχα το δικαίωμα να προσθέσω κάτι, σαν συνιδρύτρια και ενίσχυσα σημαντικά του πολιτιστικούς φορείς της Μεσσηνίας, αυτούς με αναγνωρισμένη αξία, αλλά και πολιτιστικά γεγονότα σε όλη την Ελλάδα, πολλές εκδηλώσεις, φιλανθρωπικές και άλλες, πολλά άλλα ιδρύματα και μουσεία. Έχει προσφέρει το ίδρυμα πάρα πολλά. Τα τελευταία χρόνια έχει δραστηριοποιηθεί δυναμικά στην οικονομική ενίσχυση των σχολείων όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων, με κύριο στόχο την τεχνολογική αναβάθμιση των υποδομών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, σε όλη την Ελλάδα. Έτσι, έχει ενισχύσει πάνω από 65 σχολικές μονάδες του νομού Μεσσηνίας και πάρα πολλές άλλες εκτός του νομού αυτού.
Ποια τα σχέδια για το μέλλον για εσάς προσωπικά, τι εύχεστε; Τι οραματίζεστε για το μουσείο και τι για το Λύκειο Ελληνίδων;
Εύχομαι ο χώρος της συλλογής να μην περιοριστεί σε ένα στείρο μουσειακό ρόλο, αλλά να αποτελέσει διαχρονικά ένα ευρύτερο πυρήνα πολιτισμού. Αυτό συμβαίνει ήδη σε ένα βαθμό αφού στον χώρο της συλλογής υλοποιούνται εκπαιδευτικά προγράμματα για όλες τις σχολικές βαθμίδες, πραγματοποιείται κύκλος μουσικών εκδηλώσεων, διοργανώνονται εκθέσεις Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών, αλλά και βιβλιοπαρουσιάσεις και άλλα πολιτιστικά δρώμενα που έχουν δημιουργήσει το δικό τους πιστό κοινό. Επίσης η συλλογή συνεργάζεται με την πανεπιστημιακή κοινότητα για την εκπόνηση εργασιών με θέμα την ελληνική φορεσιά. Για το μέλλον, εκτός του να διατηρηθεί η υψηλή επισκεψιμότητα, την οποία ειλικρινά δεν φανταζόμουν, θα ήθελα να αναπτυχθεί περισσότερο το δίκτυο των σχέσεων της συλλογής με αντίστοιχα μουσεία του εξωτερικού, να προβληθούν οι ελληνικές ενδυμασίες διεθνώς, να γίνουν μέσω των δράσεων της συλλογής, γνωστότερες στο ευρύ κοινό οι τοπικές ενδυμασίες και παραδόσεις των άλλων λαών, αλλά και ν’αναδειχθεί η τοπική ενδυμασία ως πηγή δημιουργικής έμπνευσης για την σύγχρονη τέχνη του ενδύματος. Ήδη πάρα πολλοί σχεδιαστές έχουν επισκεφτεί το μουσείο, ούτως ώστε να εμπνευστούν από αυτά για την σύγχρονη μόδα.
Για το Λύκειο Ελληνίδων, εύχομαι να διατηρήσει την αυθεντικότητα του, να μην ενδώσει στον ευτελισμό της παράδοσης, στον φολκλορισμό και να κρατήσει ζωντανή την ουσία του λαϊκού πολιτισμού, που είναι κοινή για όλους τους λαούς και δεν είναι άλλη από την επικοινωνία του ανθρώπου με το υποσυνείδητό του, που κρύβει παναθρώπινες αλήθειες οι οποίες έχουν σχέση με τον τρόπο που ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τον κόσμο και γίνεται ένα με αυτόν.
Θα ήθελα τέλος να ξεπεράσουμε με επιτυχία τον ψηφιακό μετασχηματισμό, να αποδώσουμε στην τεχνολογία αυτό που της ανήκει, αλλά και να επανεκτιμήσουμε την αξία της φυσικής παρουσίας στον χώρο των μουσείων και των συλλογών, η οποία δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντικατασταθεί από τίποτε.
Για μένα προσωπικά εύχομαι, να έχω την τύχη να δω, κάποια έστω από τα παραπάνω να γίνονται πραγματικότητα. Αυτό θα είναι αρκετό για μένα.
Σας το εύχομαι μέσα από την καρδιά μου και σας ευχαριστώ θερμά για όλα όσα μοιραστήκατε μαζί μας.
Να είστε καλά!