Κάθε τέσσερα χρόνια, εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο παρακολουθούν την Αμερική καθώς εκλέγει τον πρόεδρό της, γνωρίζοντας ότι είναι μια απόφαση στην οποία δεν έχουν λόγο, αλλά θα μπορούσε να αλλάξει τη ζωή τους. Το 2020, οι διεθνείς παρατηρητές βλέπουν στον ορίζοντα μια εκλογική μάχη που δεν αφορά μια νέα συντηρητική στροφή ή μια φιλελεύθερη αλλαγή στις ΗΠΑ. Βλέπουν μία πολιτική σύγκρουση για το αν η πιο ισχυρή χώρα του κόσμου μπορεί να διατηρήσει τη δημοκρατία, που η ίδια διαφημίζει εδώ και πολλά-πολλά χρόνια.
Μια νίκη για τον Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ θα ήταν ένα πλήγμα κατά της δημοκρατικής αρχής, ότι οι ηγέτες πρέπει να δεσμεύονται για την ειρηνική αλλαγή εξουσίας (όταν αυτή προκύπτει). Θα προσέφερε μια σφραγίδα νομιμότητας στις μεθόδους του, καθώς επιδιώκει να εδραιώσει την ισχύ του, όπως με τη σπουδή που πρόσφατα επέδειξε, να κάνει ένα «φιλικό διορισμό» στο Ανώτατο Δικαστήριο, λίγο πριν καταλήξουν στα δικαστήρια τυχόν υποθέσεις αμφισβήτησης εκλογικών αποτελεσμάτων. Και ενώ προσπαθεί να κάνει πιο δύσκολη την ψηφοφορία, απορρίπτοντας εκ προοιμίου σχεδόν όλους τους ελέγχους από νομοθέτες ή από πολίτες.
Επίσης, θα δικαιολογούσε αυταρχικές τακτικές όπως η απόρριψη της αντιπολίτευσης από τον Τραμπ ως «μη αμερικανικής» και «εγκληματικής», σε συνδυασμό με την πολυετή προσπάθειά του να απεικονίσει το αμερικανικό σύστημα ψηφοφορίας ως προβληματικό – σαν να μην είναι ικανό να παράγει ένα αξιόπιστο εκλογικό αποτέλεσμα. Είναι μία κίνηση που ορισμένοι αξιωματούχοι των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών αποκαλούν μεγαλύτερη απειλή στην επερχόμενη ψηφοφορία – παρά μία ξένη παρέμβαση.
Στο πρώτο ντιμπέιτ με τον Μπάιντεν, ο Τραμπ χρησιμοποίησε τη μεγαλύτερη στιγμή των εκλογών μέχρι στιγμής – την πρώτη δημόσια συζήτηση σε επίπεδο υποψηφίων προέδρων – για να πει στη βίαιη δεξιά ομάδα “Proud Boys” να «ενεργοποιηθούν και να παραμείνουν κοντά», αρνούμενος να τους καταδικάσει, ή να καταδικάσει λευκούς εξτρεμιστές που του έχουν δηλώσει την υποστήριξή τους.
Το να κερδίσει ο Τραμπ με αντίπαλο τον Τζο Μπάιντεν θα ήταν ένα ανησυχητικό σημάδι, ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί στις Η.Π.Α. έχουν υποστεί σοβαρή ζημιά και είναι πιθανό να καταρρεύσουν περαιτέρω. Και αυτό θα έχει διεθνή αντίκτυπο. Με τη χώρα που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή στον υπόλοιπο κόσμο, σαφώς σε δημοκρατική παρακμή, ο αυταρχισμός και οι πολιτικές προσωπικότητες που απορρίπτουν το κράτος δικαίου θα επωφεληθούν.
«Παρά την υποκρισία, όλα τα λάθη της και όλα τα προβλήματά της με τον ρατσισμό, [η Αμερική] θεωρείται μια πολύ ζωντανή δημοκρατία που συζητά τα προβλήματά της πολύ ανοιχτά», δήλωσε ο Όλιβερ Στουένκελ, καθηγητής στο Ίδρυμα Getúlio Vargas στο Σάο Πάολο της Βραζιλίας. «Ακόμη και άνθρωποι που είναι πολύ επικριτικοί για την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ αναγνωρίζουν ότι αυτά τα πράγματα είναι πολύ σημαντικά για τον παγκόσμιο αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για τη δημοκρατία».
Η ίδια η Βραζιλία αποτελεί χρήσιμο παράδειγμα. Η σοκαριστική νίκη του Τραμπ το 2016 ενίσχυσε τον σημερινό Πρόεδρο Τζέιρ Μπολσονάρο δύο χρόνια αργότερα, δήλωσε ο Στουένκελ. Εάν ο Τραμπ πέτυχε το 2020 χρησιμοποιώντας αντιδημοκρατικά μέσα, ο Μπολσονάρο θα μπορούσε να συμπεριφερθεί παρόμοια για την επανεκλογή του το 2022 – χωρίς τον φόβο μίας αμερικανικής καταδίκης.
Τέτοια σενάρια κάνουν αυτές τις εκλογές «πολύ πιο σημαντικές από ό,τι εκτιμούν οι περισσότεροι ψηφοφόροι των ΗΠΑ», πρόσθεσε.
Στην Ινδία, όπου ο πρωθυπουργός Νάρεντα Μόντι και οι σύμμαχοί του αντέγραψαν τον Τραμπ, πυροδοτώντας το φόβο για τους Μουσουλμάνους και χτυπώντας ανεξάρτητα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι επιθέσεις του Τραμπ στο κράτος δικαίου υποδηλώνουν ότι θα μπορούσαν να προκύψουν ακόμη πιο ανησυχητικές εξελίξεις και στις δύο χώρες, δήλωσε ο Χαρς Μάντερ, ακτιβιστής για τα ανθρώπινα δικαιώματα, που διευθύνει το Κέντρο Μελετών Ισότητας στο Νέο Δελχί. Ο φόβος για διεθνή κριτική, ιδιαίτερα από τις ΗΠΑ, είναι ένας από τους λίγους περιορισμούς στην εξουσία του Μόντι. Ο Τραμπ θα ήταν απίθανο να ασκήσει ποτέ τέτοια κριτική, λόγω της «ιδεολογικής συγγένειάς» του με τον Ινδό πρωθυπουργό, είπε ο Μάντερ.
«Ο κίνδυνος για τις Ηνωμένες Πολιτείες και για ολόκληρο τον κόσμο από έναν ηγέτη όπως ο Ντόναλντ Τραμπ είναι κάτι που έχουμε αντιληφθεί σε όλο τον κόσμο», δήλωσε ο Μάντερ, περιγράφοντας τα αμερικανικά θεσμικά όργανα ως «εξαιρετικά ασταθή».
Η περιφρόνηση του Τραμπ για τους Αμερικανούς συμμάχους και τις αξίες τους, καθώς και η συναλλακτική και συχνά κυνική προσέγγισή του στις παγκόσμιες υποθέσεις έχουν ήδη διαψεύσει τον ιστορικό ισχυρισμό των ΗΠΑ για ένα ηγετικό ρόλο σε παγκόσμιο πλαίσιο. Η καταστροφική αντίδρασή του στην πανδημία του κορονοϊού έχει αποδυναμώσει περαιτέρω την εικόνα των ΗΠΑ – σε «ιστορικά χαμηλά» επίπεδα, στα μάτια ορισμένων χωρών.
Πλέον ακόμα και οι Ευρωπαίοι, οι στενότεροι εταίροι της Αμερικής στην παγκόσμια σκηνή, έχουν «τεράστια ανησυχία» για την κατάσταση της δημοκρατίας των ΗΠΑ, σύμφωνα με τη Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων στη Ρώμη και σύμβουλος του επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Ζοσέπ Μπορέλ.
«Η δημοκρατία δεν είναι απλώς εκλογές», δήλωσε η Τότσι. «Τα πραγματικά συστατικά, στα οποία βασίζονται οι δημοκρατίες, είναι τα δικαιώματα, οι νόμοι και οι θεσμοί. Ο βαθμός στον οποίο βλάπτονται και υποβαθμίζονται είναι ίσως το πιο επικίνδυνο στοιχείο όλων.»
Σκοτεινές ημέρες στον ορίζοντα
Μετά τη λήξη της προεκλογικής εκστρατείας, η αμέσως επόμενη ημέρα πιθανότατα θα προκαλέσει ακόμη περισσότερο άγχος διεθνώς. Το ευρέως αναμενόμενο σενάριο – μια πολυαναμενόμενη απώλεια ψήφων από τον Τραμπ, νομικές μάχες για την καταμέτρηση των ψήφων και ημέρες, αν όχι εβδομάδες, αβεβαιότητας σχετικά με το αποτέλεσμα – θα γεννήσει ένα διχασμένο, παραζαλισμένο αμερικανικό έθνος και όχι μια ώριμη δημοκρατία γεμάτη αυτοπεποίθηση.
«Η Αμερική είναι ο πρωταθλητής της φιλελεύθερης τάξης, των ελέγχων και των ισορροπιών, και σε μια περίοδο κατά την οποία η «αρχή του ενός» προσπαθεί να κερδίσει δυναμική, το ίδιο το γεγονός ότι υπάρχουν αμφιβολίες στις εκλογές των ΗΠΑ, όπως ένα αμφισβητούμενο αποτέλεσμα και η προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο για να αποφανθεί ποιος θα είναι ο πρόεδρος, με ανησυχεί ιδιαίτερα», δηλώνει ο Πάολο Μάγκρι, εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Σπουδών στο Μιλάνο.
Εάν ο Τραμπ εξασφαλίσει μια δεύτερη θητεία, αυτός και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα θα ενθαρρύνονταν να ενισχύσουν περαιτέρω την προσκόλλησή τους στην εξουσία. Αυτό είναι ένα γνωστό πρότυπο αλλού: Από τότε που κέρδισε την επανεκλογή του μέσα στο 2019, ο Μόντι της Ινδίας έχει ανακαλέσει σχεδόν την αυτονομία του Κασμίρ, έσπασε όλα τα παγκόσμια ρεκόρ στο μπλοκάρισμα του Διαδικτύου για να αποτρέψει τις διαδηλώσεις, μετέτρεψε σχεδόν δύο εκατομμύρια ανθρώπους σε απάτριδες, επέβαλε νέους περιορισμούς στην ιθαγένεια με διακρίσεις εναντίον μουσουλμάνων και υποβάθμισε με κάθε τρόπο τους διεθνείς παρατηρητές στην Ινδία, όπως είναι η Διεθνής Αμνηστία.
«Οι Ηνωμένες Πολιτείες σε μια δεύτερη θητεία με τον Ντόναλντ Τραμπ μπορεί να ζήσουν αυτό που συμβαίνει σε εμάς στη δεύτερη θητεία [του Μόντι] όπου φαίνεται να καταστρέφονται όλοι οι θεσμοί της δημοκρατίας», δήλωσε ο Μάντερ.
Μία επιτυχία του Τραμπ θα εμπνεύσει επίσης τους ιδεολογικούς του συνοδοιπόρους. Η Καμίλα Λίανετζ, ερευνήτρια στο Κέντρο Ανάλυσης της Ριζοσπαστικής Δεξιάς με έδρα τη Βρετανία, δήλωσε ότι η νίκη του Τραμπ θα ενδυναμώσει τις λαϊκιστικές δεξιές προσωπικότητες στην Ευρώπη, από εκλεγμένους αξιωματούχους έως ακραίες αντι-μεταναστευτικές ομάδες και υποστηρικτές θεωριών συνωμοσίας όπως η οργάνωση QAnon, η οποία εξαπλώνεται γρήγορα στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Σε συνδυασμό με την αναταραχή που σχετίζεται με την πανδημία, οι εκλογικές διαμάχες θα μπορούσαν να είναι δώρο για τους εξτρεμιστές, έγραψε η Λίανετζ σε email: «Η ριζοσπαστική Δεξιά πάντοτε επιθυμούσε μια κρίση ώστε να δυσφημίσει τη δημοκρατία».
«Ενώ η πίστη τους στον Τραμπ μπορεί να έχει διακυμάνσεις, αποδέχονται την απροκάλυπτη επίθεσή του στα φιλελεύθερα δημοκρατικά ιδανικά», πρόσθεσε, αναφερόμενη σε ομάδες του ευρωπαϊκού ριζοσπαστικού δεξιού οικοσυστήματος. «Αυτές οι λαϊκές ομάδες είναι πιο επικίνδυνες από τον ίδιο τον Πρόεδρο Τραμπ».
Το φαινόμενο Μπάιντεν
Υπάρχει ένα εναλλακτικό σενάριο στο οποίο ελπίζουν οι παγκόσμιοι παρατηρητές. Εάν ο Μπάιντεν κερδίσει μια ισχυρή εντολή και ο Τραμπ εγκαταλείψει το προεδρικό αξίωμα σχετικά ήρεμα, η Αμερική θα μπορούσε να δείξει ότι η αντιπροσωπευτική διακυβέρνηση μπορεί να επιβιώσει ακόμη και απέναντι σε σοβαρές προκλήσεις.
«Στέλνει ένα μήνυμα ότι ο λαϊκισμός και οι προκλήσεις για τη δημοκρατία και την ακεραιότητα των δημοκρατικών θεσμών είναι βραχύβιες… θα ήταν ένα μήνυμα για τον Μπολσονάρο και για άλλους αυταρχικούς λαϊκιστές, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική αλλά σε ολόκληρο τον κόσμο», δηλώνει ο Ορλάντο Πέρεζ, πρύτανης της σχολής φιλελεύθερων τεχνών και επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Τέξας στο Ντάλας.
Μια κυβέρνηση του Μπάιντεν πιθανότατα θα αναπτύξει πολιτικές που ενισχύουν την πίστη προς τις ΗΠΑ και αυτές θα ξανασυνδεθούν με τη διεθνή κοινότητα, με αποφάσεις όπως η παροχή προσωρινής προστασίας σε άτομα που διαφεύγουν από την κρίση στη Βενεζουέλα, δήλωσε ο Πέρεζ. Θεωρεί αναμενόμενο, επίσης, να απαντήσει αποτελεσματικά ο Μπάιντεν στις ανησυχίες σχετικά με το εάν θα διανεμηθεί εμβόλιο κορονοϊού στις φτωχότερες χώρες.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η νίκη του Μπάιντεν θα ήταν πανάκεια για τα δεινά της δημοκρατίας.
«Ένας Αμερικανός πρόεδρος εκλέγεται για να έχει ως προτεραιότητα την Αμερική… οπότε δεν έχω ψευδαισθήσεις ότι μια προεδρία Μπάιντεν θα λύσει τα προβλήματα του κόσμου ή θα βοηθήσει συγκεκριμένα την Ευρώπη και την Ιταλία», επανέρχεται ο Μάγκρι (Εκτελεστικός αντιπρόεδρος του Ιταλικού Ινστιτούτου Διεθνών Πολιτικών Σπουδών). «Τούτου λεχθέντος, πιστεύω ότι ο Τραμπ ήταν από μια άποψη απειλή για την ενότητα της Ευρώπης… είναι καλό να έχουμε κάποιον που δεν στοιχηματίζει στην αποσύνθεση της Ευρώπης».
Ο Τραμπ χαιρέτισε την αποχώρηση της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ενίσχυσε τους Ευρωπαίους εθνικιστές που αντιπαθούν τη συνεργασία σε ολόκληρη την ήπειρο.
Στη Βραζιλία, το ενδιαφέρον για τις εκλογές των ΗΠΑ έχει εξαπλωθεί πέρα από εκείνους που παραδοσιακά παρακολουθούν τη διαδικασία – δηλαδή, τις ελίτ χάραξης πολιτικής – καθώς οι επικριτές του Μπολσονάρο καταγράφουν το πώς αντιδρούν οι Δημοκρατικοί στις προσπάθειες του Τραμπ να διαμορφώσει την ειδησεογραφία. Θα ήθελαν να ενώσουν φατρίες όπως έκαναν οι υποστηρικτές του Μπάιντεν με τους υποστηρικτές περισσότερο αριστερών προσωπικοτήτων, όπως είναι ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς, λέει ο Βραζιλιάνος καθηγητής Στουένκελ.
Ο Ροντρίγκο Ντουτέρτε, πρόεδρος των Φιλιππίνων, είναι ένας άλλος ηγέτης που χρησιμοποίησε βία και στοχεύει στους δημοσιογράφους. Η άνοδος του – ταυτόχρονα με τον Τραμπ το 2016 – ήταν «ένα κάλεσμα αφύπνισης προς τους λαούς μας για δράση, αλληλεγγύη και συλλογικότητα με στόχο να ενωθούν, να προστατέψουν και να υπερασπιστούν τη δημοκρατία», σημειώνει η Ναόμι Φοντάνος, εκτελεστική διευθύντρια της ομάδας για τα δικαιώματα των τρανσέξουαλ στις Φιλιππίνες GANDA, σε ένα email προς τη Huffpost.
Γι αυτήν, οι προσπάθειες αντιμετώπισης του ρατσιστικού παρελθόντος των ΗΠΑ έθεσαν ήδη την προοπτική «εθνικής ανανέωσης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δικαιοσύνης», έγραψε. «Η ελπίδα μου είναι ότι ο αμερικανικός λαός θα το ξεπεράσει… Υπήρξε τόσο μεγάλη διχαστικότητα στην κοινωνία την εποχή του Tραμπ και του Ντουτέρτ, αλλά δεν πρέπει να χάσουμε την ελπίδα για καλύτερες ημέρες και δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε ο ένας τον άλλον ως εχθρό. Αυτό κάνουν οι αυταρχικοί ηγέτες ή οι τύραννοι: Βάζουν τους ανθρώπους να κινούνται ο ένας εναντίον του άλλου».
Η βαθύτερη σήψη
Η προσπάθεια να καταστεί η Αμερική μια ισχυρότερη δημοκρατία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα το 2020. Και οι ξένοι, με το πλεονέκτημα της απόστασης, βλέπουν μεγάλα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν, πέρα από τον Τραμπ.
Η ευρύτερη εκστρατεία των Ρεπουμπλικανών για περιορισμό στην άσκηση του δικαιώματος της ψήφου και για αμφισβήτηση κυβερνητικών θεσμών και κανονισμών, προηγείται χρονικά της προεδρίας Τραμπ. Αυτό καθιστά αυτές τις εκλογές «κρίσιμο σημείο» για την Ιταλίδα αναλύτρια και σύμβουλο της ΕΕ, Τότσι.
«Το να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα στον δρόμο που έχει ακολουθήσει το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ουσιαστικά σημαίνει παραίτηση από τη δημοκρατία. Είναι η σταγόνα που θα ξεχυλίσει το ποτήρι», είπε.
«Εάν κερδίσει ο Τζο Μπάιντεν, η ριζοσπαστική δεξιά αφήγηση θα προβάλει τον ισχυρισμό ότι οι αριστεροί δημοκράτες… και οι οπαδοί της παγκοσμιοποίησης κατέλαβαν την εξουσία», γράφει η ερευνήτρια του ευρωπαϊκού δεξιού εξτρεμισμού Καμίλα Λίανετζ. «Λαμβάνοντας υπόψιν πόσο μακριά έχουν ήδη φτάσει αυτές οι θεωρίες που διακινούν περίεργα συστήματα… η νίκη του Μπάιντεν θα τον φέρει αντιμέτωπο με ευρύτερες προκλήσεις, ως ηγέτη μιας πολιορκημένης δημοκρατίας».
Σε μέρη όπου οι ανησυχίες για τον κορονοϊό έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για να εφαρμοστούν πιο αυταρχικά μέτρα για τον έλεγχο των ανθρώπων, όπως σε τμήματα της Λατινικής Αμερικής, το μονοπάτι για περισσότερη ελευθερία εκτείνεται πολύ πέρα από αυτές τις εκλογές.
«Το να έχεις τον Μπάιντεν ως πρόεδρο και να νικήσεις τον Τραμπ θα είναι ένα θετικό μήνυμα απέναντι στους κινδύνους του λαϊκισμού και στις προκλήσεις εναντίον των δημοκρατικών θεσμών, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι όλοι θα το ακούσουν», είναι η κατακλείδα – συμπέρασμα του Ορλάντο Πέρεζ, πρύτανη της σχολής φιλελεύθερων τεχνών και επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Βόρειου Τέξας, στο Ντάλας.