Πέμπτη
26
Δεκέμβριος
TOP

Γκρίζες προοπττικές για το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων -Στα χαμηλά το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, μισθοί και κατανάλωση

Όποιος περιορίστηκε στο περιληπτικό δισέλιδο, με το συνοδευτικό πινακάκι για την ελληνική οικονομία, θα έμεινε με την εντύπωση ότι οι Ευρωπαίοι βλέπουν πως κάτι κινείται στην Ελλάδα, έστω με βραδύτερους ρυθμούς από το αναμενόμενο.

Το πολυσέλιδο συνοδευτικό στατιστικό αρχείο ρίχνει, όμως, φως στις σκιές και στις γκρίζες προοπτικές της Ελλάδας για τα επόμενα χρόνια, επιβεβαιώνοντας όσους υποστηρίζουν ότι αν δεν ζεσταθεί η τσέπη, όλα τα υπόλοιπα είναι φούμαρα.

Τα ίχνη ότι κάτι τρέχει πίσω από τη… βιτρίνα, υπάρχουν στο κομμάτι της Έκθεσης της Κομισιόν για την Ελλάδα, όπου επί της ουσίας «κρύβονται» δύο δεδομένα: 1) τα νοικοκυριά δεν μπόρεσαν να καταναλώσουν όσα προσδοκούσαν οι γραφειοκράτες με συνέπεια το ΑΕΠ να κινηθεί με βραδύτερη ταχύτητα 2) οι μισθοί συνέρχονται από το μνημονιακό σοκ με πολύ αργούς ρυθμούς. «Σκαλίζοντας» τους αριθμούς αποκαλύπτεται όλη η εικόνα.

Κατ’ αρχάς, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εκφρασμένο σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, είναι το βασικό εργαλείο, για να διαπιστώσει κανείς πόσο έχει πέσει ή ανέβει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Τι δείχνουν τα στοιχεία της Κομισιόν; Η Ελλάδα μπήκε στη μνημονιακή περίοδο, με κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 85,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης. Σήμερα βρίσκεται στο 61,6% και παρά τις τυμπανοκρουσίες ενός και εκτός Ελλάδας, για επιστροφή στην ανάπτυξη και στην κανονικότητα, οι Βρυξέλλες «βλέπουν» ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ των Ελλήνων θα παραμένει στα επίπεδα του 63,6% το 2019. Αντιστοίχως, η Πορτογαλία, που μπήκε στην κρίση με διαφορά περίπου 11 ποσοστιαίων μονάδων από την Ελλάδα, το 2019 θα έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ στο 72,8% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος αφορά στην ιδιωτική κατανάλωση, δηλαδή στο πόσα δαπανούν τα νοικοκυριά κι αυτό προφανώς σχετίζεται με το διαθέσιμο εισόδημα. Η Ελλάδα μπήκε στην κρίση με το μάλλον προβληματικό 100,6% του μέσου όρου της Ευρωζώνης αλλά γρήγορα η κατά κεφαλήν κατανάλωση προσαρμόστηκε στις συνθήκες του Μνημονίου. Σήμερα βρίσκεται στο 76,2% και παρά την… ευημερία των δεικτών της ανάπτυξης και των επενδύσεων, θα παραμείνουν σχεδόν στα ίδια επίπεδα (76,7%) για τα επόμενα δύο χρόνια.

Και φτάνουμε στην τσέπη, δηλαδή στους μισθούς, που υποτίθεται ότι θα πρέπει να ανεβαίνουν όσο «ζεσταίνεται» η οικονομία. Δυστυχώς οι προβλέψεις είναι απογοητευτικές και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να στηρίξουν το οποιοδήποτε αφήγημα περί success story.

Την περίοδο 2001- 2010 η μέση αύξηση των πραγματικών μισθών, δηλαδή των αποπληθωρισμένων αποδοχών, ήταν 1,9%, κυρίως ως αποτέλεσμα της φρενίτιδας που προκάλεσε η ένταξη στο Ευρώ, καθώς οι αυξήσεις την περίοδο 2002- 2003 ξεπέρασαν ακόμα και το 8%, χωρίς φυσικά να ανταποκρίνονται σε ανάλογη αύξηση της παραγωγικότητας. Μετά από μια τετραετία (2010- 2013) «βουτιάς», το 2014 σημειώθηκε μια δειλή άνοδος κατά 0,5%. Το 2015 σημειώθηκε νέα πτώση των πραγματικών μισθών κατά 0,8%, το 2016 καταγράφηκε οριακή άνοδος 0,1%, ενώ για φέτος προβλέπεται πάλι μείωση κατά 0,2%. Τι θα γίνει την επόμενη διετία, όπου προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5% ετησίως; Αύξηση των πραγματικών αποδοχών κατά μόλις 0,7%.

Πηγή: iefimerida.gr