Τετάρτη
11
Δεκέμβριος
TOP

Ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων: Έρχονται ριζικές αλλαγές στις υποδομές της χώρας

Κατά τουλάχιστον 38% θα πρέπει να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας στο σύνολο των κτιρίων της χώρας έως το 2030, όπως αυτή είχε εκτιμηθεί το 2007 από την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), το οποίο έχει τεθεί σε δημόσια διαβούλευση προκειμένου να ψηφιστεί ως νόμος του κράτους έως το τέλος του έτους.

Πρόκειται για αρκετά φιλόδοξο στόχο, δεδομένου ότι στο ΕΣΕΚ που είχε εκπονήσει η προηγούμενη κυβέρνηση η αντίστοιχη πρόβλεψη για τη βελτίωση ενεργειακής απόδοσης των κτηρίων ανερχόταν σε ποσοστό 32,5%. Σύμφωνα με τους στόχους του προηγούμενου ΕΣΕΚ, η τελική κατανάλωση ενέργειας των κτηρίων δε θα έπρεπε να ξεπεράσει το 2030 τα 18,1 εκατομμύρια τόνους ισοδύναμου πετρελαίου.

Για την επίτευξη του αναθεωρημένου στόχου θα πρέπει να υλοποιηθούν επενδύσεις ύψους αρκετών δισεκατομμυρίων, δεδομένου ότι στην Ελλάδα τα κτήρια παράγουν το 40% της συνολικής τελικής κατανάλωσης ενέργειας, αποτελώντας τη σημαντικότερη πηγή ρύπανσης.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις στελεχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για να επιτευχθεί ο φιλόδοξος στόχος εξοικονόμησης ενέργειας ύψους 32,5% έως το 2030, θα πρέπει να γίνουν έργα με κόστος 170 δισεκατομμυρίων ευρώ στα κτήρια των 28 κρατών μελών.

Η μείωση κατανάλωσης ενέργειας στα κτήρια θεωρείται από πολλούς ως η μεγαλύτερη πρόκληση που θα αντιμετωπίσει η Ευρώπη τα επόμενα έτη, δεδομένου πως οι κτιριακές υποδομές παράγουν το 75% της συνολικής ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα.

Είναι ενδεικτικό ότι ο λογαριασμός για τη θέρμανση, την ψύξη και το φωτισμό των δημόσιων υποδομών στην ΕΕ ανέρχεται σε 47 δισεκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Η μείωση του ενεργειακού κόστους θεωρείται βασική προτεραιότητα καθώς θα απελευθερώσει πολύτιμους ενεργειακούς πόρους, δημιουργώντας ταυτόχρονο νέες θέσεις εργασίας και βελτιώνοντας την υγεία των πολιτών.

Ενεργειακή αναβάθμιση των κτιρίων της δημόσιας διοίκησης

Σύμφωνα με τις προβλέψεις του ΕΣΕΚ την επόμενη δεκαετία θα πρέπει να πραγματοποιείται ετήσια ενεργειακή ανακαίνιση σε έκταση τουλάχιστον 5.400 τμ, η οποία αντιστοιχεί σε ποσοστό 3% του συνολικού εμβαδού των κτηρίων της κεντρικής δημόσιας διοίκησης.

Πρόκειται για 28 κτήρια με συνολικό εμβαδό 177.922 τμ, στα οποία περιλαμβάνονται οι εγκαταστάσεις της Βουλής, της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των υπουργείων Ναυτιλίας, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Εξωτερικών, Υποδομών, Υγείας, Ανάπτυξης, Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Εθνικής Άμυνας.

Το πρώτο βήμα έγινε πριν από λίγες ημέρες με την προκήρυξη από την αρμόδια υπηρεσία της Βουλής, ανοικτού διαγωνισμού για την ενεργειακή αναβάθμιση του διατηρητέου κτηρίου των παλαιών ανακτόρων το οποίο θεμελιώθηκε το 1836.

Ο διαγωνισμός με προϋπολογισμό ύψους 2,8 εκατομμυρίων ευρώ, αφορά σε παρεμβάσεις για την εξοικονόμηση ενέργειας στο σύστημα ψύξης, στο κέλυφος του κτηρίου και στα συστήματα φωτισμού και θέρμανσης.

Οι εργασίες, οι οποίες περιλαμβάνουν την τοποθέτηση νέων κουφωμάτων στις όψεις του κτηρίου και τη θερμομόνωση του δώματος, είναι απαραίτητες δεδομένου ότι οι περισσότερες εγκαταστάσεις του κτηρίου της Βουλής είναι απαρχαιωμένες.

Όταν ολοκληρωθούν τα έργα θα επιτευχθεί εξοικονόμηση ενέργειας τουλάχιστον 30%, ενώ η ενεργειακή τάξη του κτηρίου θα ανέβει κατά τουλάχιστον μία κατηγορία. Η ενεργειακή τάξη της Βουλής τώρα εμπίπτει στην τέταρτη (Δ) κατηγορία με βάση το πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης που διαθέτει το κτήριο.

Οι στόχοι για τα κτήρια κατοικίας

Διαφορετικούς στόχους προβλέπει το νέο ΕΣΕΚ και σε ό,τι αφορά τις παρεμβάσεις που θα πρέπει να υλοποιηθούν έως το 2030 στα κτήρια κατοικίας.

Σύμφωνα με το νέο σχέδιο που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση στις 28 Νοεμβρίου «απαιτείται ο καθορισμός ενός κεντρικού ποσοτικού στόχου ανακαίνισης και αντικατάστασης κτηρίων κατοικίας με νέα σχεδόν μηδενικής ενεργειακής κατανάλωσης, ποσοστό το οποίο συνδυαστικά δύναται να ανέλθει στο 12-15% του συνόλου των κατοικιών μέχρι το έτος 2030».

Για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, θα πρέπει κάθε χρόνο για την επόμενη δεκαετία να αναβαθμίζονται ενεργειακά ή και να αντικαθίστανται από νέα ενεργειακά αποδοτικότερα κατά μέσο όρο 60.000 κτήρια.

Το προηγούμενο ΕΣΕΚ προέβλεπε ότι το 10% των κατοικιών θα έπρεπε να αποτελείται από κτήρια πολύ χαμηλής ενεργειακής κατανάλωσης έως το 2030. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, περίπου 40.000 κτήρια το χρόνο θα έπρεπε να αναβαθμίζονται ενεργειακά ή και να αντικαθίστανται από νέα την επόμενη δεκαετία.

Τα χρηματοδοτικά εργαλεία

Η υλοποίηση των απαιτούμενων επενδύσεων για την επίτευξη των άκρως φιλόδοξων στόχων για το 2030, προϋποθέτει το σχεδιασμό αποτελεσματικών χρηματοδοτικών μηχανισμών.

Σύμφωνα με το νέο ΕΣΕΚ ένα από τα εργαλεία που θα πρέπει να αξιοποιηθεί για την χρηματοδότηση των παρεμβάσεων είναι οι συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης (energy performance contracts).

Πρόκειται για σχέδιο που προωθούν η Eurostat και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων προκειμένου να προσελκύσουν ιδιωτικά κεφάλαια για την ενεργειακή αναβάθμιση δημοσίων κτηρίων.

Οι συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης επιτρέπουν τη συνεργασία οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ιδιώτες για την ενεργειακή αναβάθμιση των υποδομών τους.

Στο πλαίσιο των συμβάσεων οι ΟΤΑ θα μπορούν να δανείζονται δίχως τα δάνεια να εγγράφονται στα ελλείμματά τους, όπως προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία, υπό την προϋπόθεση ότι ο εργολάβος θα θεωρείται ιδιοκτήτης των υλικών που θα τοποθετούνται στα κτήρια για την αναβάθμιση.

Με αυτόν τον τρόπο οι ΟΤΑ θα μπορούν να δανείζονται δίχως να αυξάνονται τα ελλείμματά τους. Το όφελος θα προκύπτει από το ποσό που θα εξοικονομούν από τη μείωση του κόστους ενέργειας. Επιπλέον, εάν οι καινούργιες υποδομές παράγουν περισσότερη ενέργεια από τις ανάγκες του δημόσιου κτηρίου, τότε το περίσσευμα θα μπορεί να πωλείται στον ανεξάρτητο διαχειριστή ενέργειας, παράγοντας επιπλέον έσοδα.

Μέσω των συμβάσεων ενεργειακής απόδοσης, μπορούν να αντικαθίστανται – μεταξύ άλλων – συστήματα θέρμανσης, εξαερισμού, κλιματιστικά, φωτιστικά, παράθυρα, ακόμα και φώτα στους δρόμους.  Η συνεργασία ΟΤΑ-ιδιωτών που προβλέπεται από τις συμβάσεις ενεργειακής απόδοσης, με τη νομοθεσία που πρόσφατα ενέκρινε η Eurostat, έχει ήδη δοκιμαστεί σε ορισμένες ευρωπαϊκές πόλεις με ενθαρρυντικά αποτελέσματα.