Αποφασισμένη να προχωρήσει, έστω και αυτόνομα, στη θεσμοθέτηση ενός φόρου επί των ψηφιακών υπηρεσιών, εμφανίζεται η Ευρώπη. Αν και η Ένωση δεν έχει δείξει, μέχρι σήμερα, ιδιαίτερη αποφασιστικότητα – και σίγουρα καμία ομοψυχία – στο θέμα του λεγόμενου ψηφιακού φόρου, η επείγουσα ανάγκη χρηματοδότησης του σχεδίου ανάκαμψης, φαίνεται να λειτουργεί ως καταλύτης.
“Θα καταβάλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για την επίτευξη συμφωνίας στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ και της G20. Ωστόσο, ας γίνει σαφές: αν η εν λόγω συμφωνία δεν προβλέπει ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα, που θα παρέχει μακροπρόθεσμα βιώσιμα έσοδα, η Ευρώπη θα υποβάλει σχετική πρόταση στις αρχές του επόμενου έτους”. Αυτό τόνισε η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, κατά την ομιλία της για την κατάσταση της Ένωσης στην ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Η Ένωση είχε τοποθετήσει χρονικά την υποβολή πρότασης για επιβολή πανευρωπαϊκού φόρου σε ορισμένες ψηφιακές υπηρεσίες, έως τα τέλη του 2020. Πλέον, ο χρονικός αυτός ορίζοντας μετατίθεται για τις αρχές του 2021, προφανώς για να δοθεί χρόνος στις διαπραγματεύσεις, που διενεργεί ο ΟΟΣΑ για την επίτευξη παγκόσμιας συμφωνίας επί του θέματος.
Χρονικός ορίζοντας
Η Ευρώπη έχει επαναφέρει επίσημα στην ατζέντα της τον φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών αμέσως μετά από την ιστορική συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης (Next Generation EU) των €750 δισ. Στον ψηφιακό φόρο, η Ένωση αναζητά έναν από τους ίδιους πόρους, που θα χρηματοδοτήσουν τμήμα του φιλόδοξου “Σχεδίου Μάρσαλ”, το οποίο ενέκριναν σε μια ιστορική συμφωνία τα κράτη – μέλη της Ε.Ε.
Όπως είχε ανακοινωθεί μετά από την επίτευξη της ιστορικής συμφωνίας, η Επιτροπή θα έπρεπε να καταθέσει πρόταση για τον φόρο επί των ψηφιακών υπηρεσιών μέχρι τα τέλη του 2020, ώστε το μέτρο να έχει εφαρμοσθεί το αργότερο μέχρι τις αρχές του 2023. Η Ένωση, ήδη μετά από το ξέσπασμα της πανδημίας του COVID-19, είχε αρχίσει να συζητά εκ νέου το θέμα της επιβολής ενός φόρου επί των ψηφιακών υπηρεσιών, δηλώνοντας αποφασισμένη να προχωρήσει έστω και μονομερώς στην εφαρμογή του μέτρου.
Επρόκειτο για την πρώτη φορά, που το θέμα επανήλθε στην ατζέντα μετά την αποτυχία της Ε.Ε. να συγκεράσει τις αντίθετες φωνές στο εσωτερικό της για θεσμοθέτηση ενός ενιαίου πανευρωπαϊκού φορολογικού μέτρου για τις ψηφιακές υπηρεσίες.
Ο ΟΟΣΑ
Η αναμόρφωση των φορολογικών συντελεστών, ώστε να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, που δημιουργεί η ψηφιοποίηση της οικονομίας, βρίσκεται υπό πολύμηνη διαπραγμάτευση στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ. Σε περίπτωση που επιτευχθεί, θα συνιστά την πρώτη αναμόρφωση των διεθνών φορολογικών κανόνων από τη δεκαετία του 1920 και μετά.
Ο ΟΟΣΑ εκτιμά ότι ένας φόρος επί των ψηφιακών υπηρεσιών μπορεί να αποφέρει σημαντικά οφέλη στην παγκόσμια οικονομία, υπολογίζοντας ότι η επιβολή φορολογίας στα κέρδη των πολυεθνικών της τεχνολογίας μπορεί να προσθέσει στα παγκόσμια φορολογικά έσοδα $100 δισ. σε ετήσια βάση.
Η αναμόρφωση των φορολογικών κανόνων, που εισηγείται ο ΟΟΣΑ, αφορά μεγάλες πολυεθνικές με διασυνοριακές δραστηριότητες και έσοδα άνω των €750 εκατ. Σύμφωνα με την εισήγηση του ΟΟΣΑ, για να εμπίπτει μία πολυεθνική στις νέες φορολογικές διατάξεις, θα πρέπει, επίσης, να έχει “συστηματική και σημαντική” αλληλεπίδραση με τους πελάτες στην αγορά μιας χώρας, ανεξάρτητα από το εάν έχει φυσική παρουσία εκεί ή όχι.