Το 19ο αιώνα έγινε ο τρόπος αντιμετώπισης της πανδημίας της γρίπης, πράγμα που συνέβη και φέτος. Όλα ξεκίνησαν από την προσπάθεια ενός χειρουργού να μειώσει τις μολύνσεις ασθενών εν ώρα επέμβασης.
Πρώτα να δώσω κάποια νούμερα. Σύμφωνα με το Μarkets and Markets η αγορά της ‘μάσκας προσώπου’ έφτασε στα 87.1 δισεκατομμύρια δολάρια μέσα στο 2020.
Kατά το Grand View Research Inc αυτή της επαναχρησιμοποιήσιμης μάσκας αναμένεται να φτάσει στα 7.08 δισεκατομμύρια δολάρια έως το 2027. Προφανώς και τα νούμερα εκτινάχθηκαν με τον Covid-19, πέραν όμως αυτού στην αύξηση συμβάλουν οι κακές επιπτώσεις της ατμοσφαιρικής ρύπανσης, της σκόνης και του καπνού. Σύμφωνα με την American Lung Association περί τους 133.9 εκατομμύρια ανθρώπους στις ΗΠΑ εκτίθενται σε ανθυγιεινές συνθήκες αέρα, κάθε χρόνο. Αριθμός που στην Ασία ξεπερνά τα 2 δισεκατομμύρια.
Στα των χειρουργικών μασκών (που είναι αποστειρωμένες και έχουν 3 φύλλα με μικροϊνες που σταματούν… το κακό), κατεγράφη άφιξη 153.1% στις πωλήσεις, το 2020 με τα έσοδα να γίνονται από 2.86 δισεκατομμύρια που ήταν το 2019 σε 7.24 δισεκατομμύρια. Η χώρα που παρήγαγε (και εξακολουθεί να παράγει) τις περισσότερες είναι η Κίνα. Σε μια φυσιολογική χρονιά -κατηγορία στην οποία δεν εντάσσεται το 2020- καλύπτει το 50% των αναγκών του πλανήτη και εξάγει το 70%. Μέσα στο 2020 η ημερήσια παραγωγή έφτασε στις 120 εκατομμύρια μάσκες.
Σύμφωνα με το Med Gadget εντός του έτους που πρόκειται να μας εγκαταλείψει (να πάει στην ευχή της Παναγιάς) η παραγωγή αυξήθηκε κατά 153.1%. Στο ίδιο διάστημα εν τω μεταξύ, απεστάλησαν διαπλανητικώς 53.000.000.000 τεμάχια, με τις περισσότερες εταιρίες παραγωγής να ‘λυγίζουν’ αρχικά, μπροστά στις απαιτήσεις. Χαρακτηριστικά, η μεγαλύτερη του είδους στις ΗΠΑ, Prestige Ameritech δεχόταν περί τα 100 τηλέφωνα με παραγγελίες για κάτι που έως σπάνια καλούσε κάποιος. Οι απαιτήσεις αυξήθηκαν κατά 1000 φορές και οι εκατό υπάλληλοι δήλωσαν ανήμποροι να ανταποκριθούν.
Η μεγαλύτερη παραγωγός μασκών N95, εταιρία που ξέρεις από τα post-it (3M) είχε διαθέσιμες 35 εκατομμύρια μάσκες. Οι απαιτήσεις έφταναν τις 3.5 δισεκατομμύρια.
Να δούμε όμως, τώρα ποιος ήταν αυτός που εφηύρε αυτό που μας προστατεύει από τον κορονοϊό (μεταξύ άλλων) και τι ήθελε να πετύχει;
Οι ιστορικοί έχουν αναφέρει πως μέσα στους αιώνες υπήρξαν πολλoί πολιτισμοί με τη συνήθεια να καλύπτουν το πρόσωπο τους, για να προστατευθούν από μολύνσεις. Η πρώτη καταγραφή χρήσης αντικειμένου που παραπέμπει σε μάσκα, αφορά εικόνες του 6ου αιώνα προ Χριστού, οι οποίες βρέθηκαν στις εισόδους των περσικών τύμβων.Στην Κίνα υπάρχουν επίσης, εικόνες από την δυναστεία Yan (1279-1368) με μαντήλια από μετάξι και χρυσή κλωστή, τα οποία κάλυπταν τα πρόσωπα των υπηρετών του Αυτοκράτορα ‘για να μην επηρεάζει η αναπνοή τους τη γεύση του φαγητού’.
Πάμε τώρα, στον 19ο αιώνα και πιο συγκεκριμένα στο 1827, όταν ο Σκοτσέζος επιστήμονας Robert Brown απέδειξε πως οι καλύψεις προσώπων προστάτευαν από τη σκόνη. Το 1848 στην Αμερική ο Lewis Hassley είχε φτιάξει και δωρίσει στους ανθρακωρύχους (πήρε και την πατέντα), με τον Louis Pasteur να δίνει ένα εξτρά νόημα το 1861, όταν απέδειξε την ύπαρξη μικροβίων στον αέρα.
Ο πρώτος χειρουργός που κάλυψε το πρόσωπο του, κατά τη διάρκεια χειρουργικής επέμβασης ήταν ο Paul Berger, Γάλλος καθηγητής κλινικής χειρουργικής και παθολογίας στο Faculté de Μédecine de Paris. Το έκανε όταν ο πλανήτης ζούσε στον Οκτώβριο του 1897. Έως τότε οι χειρουργοί δεν κάλυπταν το πρόσωπο και τη μύτη, εν ώρα δουλειάς με το βήχα, το φτάρνισμα και τα σταγονίδια από την ομιλία να εξελίσσονται σε πρόβλημα για τους ασθενείς. Σημείωσε πως δεν είχε περάσει πολύς καιρός από την ενημέρωση του Louis Pasteur για τα μικρόβια ή του Ignaz Philipp Semmelweis για τη σημασία των αντισηπτικών, ως μέσο καθαρισμού των χεριών των χειρουργών.
Στις 22/2 του 1899 έκανε μια δημοσίευση επί του θέματος. Άρχισε με τη διαπίστωση ότι ‘για πολλά χρόνια ανησυχούσα ως προς το μέρος που πέφτουν τα υγρά σταγονίδια που βγαίνουν από το στόμα του χειρουργού ή των βοηθών του και τη σχέση τους με την πρόκληση λοίμωξης, φαινόμενο που παρατηρείται από καιρού εις καιρόν υπό συνθήκες χειρουργικής ασηψίας’. Σε αυτά που είχαν συμβεί ήδη και του είχαν δημιουργήσει υποψίες ήταν η πυόρροια (εκροή πύου αν θες) που είχε ο ίδιος, σε επέμβαση που έκανε ενώ είχε οδοντογονική περιαισθησία (φλεγμονή στη γνάθο, έπειτα από τομή). Εν συνεχεία, παρατήρησε πως και στις μικρότερες σε διάρκεια συνομιλίες με τους συνεργάτες του στο χειρουργείο -αυτές της μιας συλλαβής- έπεφταν σταγονίδια σάλιου από το στόμα τους.
Εδώ θα χρειαστεί να βάλουμε μια άνω τελεία.
Ο Carl Flügge, βακτηριολόγος και ειδικός επί της στοματικής υγιεινής, είχε ήδη ενημερώσει για την ύπαρξη παθογόνων μικροβίων στο σάλιο, από το 1897. Tα αναπνευστικά σταγονίδια που πήραν το όνομα του, ‘έστρωσαν’ το έδαφος για το concept της μετάδοσης σταγονιδίων, ως τρόπο εξάπλωσης αναπνευστικών μολυσματικών ασθενειών.
Ο Berger ήταν ενήμερος για το εύρημα του Flügge και σκέφτηκε να δοκιμάσει να προστατεύσει τις χειρουργικές τομές από το συγκεκριμένο λόγο μόλυνσης. Πώς; Με το να καλύπτει το στόμα του εν ώρα χειρουργικών επεμβάσεων. Ξεκίνησε με ένα απλό μαντήλι, το οποίο αντικατέστησε με μια πατέντα που αφορούσε ένα οκτάγωνο ύφασμα με έξι στρώματα γάζας. Κάλυπτε τη μύτη, το στόμα και το μούσι. Είχε ράψει το χαμηλότερο μέρος στο υψηλότερο της αποστειρωμένης λινής ποδιάς του. Στα πλάγια άκρα είχε ράψει δυο κομμάτια σκοινί, τα οποία έδενε πίσω από το λαιμό του.
Αυτό που δεν ήξερε ο Berger ήταν πως ο Βρετανός χειρουργός, Joseph Lister είχε ισχυριστεί από το 1867 πως ‘η ασθένεια των τραυμάτων’ προκαλείται από ‘τα μικρόβια μικροσκοπικών ζωντανών οργανισμών’ που είχε περιγράψει ο Pasteur, όταν πρότεινε την ασηψία ως τρόπο εξόντωσης των μικροβίων σε ανοιχτές πληγές -αντί της χρήσης χημικών.
Πίσω στον Berger, δεκαπέντε μήνες μετά την πρώτη φορά που κάλυψε το πρόσωπο του κατά τη διάρκεια επέμβασης -κάτι που έκαναν και οι συνεργάτες του-, τα περιστατικά μολύνσεων είχαν μειωθεί. Στον επίλογο της εργασίας του, έγραψε πως το δημιούργημα του δεν εμπόδιζε με κανέναν τρόπο τη δουλειά του, ενώ προφύλλασε τους ασθενείς. “Δεν εθελοτυφλώ ως προς το γεγονός ότι πρόκειται για ένα μεγάλο σοκ σε ό,τι αφορά τις παραδόσεις και ως εκ τούτου, δεν μπορεί να λάβει θετική αναγνώριση από αυτή που αποδόθηκε στους Γερμανούς χειρουργούς, όπως συνέβη με τον καθηγητή Mikulicz”.
Ας κάνουμε άλλη μια στάση: ο Jan Mikulicz-Radecki ήταν Πολωνός χειρουργός, εφευρέτης νέων τεχνικών και εργαλείων και εκ των πρώτων που αναγνώρισαν τη σημασία των αντισηπτικών. Υπήρξε και από τους πρωτοπόρους των ασηπτικών τεχνικών και ήταν ο πρώτος που πίστεψε τον Flügge και φόρεσε μάσκα, στο χειρουργείο.
Γιατί οι άλλοι σφύριξαν αδιάφορα; Επειδή τότε οι επιστήμονες δεν είχαν πειστεί (ακόμα) πως το στόμα είναι τεράστια πηγή μολύνσεων. Πολύ αργότερα θα προέκυπτε η πληροφορία ότι είναι το ‘σπίτι’ τουλάχιστον 1.200 ειδών βακτηρίων.
Σε έρευνα έχουν περιληφθεί τουλάχιστον 1000 φωτογραφίες χειρουργούν την ώρα της δουλειάς, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη να έχουν καλυμμένα μύτη και στόμα, από το 1863 έως το 1969. Με το ξέσπασμα της πανώλης της Μαντζουρίας (1910-11, είχε ξεκινήσει από την Κίνα και η ρίζα ήταν η μαρμότα που κυνηγούσαν για τη γούνα της) και την πανδημία της γρίπης (1918-19), η μάσκα έγινε ο τρόπος που είχαν όσοι εργάζονταν στα νοσοκομεία ή νοσηλεύονταν σε αυτά, να προστατευθούν από λοιμώδεις ασθένειες που υπήρχαν εκτός χειρουργείων.
Όπως μπορείς να διαβάσεις στο Lancet, στην πανδημία της γρίπης η χρήση μάσκας ήταν υποχρεωτική και για τις αστυνομικές δυνάμεις, όπως και για κατοίκους συγκεκριμένων πολιτειών των ΗΠΑ. Η μείωση των θανάτων στο San Francisco είχε αποδοθεί στη χρήση μάσκας και ήταν τότε που διαπιστώθηκε πως προφύλασσε αυτόν που τη φορούσε από τις μολύνεις. Η εξέλιξη τους συνεχίστηκε, με τους εργαζομένους στην υγεία να συμφωνούν να τη φορούν παντού και πάντα όταν δουλεύουν. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα άρχισαν να κυκλοφορούν και διαφορετικοί τύποι -όπως προέκυψαν και πολλές επιλογέ σε σχέδια. Οι περισσότερες πλένονταν, τα μεταλλικά στοιχεία που ‘χαν προστεθεί αποστειρώνονταν και η χρήση έγινε πιο απλή.
Η μυρωδιά των τσιγάρων έσωσε (εκατομμύρια) ζωές
Έως τότε δεν είχε διεκδικήσει κανείς την πατέντα της ‘μάσκας υγείας’. Το έκανε Καναδός εφευρέτης Joseph Edouard LeDuc, στις 3/2 του 1920. Ήταν αυτός που άρχισε να ράβει μάσκες από κυτταρίνη, τις οποίες ‘γέμιζε’ με βαμβάκι και στερέωνε πίσω από τα αυτιά με κορδόνια. Στο μυαλό του είχε τους κουρείς ως πηγή έμπνευσης. Όπως γράφουν οι Bobr Times είχε πάει στον μπαρμπέρη του και δίπλα κάπνιζε άλλος πελάτης ‘ένα απαίσιο τσιγάρο’. Τον ενοχλούσε η μυρωδιά. Ο 21χρονος LeDuc άρχισε να σκέφτεται μικρές μάσκες, σαν και αυτές που φορούσαν οι στρατιώτες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο που να χωρά στην τσέπη του παντελονιού -ως τρόπο αντιμετώπισης παρομοίων φαινομένων με αποπνικτικές μυρωδιές. Είχε το μονοπώλιο για τον ‘πρόγονο’ της μάσκας Ν95 έως τις 10/5 του 1938.
Στο μεσοδιάστημα, πήρε το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και για την ‘αναδιπλούμενη μάσκα υγείας’ (18/1/1924), αυτό για την μάσκα από χαρτί (‘πρόγονο’ της μάσκας μιας χρήσης) και γενικά πήρε περισσότερες από 20 πατέντες -με διαφορετικά μεγέθη, σχήματα και υλικά. Aρκετές τις πούλησε στη Γερμανία και τη Γαλλία -που είχε να δώσει μάχη με πανδημία. Ενώ είχε γίνει ζάμπλουτος, έδειχνε να ενδιαφέρεται περισσότερο για την επόμενη μάσκα που δεν είχε ανακαλύψει κανείς. Επιπροσθέτως, η προτεραιότητα του ήταν να έχει τους πόρους για να βοηθήσει την κόρη του, Estelle να αντιμετωπίσει την πολιομυελίτιδα. Ο LeDuc πέθανε στα 70, από ανακοπή καρδιάς.