Ἀγαπητά μου παιδιά·
Καί ὁ ἐφετινός ἑορτασμός τῶν Χριστουγέννων βρίσκει τόν ἄνθρωπο ἔναγχο καί κουρασμένο, ἀδύναμο νά ἀντιμετωπίσει τόσες ἀντιφάσεις, τόση ἀνισότητα καί ἀκαταστασία, καί συγχρόνως ἀνίκανο νά κατανοήσει, ὅτι πέραν τοῦ λογικοῦ ἀγῶνα γιά ἐπιβίωση καί ἐπίτευξη κάποιας αὐτάρκειας ὑπάρχει ἡ διάσταση τῆς αὐθεντικῆς ζωῆς,ὅπως μᾶς τήν προβάλλει καί μᾶς τήν ὑποδεικνύει ἡ παροῦσα ἑορτή.
Γιατί ἡ γέννηση τῆς «ὄντως ζωῆς», σπαργανωμένη ὡς βρέφος στή φάτνη, βεβαιώνει τόν ἄλλο καί μοναδικό τρόπο τῆς ζωῆς, ξένο πρός τήν ἀκραία συμπύκνωση τῆς κατάχρησης, τῆς ἀτιμίας καί τῆς κατάκρισης. Ξένο πρός κάθε τρόπο μιᾶς ἐφήμερης ἐπιβίωσης καί ἐπίδειξης ψευδοῦς ἰσχύος. Ξένο, ἐπίσης, σέ μία ἑορτολογική νοηματοδοσία, τῆς ὁποίας τό περιεχόμενο τῶν Χριστουγέννων ἐξαντλεῖται στή σύσπαση ἑνός συγκαταβατικοῦ μηδιάματος, πού σβήνει ἀμήχανα καί ἀπέλπιδα στήν πρώτη δυσκολία τῶν ἑπομένων ἡμερῶν.
Ἐπίσης ὁ ἐνεστῶτας χρόνος τοῦ «σήμερον» στὰ λειτουργικῶς ὑμνολογούμενα, περνάει ἀπαρατήρητος καί ἀκατανόητος, ἀφοῦ μέσα στά γεγονότα τῆς τοῦ Χριστοῦ Γεννήσεως ἐπιβιώνουμε ὡς λαθρεπιβάτες, χωρίς ἐμπειρία καί «πείρα» ζωῆς, σχεδόν ἀνεπίγνωστα συμβιβαστικά καί συμβατικά.
Ὅλο αὐτό τό «κενό» προσπαθοῦμε νά τό θεραπεύσουμε μέ μία μυωπάζουσα δεκτικότητα μικρονοϊκοῦ τύπου, μέ μία δῆθεν «προοδευτική στάση», ὅπου ὁ τρόπος ἐπιβίωσής μας ἐξαντλεῖται σέ διάφορες ἑορταστικές ἐκδηλώσεις καί ἐπιπόλαιους ἐθισμούς, σέ ἐφήμερους παραδείσους πού παραμορφώνουν τήν αὐθεντικότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου τῆς κοινωνίας καί ἀλλοιώνουν τήν ταυτότητά μας, ἀφοῦ κάθε φορά προσδιορίζονται ἀπό τή βουλητική μας διάθεση καί τήν ἀτομική λειτουργικότητα καί ὄχι ἀπό αὐτό πού προβάλλει ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, «ὅτι ἐτέχθη ἡμῖν σήμερον σωτήρ».
Ὅμως αὐτό τό εἴδωλο δέν εἶναι ζωή. Εἶναι ἁπλά τρόπος ἐπιβίωσης μέ τόν ὁποῖον ἡ κοινωνία ἐκφυλίζεται σέ ἀκοινώνητη συναλλαγή ἐμπαθῶν παρορμήσεων, ὁρμέμφυτων ἱκανοποιήσεων καί ἀδηφάγων ἐγωκεντρικῶν συμφερόντων, οἱ δέ σχέσεις μεταξύ τῶν ἀνθρώπων ἀπό κριτήριο ζωῆς καί ὕπαρξης καταλήγουν σέ ἐκφράσεις μιᾶς ποικιλόμορφης ψυχοπαθολογίας.
Μία τέτοια μορφή ἐπιβίωσης δημιουργεῖ ἀπρόσωπες κοινωνίες, ἀποψιλώνει τήν σχέση ἀπό τήν λειτουργικότητά της, πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τήν πληρότητα τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς, καί ὁ ἄνθρωπος προσμετρᾶ λιγότερα ἤ περισσότερα ἔτη μίας ἀνερμάτιστης ἀτομικῆς ἐπιβίωσης καί μόνο, ἐπειδή ἔτσι κατανοεῖ τό ζῆν στήν καθημερινότητά του.
Ὅμως ὁ Χριστός, τό σπαργανούμενο βρέφος τῆς Βηθλεεμικῆς φάτνης, εἶναι διαχρονικά τό αὐθεντικό κριτήριο στόν ἀγῶνα μας γιά ἐπίτευξη τῆς ἀληθινῆς ζωῆς καί ὄχι κάποιας ἁπλῆς ἐπιβίωσης, ἐπειδή μᾶς φανερώνει τόν ἀληθινό τρόπο νά ζοῦμε: μέσα ἀπό τήν ἀγαπητική προσφορά καί τήν ἑκούσια κένωση. Ἀρκεῖ ἐμεῖς νά Τόν ἐμπιστευθοῦμε καί νά Τοῦ ἀποθέσουμε τήν ἐλπίδα μας.
Μέ τήν προϋπόθεση υἱοθέτησης ἑνός τέτοιου τρόπου ζωῆς, ὡς μία βαθύτερη δοκιμασία τῆς γνησιότητας τοῦ ἀσκητικοῦ φρονήματός μας καί τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἤθους μας μπορεῖ τελικῶς νά ὑπάρξει ἀφορμή «ἵνα οἱ δόκιμοι φανεροί γένωνται» (Α’ Κορινθ. 11,19).
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
ΚΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΟ ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ 2018
Μέ πατρικές εὐχές καί εὐλογίες
† Ο ΜΕΣΣΗΝΙΑΣ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ