Τα ευρήματα άρθρου που πραγματεύεται τις προκλήσεις των ψευδώς αρνητικών διαγνωστικών ελέγχων για τον ιό SARS-CoV-2 και που δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό New England Journal of Medicine, συνοψίζουν οι γιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Μαρία Γαβριατοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης και ο καθηγητής Θεραπευτικής και πρύτανης ΕΚΠΑ Θάνος Δημόπουλος.
Θεωρείται πλέον ως δεδομένο πως η ευρεία πραγματοποίηση μοριακού ελέγχου για το νέο κορονοϊό είναι απαραίτητη για τη διασφάλιση της ασφαλούς επανόδου στην κανονικότητα, τονίζουν οι τρεις καθηγητές. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει η διαθεσιμότητα των τεστ, αν και η διαγνωστική ακρίβεια της μεθόδου ενδεχομένως να αποτελέσει ένα ακόμη πρόβλημα μακροπρόθεσμα, σημειώνουν. Μολονότι η συζήτηση έχει επικεντρωθεί κυρίως στο ρόλο των αντισωμάτων έναντι του ιού που θέτουν τη διάγνωση προηγούμενης νόσησης, ο ρόλος του μοριακού ελέγχου έχει υποεκτιμηθεί.
Αν τα τεστ για τον ιό SARS-CoV-2 ήταν πλήρως διαγνωστικά το θετικό αποτέλεσμα θα σήμαινε αυτόματα πως κάποιος έχει σίγουρα τον ιό και το αρνητικό πως δεν τον έχει. Αυτό όμως δεν αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα και ένα αρνητικό τεστ σημαίνει πως κάποιος έχει πολύ μικρή πιθανότητα να φέρει τον ιό.
Συμπερασματικά: Τα διαγνωστικά τεστ βοηθούν πολύ στην επάνοδο στην κανονικότητα, αλλά μόνο εφόσον είναι εξαιρετικά ευαίσθητα και έχουν αξιολογηθεί σε ρεαλιστικές συνθήκες.
Η μέτρηση της ευαισθησίας των τεστ σε ασυμπτωματικό πληθυσμό αποτελεί επείγουσα προτεραιότητα.
Τα ψευδώς αρνητικά αποτελέσματα, ακόμη και σε υψηλής ευαισθησίας τεστ, δεν μπορούν να αποκλείσουν την ύπαρξη λοίμωξης. Ενδεχομένως επαναλαμβανόμενα τεστ σε άτομα πολύ υψηλής κλινικής υποψίας να δώσουν μία λύση στο πρόβλημα, αν και αυτού του τύπου οι στρατηγικές χρειάζονται περαιτέρω τεκμηρίωση.