Σάββατο
23
Νοέμβριος
TOP

Ο βαρύς απολογισμός της οκταετίας – Οι δείκτες και τα στοιχεία

Με το ΑΕΠ συρρικνωμένο κατά το 1/4 και την ανεργία στο 20% του εργατικού δυναμικού, υψηλότερη κατά 7% σε σύγκριση με το 2010, ο απολογισμός της οκταετίας των μνημονίων για την Ελλάδα, όπως προκύπτει από τα βασικά αυτά οικονομικά μεγέθη, είναι θλιβερός.

Eίναι, βεβαίως, γεγονός, όπως επισημαίνουν και οι Ευρωπαίοι δανειστές, ότι το ΑΕΠ ανακάμπτει από το 2017 και η ανεργία ακολουθεί καθοδική πορεία τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Ωστόσο, οι ρυθμοί ανάκαμψης υστερούν σε σχέση με τις προβλέψεις, καθώς το περίφημο «ελατήριο» δεν λειτούργησε και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απόσταση που απομένει για την επιστροφή στα προ κρίσης επίπεδα είναι μεγάλη και θα πάρει χρόνο.

Το χειρότερο, μάλιστα, είναι ότι η Ελλάδα έχασε την ευκαιρία να συμμετάσχει στην ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας την τελευταία τετραετία, με αποτέλεσμα η απόκλιση από τους εταίρους της να μεγαλώσει. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι πλέον στο 67% του μέσου όρου της Ε.Ε. των «28» από 93% το 2008.

Ως ιστορία επιτυχίας στα οικονομικά μεγέθη προβάλλει αναμφίβολα η δημοσιονομική και συγκεκριμένα η εξάλειψη του ελλείμματος του προϋπολογισμού. Η Ελλάδα επιτυγχάνει πλέον όχι απλώς πρωτογενή πλεονάσματα (4,2% του ΑΕΠ το 2017), αλλά και θετικό ισοζύγιο ακόμη και μετά την πληρωμή των τόκων. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια, οι επιδόσεις της ξεπερνούν τους στόχους, εξασφαλίζοντας το λεγόμενο υπερπλεόνασμα, που μετατρέπεται στη συνέχεια σε «κοινωνικό μέρισμα».

Το κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής και των υπερπλεονασμάτων, ωστόσο, είναι υψηλό. Η κυβέρνηση περιέκοψε κατ’ επανάληψη το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, στερώντας πόρους από την ανάπτυξη, ενώ αντιαναπτυξιακά εκτιμάται ότι λειτουργούν και οι φορολογικοί συντελεστές που έχουν εκτοξευθεί στα ύψη για τα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια.

Μεικτή είναι η εικόνα και στους δείκτες που συνδέονται με την ανταγωνιστικότητα. Ναι μεν βελτιώθηκε, αλλά αυτό έγινε κυρίως εξαιτίας της μείωσης του κόστους εργασίας, ενώ η παραγωγικότητα μειώθηκε. Στην τελευταία έκθεση του άρθρου IV, στις 13 Ιουλίου του 2018 (από την οποία προέρχονται οι περισσότεροι από τους παραπλεύρως πίνακες) το ΔΝΤ μιλούσε για «ημιτελή μεταρρυθμιστική ατζέντα», σημειώνοντας ότι οι μεταρρυθμιστικές προσπάθειες που έγιναν, «αν και σημαντικές, υπολείπονταν σημαντικά από αυτό που χρειάζεται και οι δείκτες ανταγωνιστικότητας παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης».

Σε ό,τι αφορά το μεγάλο ζήτημα του δημοσίου χρέους, παρά το PSI, διατηρείται σε ένα επίπεδο της τάξης του 180% του ΑΕΠ από 109,4% το 2008 και 146,2% το 2010. Αυτό δεν σημαίνει ότι το PSI δεν είχε σημασία. Χωρίς αυτό, το χρέος εκτιμάται ότι θα ήταν σήμερα 220% του ΑΕΠ. Σε κάθε περίπτωση, οι αποφάσεις της Ευρωζώνης εξασφάλισαν χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του, τουλάχιστον για τα επόμενα 20 χρόνια, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι η Ελλάδα θα επιτυγχάνει τους δημοσιονομικούς στόχους και θα συνεχίσει να εφαρμόζει τη μεταρρυθμιστική ατζέντα.

www.kathimerini.gr