Υπάρχει μία καθοριστική στιγμή, αίσθηση, αναλαμπή, ακόμα και γνωσιακή κατανόηση που ξεχωρίζει στον ασυνείδητο ψυχικό κόσμο κάποιου. Είναι βυθισμένη στον λαβύρινθο του μυαλού του, στρυμωγμένη μέσα σε χιλιάδες άλλες αναμνήσεις και βιώματα, σκοτεινά κι αντιφατικά στοιχεία, τα οποί έχουν καταφέρει να μην περάσουν στη λήθη, αναφέρει σε ένα χαρακτηριστικό αφιέρωμα το www.protothema.gr
Αντιθέτως, καταγράφονται στα ανθρώπινα άδυτα της ύπαρξής, κατακτώντας έτσι μία περίοπτη θέση στον μοναδικό ατομικό σύμπαν. Αυτή η κατανόηση – μία σχεδόν υπερβατική αίσθηση- είναι που καθορίζει το είναι του κάθε ανθρώπου. Το παρόν και το μέλλον του. Τον πυρήνα της ίδιας του της ύπαρξης. Για τον Πολ Σαρμπάνη που γεννήθηκε το 1933 στο Μέριλαντ των Ηνωμένων Πολιτειών, η αφετηρία αυτή μύριζε Ελλάδα. Τί και αν ήταν μία Ελλάδα που βρισκόταν εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά. Μία άγνωστη Ελλάδα, την οποία τα παιδικά μάτια του Πολ δεν είχαν καν αντικρύσει.
Βρισκόταν, όμως, πανταχού παρούσα στην καθημερινότητα αυτού του κανονικού παιδιού, του οποίου οι γονείς όπως τόσοι και τόσοι άλλοι, είχαν εγκαταλείψει την πατρίδα τους για μία καλύτερη ζωή. Κάθε μέρα μετά το σχολείο, βοηθούσε τους γονείς του με την οικογενειακή επιχείρηση. Σέρβιρε τραπέζια στο ελληνικό εστιατόριο που είχαν καταφέρει να δημιουργήσουν οι εξ’ Ελλάδος και συγκεκριμένα Λακωνίας μετανάστες γονείς του. Κατευθυνόταν συχνά με έναν δίσκο, εξυπηρετώντας πελάτες, ενώ μάζευε τα τραπέζια και στη συνέχεια έπλενε μία στοίβα πιο ψηλή από το μπόι του, λερωμένα πιάτα με αποφάγια ελληνικών σπεσιαλιτέ. Εκείνη η υποτυπώδης διαδικασία, μέρος μίας καθημερινής τελετουργίας σφράγισε μέσα του μία ισορροπία που ο νεαρός και μετέπειτα ώριμος Σαρμπάνης διατήρησε καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς ζωής του, η οποία έκλεισε χθες.
Η Ελλάδα, οι παραδόσεις, η μακρινή πατρίδα που ζούσε μέσα στην οικογένεια του και περνούσε από γενιά σε γενιά, θα τον ακολουθούσε παντού. Παράλληλα, όμως, θα κυνηγούσε με όλες του τις δυνάμεις μία θέση στο αμερικανικό όνειρο που θα τον απομάκρυνε πολύ από το ντάϊνερ των γονιών του. Για την ακρίβεια θα τον εκτόξευε στην
Ουάσιγκτον, στην αμερικανική πολιτική ελίτ και στις καρδιές του λαού.
Σήμερα, που ο θάνατός του σε ηλικία 87 ετών δεν παραλείπεται να αναφερθεί από κανένα Μέσο, κανένα δημοσίευμα, καμία εφημερίδα, μεγάλης ή μικρής κλίμακας, ο Σαρμπάνης αποδεικνύει, έστω και κατά την απουσία του ότι δεν κατέκτησε το αμερικανικό όνειρο. Το μετουσίωσε. Όσο για την Ελλάδα; Αυτή την τίμησε, αποτελώντας στυλοβάτη της ομογένειας, ιδρυτή του Ελληνικού λόμπι της Ουάσιγκτον και παθιασμένο υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων στην Ουάσιγκτον.
Η πρώτη του επιτυχία ήταν οι εξέχουσες σπουδές του. Αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Πρίνστον με υποτροφία και συνέχισε στην Αγγλία και στην Οξφόρδη. Μία από τις αγαπημένες ιστορίες που συνήθιζε να διηγείται από εκείνη την περίοδο ήταν όταν έκανε παρατήρηση στον Άλμπερτ Αϊνστάιν να ησυχάσει. Εκείνος ήταν πρωτοετής και ανάμεσα σε μαθήματα και διαλέξεις πήγε στον κοιτώνα για έναν σύντομο υπνάκο. Αυτός διεκόπη από δυνατές φωνές. «Ησυχάστε επιτέλους εκεί έξω!» φώναξε. Ο θόρυβος συνεχίστηκε και ο νεαρός Πολ αποφάσισε να αντιμετωπίσει εκείνους που του είχαν διακόψει την πολυπόθητη ξεκούραση του. Έτσι, με τις πιτζάμες και μία διάθεση για καυγά βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με τον πιο διάσημο επιστήμονα του κόσμου, ο οποίος περιηγείτο με μία ομάδα ακαδημαϊκών στην πανεπιστημιούπολη. Στο Πρίνστον γνώρισε και την Αγγλίδα σύζυγό του, η οποία στη συνέχεια έγινε καθηγήτρια λατινικών και ελληνικών.
Διαβάστε την συνέχεια εδώ