Στο βιβλίο «Jackie and Maria» πρωταγωνιστούν δύο από τις διασημότερες και πιο λαμπερές γυναίκες του 20ού αιώνα – Το «Gala» μίλησε με τη συγγραφέα και δημοσιεύει αποσπάσματα
Η δημοφιλής συγγραφέας Τζιλ Πολ μοιάζει να έχει το άγγιγμα του Μίδα, καθώς τα ιστορικά μυθιστορήματά της βρίσκονται στην κορυφή των πωλήσεων σε Βρετανία και ΗΠΑ, ενώ έχουν μεταφραστεί σε πάνω από 20 γλώσσες. Μιλήσαμε μαζί της μία ημέρα πριν από τη δημοσίευση του μυθιστορήματός της για την Τζάκι Κένεντι και τη Μαρία Κάλλας.
GALA: Πώς ξεκίνησε η ιδέα του βιβλίου;
TZIΛ ΠΟΛ: Ξεκίνησε όταν μια αναγνώστριά μου από την Αθήνα με προσέγγισε μέσω των social media προτρέποντάς με να γράψω ένα βιβλίο για τις δύο αυτές θρυλικές προσωπικότητες. Το όνομά της είναι Βαρβάρα Δούκα. Σκέφτηκα «Θεέ μου, υπέροχη ιδέα!». Εχει όλα τα στοιχεία του είδους μυθιστορήματος που μου αρέσει να γράφω. Μια ιστορία πραγματικά περίπλοκη, μια σχέση σύνθετη, σε μια εποχή άκρως ενδιαφέρουσα. Αφιέρωσα το βιβλίο στη Βαρβάρα γιατί αισθάνθηκα ευγνώμων που μου έδωσε μια τόσο σπουδαία ιδέα. Επικοινωνούμε μέσω social media, αλλά πρέπει να έρθω στην Αθήνα για να τη συναντήσω.
G.: Πρόκειται για ένα βιβλίο μυθοπλασίας, να υποθέσω, στο οποίο πρωταγωνιστούν χαρακτήρες από την πραγματική ζωή;
ΤΖ.Π.: Η απάντηση είναι «ναι». Δεν είναι κάτι καινούριο, ωστόσο. Και ο Σαίξπηρ είχε γράψει μυθιστορήματα με ήρωες που υπήρχαν στην πραγματική ζωή. Η Xίλαρι Μαντέλ έγραψε ιστορίες με ήρωα τον βασιλιά Ερρίκο Η’. Υπάρχουν Αμερικανοί συγγραφείς που ειδικεύονται στη μυθοπλασία για ιστορικούς χαρακτήρες του 20ού αιώνα. Σε αντίθεση με τους βιογράφους, μπορείς να κάνεις σπέκουλα, να δραματοποιήσεις σκηνές, να επινοήσεις σκέψεις και διαλόγους που να φέρουν τον αναγνώστη πιο κοντά στο πώς θα μπορούσαν να είναι οι ήρωες του βιβλίου. Δεν ισχυρίζομαι ότι αυτή είναι η πιο πραγματική εκδοχή της Μαρίας Κάλλας και της Τζάκι Κένεντι-Ωνάση, δίνω όμως την ερμηνεία μου που έχει μια συναισθηματική εκδοχή της αλήθειας. Υπάρχουν σίγουρα άνθρωποι που διαφωνούν μαζί μου, αλλά στη δική μου ιστορία προσπαθώ να δώσω μια λογική εξήγηση στα μυστήρια της πραγματικής τους ζωής.
G.: Σε ποιο σημείο σταματά η πραγματικότητα και ξεκινά η φαντασία;
ΤΖ.Π.: Αποδείχθηκε ότι το γράψιμο του «Jackie and Maria» μού πήρε περισσότερο χρόνο σε σχέση με οποιοδήποτε άλλο μυθιστόρημα μέχρι τώρα. Πέρασα από πολλά drafts, προσπαθώντας να ισορροπήσω τις ιστορίες και να δω ποια κομμάτια να συμπεριλάβω και ποια να αφήσω πίσω. Η Βαρβάρα Δούκα με βοήθησε με τις συμβουλές της σε όλα τα ελληνικά κομμάτια του βιβλίου, η τραγουδίστρια της όπερας Χίδερ Κινς βοήθησε με τις τεχνικές του τραγουδιού, ενώ η Λορ Μπίνγκαμ, συγγραφέας παιδικών βιβλίων, ήταν η ειδική που διέθετα για τις εγκυμοσύνες. Για όποια λάθη μπορεί να υπάρχουν στο μυθιστόρημα αναλαμβάνω εγώ την ευθύνη. Πήγα στα νησιά του Ιονίου και επισκέφτηκα με ιδιωτικό σκάφος τον Σκορπιό αρκετές φορές. Φανταζόμουν τους ήρωές μου να κάνουν μπάνιο στα λιμανάκια και τις παραλίες του. Είναι ένα ιδιωτικό νησί, απόλυτα προστατευμένο με φρουρούς ασφαλείας, οι οποίοι μας ζήτησαν να απομακρυνθούμε πολλές φορές. Ωστόσο κατάφερα να φτάσω κολυμπώντας στην ακτή και να νιώσω την άμμο του στα δάχτυλα των ποδιών μου, όπως ακριβώς η Τζάκι και η Μαρία.
G.: Τι άλλο περιλάμβανε η έρευνα που έκανες για τη συγγραφή του βιβλίου;
ΤΖ.Π.: Διάβασα όλες τις διαθέσιμες βιογραφίες των δύο ηρωίδων καθώς και επιστολές που υπήρχαν είτε online είτε σε βιβλιοθήκες. Επιπλέον, πέρυσι το καλοκαίρι έκανα το ταξίδι που σας προανέφερα στην Ελλάδα και τον Σκορπιό, αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Αλλωστε, οι διακοπές στα ελληνικά νησιά είναι οι αγαπημένες μου.
G.: Ποια ήταν στην πραγματικότητα η σχέση ανάμεσα σε αυτές τις δυο γυναίκες που έχουν περάσει στη σφαίρα του μύθου;
ΤΖ.Π.: Στην πραγματικότητα δεν συναντήθηκαν ποτέ. Ηταν όμως ανταγωνίστριες. Αφού η Τζάκι Κένεντι παντρεύτηκε τον Ωνάση, αυτός επέστρεψε στη Μαρία και συνήθιζε να μιλάει στην Τζάκι για τη σχέση του με αυτήν. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης συμπεριφέρθηκε αρκετά άσχημα και στις δύο γυναίκες. Ενώ είναι αξιοθαύμαστη η επιχειρηματική του οξύνοια και το γεγονός ότι ήταν αυτοδημιούργητος τον κάνει αξιέπαινο, έχω την αίσθηση ότι στις γυναίκες δεν φερόταν σωστά. Οι καιροί όμως ήταν διαφορετικοί. Θα τολμήσω να πω ότι ήταν ένας άνδρας της εποχής του.
G.: Στις μέρες μας θα τον θεωρούσαν «μάτσο»;
ΤΖ.Π.: Απολύτως ναι. Στην εποχή του, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Και δεν ήταν περισσότερο γυναικάς από τον Κένεντι. Ηθελε όμως να τον βλέπουν με γυναίκες. Στη Λευκάδα έχουν μέχρι και άγαλμά του. Παραμένει, λοιπόν, δημοφιλής. Η Κάλλας όμως ήταν ίσως η μόνη γυναίκα που τον ήθελε γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτά που έχει.
G.: Ποια είναι τα κοινά στοιχεία ανάμεσα στις δύο ηρωίδες;
ΤΖ.Π.: Εχει διαφορετικό background η καθεμία. Η Τζάκι προερχόταν από ένα προνομιούχο περιβάλλον, ενώ η Μαρία είχε αρκετά πιο δύσκολο παρελθόν, ειδικά μετά το διαζύγιο των γονιών της και την εγκατάσταση με τη μητέρα της στην Αθήνα. H μητέρα της «πούλησε» στιγμές από τον προσωπικό τους βίο με πολύ άσχημο τρόπο στον Τύπο. Η σχέση της με την Κάλλας έγινε αντικείμενο άρθρου στο «Time» . Επομένως, η Μαρία και η Τζάκι δεν είχαν πολλά κοινά, πέρα από το γεγονός ότι ήταν ισχυρές και αποφασισμένες σε μια εποχή που δεν ενθάρρυνε τις γυναίκες να δρουν με αυτόν τον τρόπο. Σε μερικές φωτογραφίες μάλιστα μοιάζουν και λίγο μεταξύ τους.
G.: Υπάρχει κάποιο στοιχείο που συνδέει τις ηρωίδες σου;
ΤΖ.Π.: Μου αρέσει να γράφω για γυναίκες που δεν έχουν αντιμετωπιστεί δίκαια από τους βιογράφους τους στο παρελθόν. Εγραψα, για παράδειγμα, για τη Γουάλις Σίμπσον, σύζυγο του πρίγκιπα Εδουάρδου, δούκα του Γουίνδσορ και τη σχέση της με την πριγκίπισσα Νταϊάνα. Η Γουάλις δεν έτυχε σωστής αντιμετώπισης από τους βιογράφους της, αλλά και η Μαρία Κάλλας έγινε αντικείμενο πολλών υποτιμητικών δημοσιευμάτων όσο ήταν ακόμα εν ζωή. Την αποκαλούσαν «ντίβα» ή «τέρας», ενώ ήταν απλά ασύλληπτα επαγγελματίας. Ηταν συνεπής στις φιλίες της και ανάμεσα στην ειλικρίνεια και το τακτ διάλεγε πάντα το πρώτο. Θαυμάζω τον χαρακτήρα της. Ενδεικτικό είναι ότι το στενό φιλικό της περιβάλλον δεν προχώρησε ποτέ σε αποκαλύψεις.
Αποσπάσματα από το «Jackie and Maria»
Το «Gala» παραθέτει αποκλειστικά αποσπάσµατα από το «Jackie and Maria» που δανείζεται τα ονόµατα των δύο αυτών γυναικών – ινδάλµατα του 20ού αιώνα:
«Ελάτε μαζί μου». H Μαρία ένιωσε την οικοδέσποινα του πάρτι να την τραβάει από τον ώμο τόσο έντονα που παρ’ ολίγον να πέσει προς τα πλάγια. «Θέλω να σας συστήσω στους Ελληνες φίλους σας, Αριστοτέλη και Τίνα Ωνάση. Να τοι», ανακοίνωσε η οικοδέσποινα απλώνοντας το χέρι. «Αυτή είναι η Μαρία Κάλλας». Χρόνια αργότερα, η Μαρία θα επανεξέταζε τη φαινομενική απλότητα αυτής της στιγμής. Οταν πρόκειται να γνωρίσεις κάποιον που θα γυρίσει τον κόσμο σου ανάποδα, αφού πρώτα τον αναταράξει τόσο βίαια, θα πρέπει να υπάρχει κανονικά ένα προειδοποιητικό σημάδι. Στην ελληνική μυθολογία θα υπήρχε κάτι, μια καταιγίδα, ένας σεισμός, μια έκλειψη ηλίου. Εδώ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο. Μόνο το μουρμουρητό μιας ευγενικής συνομιλίας, ένα κουαρτέτο εγχόρδων να παίζει Σούμπερτ και τα ποτήρια σαμπάνιας κάτω από τους κρυστάλλινους πολυελαίους.
Φυσικά και είχε ακούσει πριν για τον Ωνάση. Ανάλογα με την εφημερίδα που διάβαζες, ήταν είτε ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο και γοητευτικός οικοδεσπότης του γιοτ του «Χριστίνα», είτε ένας απατεώνας, ένας πειρατής της ανοιχτής θάλασσας. Με έκπληξη διαπίστωσε ότι ήταν πιο κοντός από αυτήν, καθώς στις φωτογραφίες είχε την αύρα ενός ψηλού άνδρα, αλλά της άρεσε ευθύς αμέσως το ενδιαφέρον βλέμμα που είχε ανιχνεύσει πάνω του, ο σταθερός τρόπος με τον οποίο κρατούσε το χέρι της και που έσκυψε να το αγγίξει με τα χείλη του.
«Είστε ο πατέρας της Μαρίας;» άκουσε την Τίνα Ωνάση να ρωτά τον σύζυγό της, Μπατίστα, που βρισκόταν πίσω της. Ο κόσμος το σκεφτόταν συχνά αυτό εξαιτίας των 30 χρόνων διαφοράς μεταξύ τους. «Suo marito», απάντησε αυτός ελαφρά εκνευρισμένος. Δεν μιλούσε πολλά αγγλικά, μόνο ιταλικά. Ετσι η Τίνα χρησιμοποίησε αυτήν τη γλώσσα για να συνομιλήσει μαζί του, ενώ ο Αριστοτέλης κουβέντιαζε με τη Μαρία στα ελληνικά.
«Ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν σε έχω ακούσει ποτέ να τραγουδάς. Δεν είμαι φαν της όπερας. Πάντα μου ακούγεται σαν δύο Ιταλούς σεφ που φωνάζουν συνταγές ριζότο ο ένας στον άλλο».
Η Μαρία γέλασε. «Δεν νομίζω να το έχω ξανακούσει αυτό. Θυμάστε πώς λεγόταν η όπερα;».
«Δεν έχω ιδέα», παραδέχτηκε με χαμόγελο. «Οταν η Τίνα με πήγε σε όπερα στην Αθήνα λαγοκοιμήθηκα στο θεωρείο. Τουλάχιστον είχε άνετες θέσεις». «Νομίζω πως θα διαπιστώσετε ότι οι όπερες είναι τόσο διαφορετικές όσο…». Εψαξε για μια κατάλληλη παρομοίωση. «Είστε στη ναυτιλία, έτσι δεν είναι; Οι όπερες έχουν μια ποικιλία που θυμίζει τις διαδρομές αποστολής των πλοίων». Εκανε ένα μορφασμό. «Αλλά στο πιο καλλιτεχνικό, ελπίζω. Παρά το αυτί μου που θυμίζει τενεκέ, θα ήθελα πολύ να ακούσω τη φωνή για την οποία όλοι οι κριτικοί παραληρούν». Του έδωσε μια τυπική αγκαλιά. «Δεν είναι όλοι ενθουσιασμένοι, φοβάμαι. Ξέμειναν από κολακευτικά σχόλια στον υπερθετικό βαθμό πριν από πολύ καιρό και τώρα έρχονται στις παραστάσεις μου αναζητώντας στοιχεία που πρέπει να επικρίνουν. Δεν θέλω να κάνω τη δουλειά τους εύκολη, οπότε η πίεση κάθε φορά που είμαι στη σκηνή είναι τεράστια».
«Η ίδια παλιά ιστορία. Χτίζουν τον μύθο σου για να σου δώσουν τη γροθιά που θα σε κάνει να πέσεις κάτω».
«Ισως έχετε βιώσει κάτι παρόμοιο;». Γνώριζε ότι τρία χρόνια νωρίτερα είχε συλληφθεί στην Αμερική για κάποιες ατασθαλίες που αφορούσαν τη ναυτιλιακή αυτοκρατορία του, κοκκώδεις φωτογραφίες με τα δακτυλικά του αποτυπώματα είχαν εμφανιστεί στον Τύπο. Πρέπει να ήταν ταπεινωτικό. Εσκυψε πιο κοντά και μπορούσε να μυρίσει ένα γλυκό άρωμα σανού που πιθανώς προερχόταν από το πούρο που προεξείχε από την τσέπη του. «Υπάρχει μια θάλασσα διαφορών μεταξύ μας. Για να φτάσω όμως μέχρι εδώ μου κόστισε, ζω μέσα σε μια μόνιμη ζαλάδα. Αλλά εσύ – εσύ έχεις καθαρά ένα δώρο από τον Θεό».
«Δουλεύω επίσης πολύ σκληρά, κύριε Ωνάση». Αυτό ήταν υποτιμητικό. Η Μαρία απομνημόνευε το λιμπρέτο, εξασκούνταν όλο το απόγευμα και, αν δεν είχε παράσταση το βράδυ, διάβαζε όπερες στο κρεβάτι μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες. Η μουσική ήταν η ζωή της. Το να παρευρίσκεται σε πάρτι σαν αυτό ήταν σπάνιο.
«Να με φωνάζεις Αριστοτέλη. Σε παρακαλώ. Αγγιξε το χέρι της, ακριβώς πάνω από τον αγκώνα, όπου το γάντι της σταματούσε και ήταν εκτεθειμένη η γυμνή της σάρκα. «Πότε θα έρθω να σε ακούσω να τραγουδάς; Είσαι ο οδηγός μου». Αυτή χαμογέλασε. «Θα σας ενημερώσω όταν θα τραγουδάω σε μια αίθουσα με ιδιαίτερα άνετα καθίσματα. Ισως πρέπει να φέρετε το δικό σας μαξιλάρι». «Σύμφωνοι», είπε κρατώντας το χέρι του πάνω της.
Φλέρταρε, με τον άνδρα της να βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής.
***
Λίγες μέρες μετά τον θάνατο του μωρού τους, ο Τζακ έφτασε στη Ουάσινγκτον. Η Τζάκι ανάρρωνε στο σπίτι της στην Τζορτζτάουν. Καθόταν στην κορυφή του κρεβατιού με τον ανεμιστήρα να φυσάει δροσερό αέρα στα πόδια της. Η αδερφή της, Λι, είχε πετάξει από το Λονδίνο και έπαιζε τη νοσοκόμα, φέρνοντας ποτά και τακτοποιώντας τα βιβλία και τις λοσιόν στο πλάι, ενώ φορούσε ένα άψογο μεταξωτό πουά από τη συλλογή Ανοιξη/Καλοκαίρι του Jean Patou.
Η Τζάκι την κοίταζε επικριτικά. Ηταν ευγενικό να αφήσει τα πάντα και να σπεύσει να το παίξει νοσοκόμα, αλλά ποια θα φορούσε ένα ολοκαίνουριο φόρεμα επώνυμου σχεδιαστή για να φροντίσει μία εγχειρισμένη, για όνομα του Θεού! Η Λι πάντα προσπαθούσε να είναι η καλύτερα ντυμένη από τις δύο, ανεξάρτητα από την περίσταση, και η ανταγωνιστικότητά της μπορούσε να γίνει κουραστική.
«Πώς είσαι, παιδί;» ρώτησε ο Τζακ, σκύβοντας για να τη φιλήσει, με μια έκφραση ανησυχίας στο πρόσωπό του. «Είσαι καλά; Κάναμε μια στάση στο Παρίσι και σου αγόρασα ένα άρωμα». Εβαλε ένα όμορφα τυλιγμένο πακέτο στην αγκαλιά της, αλλά δεν την άγγιξε. Πώς θα μπορούσε να σκέφτεται αρώματα σε μια στιγμή σαν αυτή; «Γεια σου Λι», συνέχισε. «Καλά έκανες που ήρθες να βοηθήσεις». Η Λι τον κοίταξε. «Γεια, Τζακ. Υπέροχο μαύρισμα». «Η κηδεία ήταν το περασμένο Σάββατο», διέκοψε η Τζάκι, αντιμέτωπη μαζί τους σαν σε παρτίδα πόκερ, προσπαθώντας να μεταφέρει και στους δύο κάποιο σεβασμό για τη σοβαρότητα της περίστασης. «Ηταν κορίτσι. Κόρη σου. Την ονόμασα Aραμπέλα». Ο Τζακ κούνησε το κεφάλι, επιτέλους, σοβαρά. «Μου αρέσει αυτό το όνομα».
«Ο Μπόμπι έκανε ό,τι χρειαζόταν», συνέχισε, με τη φωνή της να κόβει σαν μαχαίρι. «Καλός άνθρωπος», απάντησε ο Τζακ. «Θα του τηλεφωνήσω και θα τον ευχαριστήσω, αλλά πρώτα χρειάζομαι ένα σάντουιτς. Δεν έχω φάει από το πρωί».
«Επίτρεψέ μου να φέρω το σάντουίτς σου», επέμεινε η Λι, κατευθυνόμενη προς την πόρτα.
«Ζαμπόν και μουστάρδα, εντάξει;»
Η Λι γινόταν σαν κουταβάκι για τον Τζακ. Τίποτα δεν της ήταν πρόβλημα για τον αγαπημένο γαμπρό της. Μόλις έμειναν μόνοι, η Τζάκι περίμενε να της ζητήσει συγγνώμη που δεν επέστρεψε νωρίτερα να της πει πόσο στενοχωρημένος είναι για την απώλεια του μωρού, να μοιραστεί τη θλίψη που είχε συσσωρευτεί μέσα της, σκληρά και επώδυνα σαν σφαίρα – αλλά αντ’ αυτού άρχισε να μιλάει για κάποιον δημοσιογράφο που είχε συναντήσει στο αεροπλάνο. Τον κοίταξε, τα μαλλιά του έλαμπαν στον ήλιο, το δέρμα του ήταν σκούρο σαν καρύδι και θαύμαζε τη -σχεδόν ηλεκτρική- ενέργεια που εξέπεμπε. Δεν είχε ιδέα τι συνέβαινε μέσα στο μυαλό της. Καμία απολύτως. Ισως δεν είχε και ποτέ. ◆
πηγή: protothema.gr