Παρότι ξεκίνησε ως υγειονομική κρίση, η πανδημία του νέου κορωνοϊού έχει εξελιχθεί σε μια μεγάλης κλίμακας παγκόσμια οικονομική και κοινωνική κρίση. Τα μέτρα που ελήφθησαν από τις περισσότερες χώρες σήμαιναν μια χωρίς προηγούμενη αναστολή ή περιορισμό εργασιακών δραστηριοτήτων, την ώρα που οι απαιτήσεις εργασιακής ασφάλειας σήμαιναν και μεγάλες αλλαγές στη διαδικασία εργασίας. Την ίδια ώρα οι περισσότερες κυβερνήσεις προχώρησαν σε έκτακτα μέτρα για να αντισταθμίσουν μέρος τουλάχιστον των κοινωνικών επιπτώσεων της πανδημίας.
Ολα αυτά διαμορφώνουν ένα ιδιαίτερα αντιφατικό τοπίο, όπου από τη μια η πανδημία οδηγεί σε μια νέα ριζική επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων και από την άλλη λειτουργεί ως καταλύτης για την προώθηση μεγάλων αλλαγών στους όρους και την οργάνωση της εργασίας.
Ο φόβος για έκρηξη της ανεργίας
Η παγκόσμια επίπτωση της πανδημίας στον βαθμό απασχόλησης είναι τεράστια. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ILO) εκτιμά ότι στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, η απώλεια ωρών εργασίας θα φτάσει το 10,5% και αυτό ισοδυναμεί με 305 εκατομμύρια θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για το 1,6 δισεκατομμύριο ανθρώπων στον άτυπο τομέα της οικονομίας, το 60% του οποίου αναμένεται να έχει μείωση των εισοδημάτων του.
Στη χώρα μας, οι πρώτες ενδείξεις για το μέγεθος της αναμενόμενης αύξησης της ανεργίας ήρθαν από τα στοιχεία του συστήματος Εργάνη για τον Απρίλιο. Παρότι οι αποχωρήσεις από την εργασία (απολύσεις και οικειοθελείς αποχωρήσεις) μειώθηκαν από 171.286 τον Απρίλιο του 2019 σε 41.350 τον Απρίλιο του 2020, κάτι που μπορεί να αποδοθεί και στο καθεστώς αναστολής λειτουργίας με παράλληλη ουσιαστικά απαγόρευση καταγγελίας συμβάσεων εργασίας σε πολλούς κλάδους, την ίδια στιγμή οι νέες προσλήψεις καταβαραθρώθηκαν. Από 282.181 προσλήψεις τον Απρίλιο του 2019 υποχωρήσαμε στις 48.555. Αυτά οδήγησαν σε ένα οριακό ισοζύγιο 7.205 θέσεων εργασίας τον Απρίλιο του 2020, που είναι το χαμηλότερο ισοζύγιο της τελευταίας εικοσαετίας. Επιπλέον, καταγράφεται αρνητικό ισοζύγιο -27.149 στην περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου 2020.
Ολα αυτά παραπέμπουν σε μια δυναμική αύξησης της ανεργίας, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι οι επόμενοι μήνες ήταν και οι μήνες σημαντικής εποχικής αύξησης της απασχόλησης με το άνοιγμα της τουριστικής σεζόν.
Αντίστοιχα, υπάρχει το θέμα των επιχειρήσεων που θα βγουν από καθεστώς αναστολής λειτουργίας, αλλά θα προχωρήσουν σε μείωση προσωπικού. Παρότι οι επιχειρήσεις που έκαναν χρήση των σχετικών ρυθμίσεων είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τον ίδιο αριθμό θέσεων εργασίας για 45 μέρες μετά την επαναλειτουργία, αυτό δεν αποκλείει όταν περάσει αυτό το διάστημα να προχωρήσουν και σε απολύσεις, ιδίως σε κλάδους που θα έχουν πολύ μειωμένο τζίρο. Επιπλέον, ο περιορισμός των 45 ημερών δεν ισχύει για οικειοθελείς αποχωρήσεις ή για λήξεις συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Ολα αυτά παραπέμπουν και σε ένα «δεύτερο κύμα» απώλειας θέσεων εργασίας.
Με δεδομένο ότι στην Ελλάδα ούτως ή άλλως το ποσοστό ανεργίας 16,1% τον Φεβρουάριο παρέμενε υψηλό παρά τη σταδιακή μείωση, είναι προφανές ότι η προοπτική είναι για σημαντική αύξηση της ανεργίας, με όλες τις επιπτώσεις που αυτό έχει για την κοινωνική συνοχή.
Το νέα κύμα ευελιξίας της εργασίας
Η συγκυρία της πανδημίας έφερε ένα νέο κύμα ευελιξίας της εργασίας. Αιχμή του δόρατος είναι αυτή τη φορά η εκ περιτροπής εργασία με τον τρόπο που επιτρέπεται να εφαρμοστεί με μονομερή απόφαση των εργοδοτών. Σημειώνουμε εδώ ότι μια πρώτη μεγάλη αύξηση της εκ περιτροπής εργασίας είχαμε και στην περίοδο των Μνημονίων.
Με αυτό τον τρόπο, όμως, γίνεται ακόμη ένα βήμα στο πέρασμα σε ένα μοντέλο εργασίας όπου δεν θα υπάρχουν συμφωνημένες ώρες πλήρους απασχόλησης, αλλά η κλίμακα της απασχόλησης των εργαζομένων θα εξαρτάται από τις ανάγκες της επιχείρησης και την οικονομική συγκυρία. Οριακή μορφή αυτής της γενικευμένης ευελιξίας της εργασίας είναι σε ορισμένες χώρες τα λεγόμενο «zero hour contracts», δηλαδή οι συμβάσεις εργασίας που δεν ορίζουν χρόνο εργασίας αλλά απλώς δεσμεύουν τον εργαζόμενο να προσφέρει εργασία όποτε και εάν το ζητήσει η επιχείρηση. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και μια άλλη παράμετρο που αρχίζουμε να τη βλέπουμε και στη χώρα μας.
Με την επέκταση των πρακτικών διανομής κατ’ οίκον αυξάνεται και ο αριθμός των ανθρώπων που εργάζονται στις νέες πλατφόρμες διανομής, σε μια συνθήκη επίσης ιδιαίτερα ευέλικτης εργασίας για τους διανομείς, που μάλιστα τυπικά είναι αυτοαπασχολούμενοι και οι οποίοι αναγκάζονται να εργάζονται πάρα πολλές ώρες. Το ζήτημα αυτό της παραπέρα ευελιξίας της εργασίας και του ακόμη μεγαλύτερου περιορισμού της σταθερής απασχόλησης αναμένεται παγκοσμίως να αποτελέσει ένα από τα βασικά πεδία συγκρούσεων στο τοπίο της εργασίας το επόμενο διάστημα.
Η επέκταση της τηλεργασίας
Η τηλεργασία είναι μια μορφή που εξαρχής αναδύθηκε ως εναλλακτική μέσα στην πανδημία. Μάλιστα για πρώτη φορά επεκτάθηκε και σε χώρους που πριν ήταν ανοίκεια, όπως το Δημόσιο. Πλήθος εργαζομένων για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με πρακτικές όπως η εργασία από το σπίτι ή οι τηλεδιασκέψεις. Μάλιστα, σε πολλές χώρες η σύσταση για κατά το δυνατό χρήση τέτοιων πρακτικών αναμένεται να διατηρηθεί για όλη τη διάρκεια της πανδημίας και ακόμη και εάν υπάρξει χαλάρωση των περιοριστικών μέτρων.
Τα πλεονεκτήματα των μορφών τηλεργασίας ήταν γνωστά από πριν και αρκετοί άνθρωποι επιθυμούσαν τέτοιες δυνατότητες, καθώς περιορίζουν τις μετακινήσεις και διευκολύνουν την ανατροφή των παιδιών.
Ομως, υπάρχουν και αρκετά προβλήματα με την τηλεργασία με το κυριότερο να είναι μια πλήρης διάχυση της εργασίας σε όλη τη διάρκεια της ημέρας και μια αδυναμία να υπάρχει διάκριση ανάμεσα στον χρόνο εργασίας και τον ελεύθερο χρόνο. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι τελικά η τηλεργασία οδηγεί σε μια σημαντική αύξηση του πραγματικού χρόνου εργασίας και άρα σε μορφές μεγαλύτερης κόπωσης και στρες.
Η προοπτική των μειώσεων αποδοχών
Η προοπτική μιας μεγάλης παγκόσμιας ύφεσης, που στις αναπτυγμένες χώρες αναμένεται να είναι ιδιαίτερα έντονη και το ενδεχόμενο η αναμέτρηση με την πανδημία να συνεχιστεί για καιρό και άρα να παραταθεί και ο περιορισμός οικονομικών δραστηριοτήτων, ανοίγει τον δρόμο για μειώσεις μισθών. Η πίεση θα είναι ακόμη πιο μεγάλη σε χώρες που αναμένεται να έχουν μεγάλη ύφεση, όπως η Ελλάδα όπου τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και το ΔΝΤ συγκλίνουν σε μια ύφεση γύρω το 10%.
Ολα αυτά αναμένεται να πάρουν τη μορφή μεγάλης πίεσης για μείωση μισθών και ημερομισθίων. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη εκ των πραγμάτων μετατέθηκε για την επόμενη χρονιά τυχόν αύξηση του κατώτατου μισθού.
Μόνο που ο συνδυασμός ανάμεσα στην αύξηση της ανεργίας και τυχόν μειώσεις μισθών θα σημαίνει ένα τοπίο και κοινωνικής κρίσης. Ας μην ξεχνάμε ότι τα πλήγματα που δέχτηκαν οι μισθωτοί την προηγούμενη δεκαετία ήταν συντριπτικά και ακόμη και σήμερα ο κατώτατος μισθός είναι 101 ευρώ χαμηλότερος αυτού που ίσχυε 10 χρόνια πριν.
Το προσωρινό και το μόνιμο
Οι αισιόδοξοι υποστηρίζουν ότι όλα αυτά σχετίζονται με μια σύντομη σχετικά περίοδο, που αφορά κυρίως ένα εξωγενές οικονομικό σοκ και η οποία θα τελειώσει με το τέλος της πανδημίας, οπότε και θα δούμε και μια επιστροφή σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης και σε εκ νέου αύξηση της απασχόλησης. Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί τον κίνδυνο μέτρα που μπορεί τώρα να ελήφθησαν στο πλαίσιο μιας «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» και αντικειμενικά αποτέλεσαν μια βίαιη και «μονομερή» επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, να αποτελέσουν και τμήματα της όποιας νέας «κανονικότητας» αναδυθεί στο τέλος της πανδημίας. Μόνο που όπως και να το δει κανείς αυτό θα είναι μια ιδιαίτερα άδικη συνθήκη για τη μισθωτή εργασία, που αποτέλεσε ταυτόχρονα μια κατηγορία που επλήγη από την τρέχουσα συνθήκη αλλά ταυτόχρονα ήταν και αυτή που με τη μορφή όλων των κατηγοριών εργαζομένων της «πρώτης γραμμής» κράτησε όρθια την κοινωνία σε μια ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή. Ιδίως όταν σε όλες τις συζητήσεις για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα υπογραμμίζεται με έμφαση η ανάγκη να ξεφύγουμε από την αντιμετώπιση της εργασίας μόνο με όρους εργασιακού κόστους και αντίθετα να δούμε την ύπαρξη μιας μορφωμένης, καταρτισμένης και αξιοπρεπώς αμειβόμενης εργατικής δύναμης ως βασική και αναγκαία αναπτυξιακή συνθήκη.
www.in.gr