Σάββατο
14
Δεκέμβριος
TOP

2 εκατ. ευρώ χάνει η Μεσσηνία από την εξισωτική – Επιστολή διαμαρτυρίας από την Ένωση Μεσσηνίας

2 εκατ. ευρώ φαίνεται ότι χάνει η Μεσσηνία από την εξισωτική αποζημίωση και για το λόγο αυτό σε η Ένωση Μεσσηνίας έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας προς τον αρμόδιο Υπουργό. Στην επιστολή της Ένωση Μεσσηνίας αναφέρονται τα εξής:

“Θα θέλαμε να εκφράσουμε την αγανάκτηση μας αναφορικά με το Σχέδιο Υπουργικής Απόφασης για την νέα οριοθέτηση περιοχών με φυσικούς περιορισμούς εκτός των ορεινών, που οδηγεί σε απώλεια της εξισωτικής αποζημίωσης εκατοντάδες αγρότες και κτηνοτρόφους και της Μεσσηνίας από 01/01/2019 . Πρόκειται για περιοχές με μειονεκτικό χαρακτήρα όπου το Υπουργείο ξεκίνησε διαδικασία αλλαγής του τρόπου οριοθέτησης τους όπως προκύπτει από την παράγραφο 3.4 της Οδηγίας 75/268/ΕΟΚ (άρθρο 19 Καν(ΕΚ) 1257/1999) όπως εισηγήθηκε το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο με γνώμονα ότι νομοί που δεν έχουν πρόβλημα ξηρασίας και παρουσιάζουν μεγάλη οικονομική δραστηριότητα βγαίνουν εκτός επιλεξιμότητας για την καταβολή εξισωτικής η οποία υπολογίζεται περίπου στα 9-10 ευρώ το στρέμμα και εκτιμητικά θα στερήσει από την Μεσσηνία 2.000.000 ευρώ. Χαρακτηριστικά δε απεντάσσονται όλες οι περιοχές της Περιφέρειας Πελοποννήσου.

Αναλυτικότερα στην Μεσσηνία αποχαρακτηρίζονται οι Τοπικές Κοινότητες: Αγίου Φλώρου, Διόδια, Πελεκανάδα, Δροσιά, Αγριλόβουνο, Δεσύλλα, Ηλέκτρα, Κάτω Μέλπεια, Κωνσταντίνοι, Μάνδρα, Παραπούγκι, Κόκλα, Χρυσοχώρι, Ψάρι, Ανθούσα, Καλλιρόη, Μίλα, Νεοχώρι Ιθώμης, Πολίχνη, Σκάλα, Στενύκλαρος, Τσουκαλαίικα, Ανδανία. Καλύβια, Κατσαρού, Λουτρά, Σιάμου, Φίλια, Βάλτα, Μουζάκι, Περδικονέρι, Πλάτη, Χριστιανούπολη, Αγριλιά Τριφυλίας, Γλυκορρίζι, Καμάρι, Ράχες.

Σε ένα ασφυκτικό χρονικό πλαίσιο μιας διαβούλευσης fast track μόλις 15 ημερών που ήρθε, τελευταία στιγμή, με καθυστέρηση σχεδόν ενός χρόνου από την ψήφιση του Κανονισμού Omnibus, το ΥΠΑΑΤ δημοσιοποίησε τον χάρτη των περιοχών με φυσικούς περιορισμούς. Μια απόφαση, που θα δεσμεύσει την χώρα μέχρι το 2027.

Οι ενισχύσεις περιοχών που αντιμετωπίζουν φυσικά ή άλλα ειδικά μειονεκτήματα προβλέπονται στο άρθρο 31 του Καν (ΕΕ) 1305/2013, ενώ στην παράγραφο 3 του άρθρου 32 περιγράφεται ο τρόπος καθορισμού των περιοχών. Η οριοθέτηση πραγματοποιείται σε δύο στάδια. Στο πρώτο στάδιο, οι περιοχές, εκτός των ορεινών περιοχών, θεωρείται ότι αντιμετωπίζουν σημαντικά φυσικά μειονεκτήματα, εάν τουλάχιστον το 60% της γεωργικής έκτασης πληροί τουλάχιστον ένα από τα παρακάτω κριτήρια, που απαριθμούνται στο παράρτημα ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού, στην οριακή τιμή που αναφέρεται. Η τήρηση των όρων αυτών εξασφαλίζεται σε επίπεδο τοπικών διοικητικών μονάδων ή σε επίπεδο σαφώς προσδιορισμένης τοπικής μονάδας, η οποία καλύπτει μια σαφώς καθορισμένη συνεχή γεωγραφική περιοχή με διακριτά οικονομικά και διοικητικά χαρακτηριστικά (επίπεδο Τοπικής/Δημοτικής Κοινότητας για την Ελλάδα). Στο δεύτερο στάδιο, μετά την οριοθέτηση με βάση τα ανωτέρω κριτήρια, τα κράτη μέλη προβαίνουν υποχρεωτικά σε συντονισμό ακριβείας (finetuning), βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με σκοπό τον αποκλεισμό περιοχών, στις οποίες έχουν διαπιστωθεί σημαντικά φυσικά μειονεκτήματα, αλλά έχουν ξεπερασθεί: με επενδύσεις ή με οικονομική δραστηριότητα ή εάν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία φυσιολογικής παραγωγικότητας της γης ή εάν οι μέθοδοι παραγωγής ή τα συστήματα καλλιέργειας αντισταθμίζουν την απώλεια εισοδήματος ή τις πρόσθετες δαπάνες.

Διαδικασία οριοθέτησης για τη χώρα μας

Προκειμένου η χώρα μας να οριοθετήσει τις περιοχές με φυσικούς περιορισμούς ανάθεσε σχετική μελέτη έτσι ώστε να διαπιστωθεί ποιες περιοχές και σε τι ποσοστό πληρούν τα βιοφυσικά κριτήρια που θέτει ο Ευρωπαϊκός Κανονισμός (ΕΕ) 1305/2013. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της σχετικής μελέτης, που εκπονήθηκε από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στο πλαίσιο του μέτρου Τεχνικής Στήριξης του ΠΑΑ 2014 – 2020, για το πρώτο στάδιο οριοθέτησης, σχεδόν το σύνολο της μη ορεινής χρησιμοποιούμενης γεωργικής έκτασης της χώρας υπόκειται σε βιοφυσικούς περιορισμούς, με κυριότερο την ξηρασία. Στη συνέχεια προκειμένου να διαπιστωθεί αν συνεχίζουν να ισχύουν οι φυσικοί περιορισμοί ή έχουν ξεπερασθεί μετά από την πραγματοποίηση επενδύσεων εξετάστηκε αν έχουν γίνει αρδευτικά έργα δεδομένου ότι ο κύριος περιορισμός είναι η ξηρασία. Στη βάση αυτή εξετάστηκε και το ποσοστό άρδευσης ανά Δημοτική / Τοπική Κοινότητα. Για την εκτίμηση των αρδευόμενων εκτάσεων χρησιμοποιήθηκαν τόσο τα δεδομένα γεωργικής απογραφής της ΕΛΣΤΑΤ όσο και δεδομένα αρδευόμενων αγροτεμαχίων του ΟΣΔΕ. Οπότε εκτιμήθηκε ότι στις Δημοτικές / Τοπικές Κοινότητες, στις οποίες η αρδευόμενη έκταση είναι μεγαλύτερη του 50% έχει αρθεί ο φυσικός περιορισμός και επομένως εξαιρέθηκαν. Επιπλέον, εκτιμήθηκε η οικονομική δραστηριότητα, με υπολογισμό της τυπικής απόδοσης ανά νομό και εξαιρέθηκαν οι Νομοί που παρουσιάζουν τυπική απόδοση μεγαλύτερη του 80% του μέσου όρου της χώρας, καθώς στις περιοχές αυτές φαίνεται ότι οι γεωργικές πρακτικές έχουν προσαρμοστεί στις συνθήκες, έτσι ώστε να αμβλύνεται η επίδραση των φυσικών περιορισμών.

Ωστόσο αυτό που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι: στον κύριο περιορισμό για την ξηρασία δεν λαμβάνονται υπόψη ως γεωργικές εκτάσεις οι μόνιμοι βοσκότοποι αν και σύμφωνα με το άρθρο 4 του Κανονισμού 1307/2013 ορίζεται ως γεωργική έκταση οποιαδήποτε έκταση αρόσιμης γης, μονίμων βοσκοτόπων και μονίμων λειμώνων ή μονίμων καλλιεργειών. Επιπροσθέτως, δεν ελήφθη υπόψη το κριτήριο για την ξηρασία όπως ορίζεται στον Κανονισμό 1305/2013. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι ενώ στο κριτήριο της ξηρασίας το ελληνικό Υπουργείο όρισε ως τοπική διοικητική μονάδα τις τοπικές και δημοτικές κοινότητες, στην οικονομική δραστηριότητα χρησιμοποιεί τους Νομούς αν και γνωρίζει τις τεράστιες ανισότητες που υπάρχουν ακόμη και μέσα στον ίδιο Νομό με αποτέλεσμα περιοχές εντός κάποιου νομού που πληρούν τα κριτήρια του ευρωπαϊκού κανονισμού να τίθενται εκτός.

Η εξισωτική αποζημίωση είναι απόλυτα αναγκαία για την επιβίωση των γεωργών ως αντιστάθμισμα του υψηλού κόστους παραγωγής των ορεινών και μειονεκτικών περιοχών και ως συγκολλητικός ιστός της κοινωνικής συνοχής και της διατήρησης της ζωής της υπαίθρου. Καλούμε άμεσα το ΥΠΑΑΤ να δημοσιοποιήσει την μελέτη του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών και να προχωρήσει στην απόσυρση του εν λόγω Σχεδίου και να καλέσει σε άμεσο διάλογο τους εμπλεκόμενους φορείς ώστε να εξεταστεί ορθολογικά και όχι πρόχειρα σε ποιες περιοχές πρέπει να αποδοθούν ειδικά χαρακτηριστικά”.