Το ζήτημα της απόδοσης της ιθαγένειας βρίσκεται στο επίκεντρο του άρθρου του Υπουργού Εσωτερικών, Αλέξη Χαρίτση, στην “Εφημερίδα των Συντακτών”.
Το 2015 μία από τις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης ήταν να δοθεί και πάλι η δυνατότητα στα παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν και μένουν στην Ελλάδα, να αποκτήσουν την ελληνική ιθαγένεια. Τον Ιούνιο του 2015, εν μέσω μίας δύσκολης περιόδου για την χώρα μας, ψηφίστηκε με ευρεία διακομματική αποδοχή, το νομοσχέδιο που επιτυχώς κατάφερε να ισορροπήσει ανάμεσα στην απόφαση του ΣτΕ που είχε κρίνει αντισυνταγματικές τις σχετικές διατάξεις του λεγόμενου «νόμου Ραγκούση» και την επικρατούσα αντίληψη στην Ευρώπη ότι η απόδοση ιθαγένειας σε όσο το δυνατόν πιο νεαρή ηλικία στα παιδιά που γεννιούνται και μεγαλώνουν σε μία χώρα πολλαπλασιάζουν τους δεσμούς τους με τη χώρα αυτή. Υπενθυμίζω ότι εκείνο το νομοσχέδιο αποτέλεσε και την πρώτη ιδεολογική διαφωνία μας με τους ΑΝΕΛ, οι οποίοι και το καταψήφισαν.
Από το 2016 που άρχισε η εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας μέχρι και σήμερα 66 χιλιάδες νέοι και νέες, έχουν αποκτήσει την ελληνική ιθαγένεια. Μάλιστα είναι ενδιαφέρον, έως και συγκινητικό, ότι οι ίδιες οι υπηρεσίες, τα στελέχη της διοίκησης, ανεξάρτητα από τις πολιτικές τους πεποιηθήσεις με ενθουσιασμό προχωρούσαν στην εφαρμογή του νόμου: μπροστά τους είχαν τους συμμαθητές, τους φίλους, τους συμφοιτητές των παιδιών τους.
Είμαστε λοιπόν περήφανοι για αυτή την «σκανδαλώδη αύξηση κατά 136% στις ιθαγένειες» κατά τα δημοσιεύματα, την απόδοση δηλαδή, ιθαγένειας στα παιδιά που γεννήθηκαν και μεγαλώνουν στην Ελλάδα, και μάλιστα όχι μόνο για λόγους αρχής, αλλά γιατί σε όλες τις σύγχρονες δημοκρατίες το μέτρο αυτό θεωρείται απαραίτητο για την κοινωνική συνοχή και την προόδο, ακόμη και την οικονομική, των κοινωνιών.
Οι σημαντικές καθυστερήσεις όμως που παρατηρήθηκαν, οι μεγάλες διαφοροποιήσεις στις αποφάσεις πολιτογράφησης και φαινόμενα διοικητικής «αταξίας», οδήγησαν την κυβέρνηση να προβεί στην ίδρυση της Ειδικής Γραμματείας Ιθαγένειας. Στον ενάμιση χρόνο λειτουργίας της, οι πολιτικές που ακολούθησε κινήθηκαν πάνω στους εξής άξονες: ομοιομορφία, διαφάνεια και δημοσιότητα στην ιθαγένεια καθώς και επιτάχυνση των διαδικασιών.
Επιτρέψτε μου να σταθώ στο τελευταίο καθώς παρατηρείται μία μάλλον κακόπιστη κριτική: Δε νομίζω ότι, με εξαίρεση τη Χρυσή Αυγή, υπάρχει άνθρωπος στο πολιτικό μας σύστημα που να θεωρεί ορθό κάποιος που έχει 20 χρόνια στην Ελλάδα (γιατί αυτός είναι ο μέσος όρος) και αιτείται την πολιτογράφησή του, θα πρέπει να περιμένει άλλα 3-6 χρόνια για να εξεταστεί η αίτησή του. Και εδώ εφάπτεται ένας ακόμη στόχος μας, αυτός της διοικητικής τακτοποίησης, της δημιουργίας δηλαδή, ενός πλαισίου που σέβεται τον πολίτη, εφαρμόζει τη νομοθεσία, αποκρούει οποιαδήποτε παρέμβαση, μηδενίζει τη συνδιαλλαγή και τη διαφθορά. Για εμάς αυτή είναι επίσης μία αριστερή πολιτική.
Ενδεικτικά, αναφέρω ότι καταφέραμε, απλώς εφαρμόζοντας τη νομοθεσία, να «απεγκλωβίσουμε» εκκρεμείς αιτήσεις πολιτογράφησης των ομογενών μας από την Κωνσταντινούπολη που ζουν δεκαετίες στην Ελλάδα και να λειτουργήσουμε της Ειδικές Επιτροπές για την ιθαγένεια των ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ένωση που περιμένουν ακόμη και 20 χρόνια για να εξεταστεί η αίτησή τους. Ή ακόμη πιο απλά, σήμερα στην ιστοσελίδα του Υπουργείου ο καθένας από τους αιτούντες μπορεί να δει ποιες αιτήσεις εξετάζονται ανά περιφέρεια, να συγκρίνει, να διαμαρτυρηθεί ή ακόμη και να καταγγείλει. Το ίδιο μπορεί να κάνει και ο κάθε πολίτης, όπως βέβαια και τα κόμματα και οι βουλευτές. Η διαφάνεια και η εμπιστοσύνη του πολίτη απέναντι στη διοίκηση και το κράτος μερικές φορές είναι απλό ζήτημα.
Αρκετά νωρίς όμως, αυτή η προσπάθεια ορθολογικοποίησης της ιθαγένειας συγκρούστηκε με τα λαϊκιστικά και ακροδεξιά αντανακλαστικά: Τον Μάρτιο του 2018 θεσπίσαμε τη δυνατότητα όσων έχουν 12 έτη συνεχή νόμιμη διαμονή στη χώρα, ανεξαρτήτως του τύπου της άδειας (έχουν για παράδειγμα άδεια εξαρτημένης εργασίας) να αιτηθούν την πολιτογράφησή τους. Το προφανές ωστόσο, δηλαδή αυτό που ισχύει παντού, ότι κανείς που διαμένει νόμιμα επί σειρά ετών σε μία χώρα δεν μπορεί να αποκλείεται δια παντός από το να αιτηθεί πολιτογράφηση, δεν στηλιτεύθηκε μόνο από τον κ. Βορίδη στη Βουλή, αλλά προκάλεσε μέχρι και ερώτηση στο Ευρωκοινοβούλιο από την κα Καϊλή, η οποία ισχυρίστηκε – από εγκληματική άγνοια, θέλω να πιστεύω – ότι η κυβέρνηση «προωθεί την ελληνοποίηση 850.000 μεταναστών».
Η προσπάθειά μας να αντιμετωπίσουμε, μεταξύ πολλών άλλων, και τις καθυστερήσεις που παρατηρούνται (στην Αττική π.χ. οι αιτήσεις όσων αποκτούν ιθαγένεια με γέννηση/φοίτηση εξετάζονται μετά από δύο σχεδόν χρόνια και της πολιτογράφησης μετά από τρία τουλάχιστον χρόνια), αντιμετωπίζεται ως απόπειρα της κυβέρνησης να χειραγωγήσει τον πληθυσμό αυτό.
Η θέση αυτή, στο βαθμό που δε πηγάζει από μικροκομματικές σκοπιμότητες που προσπαθούν με ένα ακραίο λαϊκιστικό τρόπο να ξυπνήσουν ακροδεξιά αντανακλαστικά, αδυνατεί να κατανοήσει το προφανές: οι συμπολίτες μας αυτοί δικαιούνται υπηρεσίες και κράτος που να λειτουργεί, πόσο μάλλον όταν για αυτές τις υπηρεσίες έχουν καταβάλει ένα υψηλό παράβολο. Δυστυχώς φαίνεται ότι κάποιοι στην Ελλάδα δυσανασχετούν όταν εφαρμόζονται τα στοιχειώδη και αυτονότητα που συνθέτουν το κράτος δικαίου και τις αρχές των φιλελεύθερων αστικών δημοκρατιών, αρχές τις οποίες υποτίθεται υπερασπίζονται.
Στην ίδια λογική, καταθέσαμε πριν από λίγες ημέρες, νομοσχέδιο που ολοκληρώνει τη θεσμική μεταρρύθμιση για την ιθαγένεια στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει σειρά διατάξεων που σχετίζονται με την αναπηρία, τους ηλικιωμένους, τους απόδημους Έλληνες, τους ομογενείς από την πρώην Σοβιετική Ένωση, την εξακρίβωση ότι όσοι αιτούνται πολιτογράφηση διαμένουν πραγματικά στη χώρα. Ταυτόχρονα, θωρακίζει πιο αποτελεσματικά την ελληνική Πολιτεία απέναντι σε κυκλώματα παράνομων «ελληνοποιήσεων», σαν και αυτό που εξαρθρώθηκε πρόσφατα. Πρόθεση μας, άλλωστε, είναι να πατάξουμε πλήρως τέτοια φαινόμενα και να οδηγήσουμε τους υπεύθυνους στη Δικαιοσύνη. Τέλος, αναμορφώνει με τρόπο ομοιόμορφο, απολύτως διαφανή και ελέγξιμο τη διαδικασία πολιτογράφησης και στοχεύει στη μείωση του χρόνου αναμονής μετά την αίτηση. Όχι για να «διευκολύνει»: Θεσπίζει κανόνες για να εμπεδώσει την προσπάθεια του νομοθέτη που άρχισε το 2010 για την ένταξη της ιθαγένειας στο κράτος δικαίου.
Τα παραπάνω, μαζί με την υποχρέωση που αναλάβαμε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για την εξάλειψη της ανιθαγένειας στην Ελλάδα, την απόδοση ιθαγένειας στους ανιθαγενείς/αόρατους Έλληνες Ρομά που σχεδιάζουμε άμεσα και την αποκατάσταση άλλων αδικιών του παρελθόντος, μας καθιστούν εν τέλει περήφανους για τη σημαντική πρόοδο που έχει συντελεστεί επί των ημερών μας στο κρίσιμο αυτό ζήτημα.