Τα μεγαλύτερα ποσά είναι συγκεντρωμένα σε ηλικίες άνω των 65 ετών, ενώ πάνω από τις μισές καταθέσεις ανήκουν μόλις στο 1,8% των καταθετών. Οι 7 στους 10 έχουν κάτω από 1.000 ευρώ, εκ των οποίων σχεδόν οι μισοί λογαριασμοί είναι μηδενικοί. Στα χαμηλότερα κλιμάκια βρίσκονται νέοι, άνεργοι και εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα.
“Η στατιστική είναι σαν τη μίνι φούστα. Αποκαλύπτει πολλά, εκτός από την ουσία”. Η φράση έχει αποδοθεί στον Ρώσο βιοφυσικό Βλ. Λέβενταϊν. Αν το είπε, μάλλον είχε δίκιο, διότι οι μέσοι όροι και οι συνολικοί αριθμοί δεν αντιπροσωπεύουν την πραγματικότητα. Τουλάχιστον, αυτό ισχύει για τις ελληνικές καταθέσεις. Το 2020, με την πανδημία, αυξήθηκαν κατά 25 δισ. ευρώ, με τη μείωση της κατανάλωσης και τα μέτρα στήριξης. Τα συνολικά στατιστικά δείχνουν ότι η αύξηση αυτή ήταν σχεδόν μοιρασμένη, μεταξύ νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
Πόσο αντιπροσωπευτικά είναι τα στοιχεία αυτά για τα τους περίπου 9-10 εκατ. καταθέτες που διατηρούν συνολικά 36 εκατ. λογαριασμούς στις ελληνικές τράπεζες;
Από την έρευνα του Capital.gr προέκυψε ότι το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων είχε καταγράψει στις 31 Δεκεμβρίου 2020 ότι 7 στους 10 καταθέτες είχαν στον λογαριασμό τους μέχρι 1.000 ευρώ. Συνομιλώντας με τραπεζικά στελέχη, που έχουν εικόνα της λιανικής τραπεζικής, προκύπτει η συγκλίνουσα εκτίμηση ότι το 50% των καταθετών αυτών είχαν σχεδόν μηδενικές καταθέσεις ή το πολύ μέχρι 100 ευρώ. Από 100 μέχρι 1000 ευρώ είχε το υπόλοιπο 50% του συγκεκριμένου κλιμακίου, δηλαδή περίπου το 30-35% των καταθετών.
Μηδέν έως 1.000 ευρώ
Σε αυτά τα χαμηλά κλιμάκια ανήκουν κυρίως αρκετά νέοι, φοιτητές, μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα και άνεργοι. Αυτή είναι η κύρια μάζα του 71,9% των καταθέσεων από μηδέν έως 1.000 ευρώ που αντιστοιχούν σε μόλις το 1,7% της συνολικής αξίας των αποταμιεύσεων. Σε αυτό το κλιμάκιο συγκεντρώνονται οι περισσότεροι αδρανείς λογαριασμοί. Ενδιαφέρουσα είναι η εκτίμηση ότι 1 καταθέτης στους 10 αυτού του κλιμακίου είτε έχει ξεχάσει ότι έχει λογαριασμό είτε δεν γνωρίζει καν ότι είναι δικαιούχος.
Κάθε τράπεζα έχει την πελατεία της
Από τράπεζα σε τράπεζα παρατηρούνται διαφορές λόγω του πελατειακού προφίλ. Υπάρχουν δηλαδή τράπεζες με νέους σε ηλικία καταθέτες, με υπόλοιπα άνω των 1.000 ευρώ, οι οποίοι χρόνο με το χρόνο αυξάνουν, έστω και λίγο, το ύψος της αποταμίευσης.
Το 1,8% των καταθετών έχει τις μισές καταθέσεις
Πάντως, το μοτίβο είναι σταθερό. Όσο αυξάνεται το ποσό της κατάθεσης, τόσο μειώνεται ο αριθμός των δικαιούχων. Και η κατανομή είναι αρκετά απότομη. Έτσι, από το 71,9% των καταθετών που έχει κατάθεση μέχρι 1.000 ευρώ, πέφτουμε στο 13,8% με ποσά από 1.000 έως 5.000 ευρώ. Από 5.000 έως 50.000 ευρώ έχει μόλις το 12,5% των καταθετών. Από 50.000 έως 100.000 ευρώ, το ποσοστό των καταθετών μειώνεται περαιτέρω στο 1,2%, ενώ ποσά άνω των 100.000 ευρώ έχει μόνο το 0,6% των καταθετών, το οποίο κατέχει το ένα τρίτο των συνολικών καταθέσεων. Οι καταθέτες με άνω των 50.000 ευρώ κατέχουν το 53% της συνολικής αξίας των καταθέσεων. Δηλαδή, το 1,8% των καταθετών κατέχουν πάνω από τις μισές καταθέσεις.
Μεσαία και υψηλά κλιμάκια
Στα χαμηλά επίπεδα των μεσαίων κλιμακίων συναντάμε νέα ζευγάρια δημοσίων υπαλλήλων και ενστόλων, ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιωτικούς υπαλλήλους άνω των 40-45 ετών. Όσο αυξάνονται τα ποσά, αυξάνεται ο μέσος όρος ηλικίας, το πλήθος των στελεχών στον ιδιωτικό τομέα και των ελευθέρων επαγγελματιών. Στα μεσαία προς ανώτερα κλιμάκια, η κύρια μάζα αποτελείται από ηλικίες άνω των 65 ετών, συνταξιούχους, στελέχη επιχειρήσεων, ελεύθεροι επαγγελματίες και επιχειρηματίες.