Το χρηµατοδοτικό κενό που έχει δηµιουργηθεί για όσες επιχειρήσεις έχουν κοκκινίσει τα δάνειά τους κατά το παρελθόν και έχουν αποκλειστεί από τον τραπεζικό δανεισµό καλείται να καλύψει η νέα µορφή χρηµατοδότησης µέσω του δανείου «γέφυρας» (bridge finance) από ιδιωτικές πλατφόρµες επενδυτικών κεφαλαίων και capital providers, που βολιδοσκοπούν εντατικά τη συγκεκριµένη αγορά στη χώρα µας.
Πρόκειται για funds που δεν εµπλέκονται συνήθως στη διαδικασία της αναδιάρθρωσης του χρέους µιας επιχείρησης, αλλά µπορούν να την αναχρηµατοδοτήσουν µε φρέσκο χρήµα, έτσι ώστε παράλληλα µε την εξυπηρέτηση του δανεισµού της στο επενδυτικό κεφάλαιο που το έχει αναλάβει, να εξασφαλίσει και νέο δανεισµό για να µπορέσει να ανακάµψει. Στις περιπτώσεις αυτές ουσιαστικό ρόλο παίζουν οι εταιρείες που διαχειρίζονται τα κόκκινα δάνεια, οι οποίες αναλαµβάνουν να τις φέρουν σε επαφή µε επενδυτές που θα τις χρηµατοδοτήσουν µε κεφάλαια κίνησης ή θα χορηγήσουν επενδυτικά δάνεια. Το κόστος χρηµατοδότησης δεν είναι φθηνό, αφού όπως εξηγούν στελέχη της αγοράς, οι επιχειρήσεις που θα δανειοδοτηθούν είναι ουσιαστικά επιχειρήσεις υψηλού ρίσκου. Ετσι, το επιτόκιο µπορεί να διαµορφωθεί σε διπλάσια επίπεδα (π.χ. 8%-10%) σε σχέση µε µια υγιή επιχείρηση και που δεν έχει βρεθεί κατά το παρελθόν στο κόκκινο, αλλά το δάνειο θα της εξασφαλίσει την έξοδό της από το τέλµα της έλλειψης ρευστότητας και έτσι θα µπορέσει να αναπτυχθεί και να βγει οριστικά από την κατηγορία των θνησιγενών επιχειρήσεων.
Οπως µάλιστα εξηγούν στελέχη της αγοράς, η λύση του bridge finance µπορεί να είναι µια µεταβατική κατάσταση, έως ότου η επιχείρηση ανακάµψει πλήρως και έπειτα από ένα εύλογο χρονικό διάστηµα, π.χ. 2 ετών που είναι το κατώφλι προκειµένου ένα δάνειο να αποχαρακτηριστεί από µη εξυπηρετούµενο µε βάση τους εποπτικούς κανόνες, δηλαδή να πρασινίσει και να επανέλθει στο τραπεζικό σύστηµα. Η χρηµατοδότηση µέσω capital providers δεν οδηγεί και στην εµπλοκή του fund στην επιχείρηση, όπως συµβαίνει µε το private equity, χωρίς όµως αυτό να αποκλείεται εφόσον προκριθεί σαν λύση και συµφωνηθεί µε την επιχείρηση. Το οικοσύστηµα της ιδιωτικής χρηµατοδότησης (private credit) είναι ιδιαίτερα αναπτυγµένο στο εξωτερικό και γιγαντώνεται και στην Ευρώπη όσο οι εποπτικοί κανόνες που διέπουν τις τράπεζες αυστηροποιούνται στη λογική της αποφυγής ενός bail in µε χρήµατα των καταθετών, περιορίζοντας τη δεξαµενή των επιχειρήσεων που έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισµό.
Το πρόβληµα του µικρού αριθµού των αξιόχρεων (bankable) επιχειρήσεων αποδίδεται, σύµφωνα µε τραπεζικές πηγές, σε δύο λόγους.
Ο πρώτος έχει να κάνει µε την εκτεταµένη φοροδιαφυγή που υπάρχει σε µεγάλο αριθµό επαγγελµατιών, οι οποίοι επειδή αποκρύπτουν εισοδήµατα έχουν ουσιαστικά θέσει εαυτούς εκτός τραπεζικού συστήµατος, γνωρίζοντας ότι το επίπεδο του δηλωθέντος εισοδήµατος δεν µπορεί να στηρίξει το αίτηµα για χρηµατοδότηση.
Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο έχουν περιοριστεί δραµατικά οι αξιόχρεες επιχειρήσεις είναι οι µεγάλες τιτλοποιήσεις κόκκινων δανείων που υλοποίησαν οι τράπεζες µέσω του µηχανισµού των κρατικών εγγυήσεων του «Ηρακλή». Στις τιτλοποιήσεις αυτές έχει ενταχθεί ένα σηµαντικό κοµµάτι του ελληνικού επιχειρείν, το µεγαλύτερο µέρος του οποίου δεν είναι πλέον βιώσιµο και οδηγείται σε ρευστοποίηση περιουσιακών στοιχείων, δηλαδή σε πλειστηριασµό. Σύµφωνα µε τις εκτιµήσεις από στελέχη των funds που έχουν επενδύσει τα τελευταία χρόνια στην αγορά των distress δανείων, πρόκειται για το 60%-70% και ο µόνος τρόπος για να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία οι ιδιοκτήτες αυτών των επιχειρήσεων είναι µέσω πτώχευσης, µετά και την αλλαγή του νόµου για τη δεύτερη ευκαιρία και φυσικά µέσω ενός νέου ΑΦΜ που δεν θα βαρύνεται µε οφειλές.
Εκτός από αυτές που δεν έχουν πιθανότητα διάσωσης, υπάρχει περίπου ένα 30% επιχειρήσεων (κάποιοι θεωρούν ότι ύστερα από 10 χρόνια διαιώνισης του προβλήµατος, σήµερα το ποσοστό αυτό είναι χαµηλότερο), που υπό προϋποθέσεις θα µπορούσε να ανακάµψει, εφόσον όµως είχε πρόσβαση σε νέα χρηµατοδότηση. Η εποπτική αρχή, δηλαδή ο SSM, απαγορεύει διά ροπάλου σε µια τράπεζα που τιτλοποίησε µέσω του «Ηρακλή» ένα κόκκινο δάνειο, να επαναχρηµατοδοτήσει την ίδια επιχείρηση. Η αιτία είναι ότι µε τον τρόπο αυτό ο επόπτης θέλει να κλείσει τον κύκλο της αθέτησης και ο ίδιος κίνδυνος να µην επανέλθει στην τράπεζα από την πίσω πόρτα. Ο κανόνας είναι αυστηρός και έχει να κάνει και µε το γεγονός ότι σε µια τέτοια περίπτωση θα καταρρίπτονταν η κεφαλαιακή ελάφρυνση (Significant Risk Transfer) που πέτυχαν οι τράπεζες όταν η ελληνική πολιτεία διαπραγµατεύτηκε τον µηχανισµό του «Ηρακλή» και το λεγόµενο µηδενικό risk weight assets, δηλαδή την πλήρη αποαναγνώριση από τον ισολογισµό της τράπεζας των δανείων που τιτλοποιούσε. Οποιαδήποτε παραβίαση αυτού του κανόνα θα έθετε τις τράπεζες σε ευθεία αντίθεση µε τον επόπτη, εξηγούν πηγές κοντά στη διαδικασία και είναι εκ των ων ουκ άνευ για να µη θεωρηθεί η τιτλοποίηση κρατική ενίσχυση (state aid).
Διαβάστε περισσότερα εδώ
πηγη moneyreview.gr