Του Δημήτρη Μάρδα *
-Από την εισβολή στην Κύπρο το 1974, η Ελλάδα αντιμετωπίζει για δεκαετίες τις τουρκικές προκλήσεις, οι οποίες γίνονται όλο και οξύτερες. Πανάκριβοι εξοπλισμοί καλούνται να αντιμετωπίσουν την επιθετική τακτική ενός κράτους-μέλους του ΝΑΤΟ που είναι ταυτόχρονα και συνδεδεμένο κράτος με την ΕΕ.
Αυτός ο διπλός χαρακτήρας της γειτονικής χώρας, όπως και οι διάφορες συμφωνίες (π.χ. της Μαδρίτης, του 1997) με σκοπό την ειρηνική επίλυση των διμερών μας διαφορών δεν έχουν αποτρέψει τις απειλές χρήσης βίας, οι οποίες αγγίζουν διαχρονικά πολλούς στόχους.
Το casus belli της Τουρκίας, που είναι και απόφαση της τουρκικής εθνοσυνέλευσης, παραβιάζει τα συμφωνηθέντα όπως και τις βασικές αρχές του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ και ιδιαίτερα το Άρθρο 2 (παρ. 4) κατά το οποίο “Όλα τα κράτη-µέλη… θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση στρατιωτικής δύναμης κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας άλλου κράτους “.
-Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η Τουρκία εισήλθε σε μια κούρσα εξοπλισμών αγοράζοντας αρχικά εισαγόμενα οπλικά συστήματα και κτίζοντας παράλληλα τη δική της πολεμική βιομηχανία. Ακρογωνιαίος λίθος της βιομηχανίας αυτής είναι η ηλεκτρομηχανική. Με συστηματικό τρόπο λοιπόν ανέπτυξε αυτόν τον κλάδο που συμβάλλει στην ενδυνάμωση της πολεμικής βιομηχανίας. Παράλληλα έδωσε μια γενναία ώθηση στην αεροναυπηγική.
Η Ελλάδα ακολούθησε ακριβώς τον αντίθετο δρόμο. Οι προτιμήσεις υπέρ των εισαγωγών αποδυνάμωσαν την εγχώρια πολεμική βιομηχανία. Έτσι, σήμερα ένα σημαντικό ποσοστό του δημοσίου χρέους της χώρας ερμηνεύεται από δαπάνες για αγορά ξένων οπλικών συστημάτων, που επιβαρύνουν πρόσθετα και το ήδη προβληματικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας. Μια στρεβλή λοιπόν στρατηγική ανάπτυξης αγγίζει με έντονα αρνητικό τρόπο τόσο τον κρατικό προϋπολογισμό–χρέος όσο και τις εξωτερικές εμπορικές μας σχέσεις.
Αν η Ελλάδα έδινε την αυτονόητη προσοχή στην αμυντική της βιομηχανία τα οφέλη θα ήταν πολλαπλά. Αρχικά θα δημιουργούσε ένα ισχυρό πόλο στον τομέα της ηλεκτρομηχανικής, που θεωρείται προπύργιο της υψηλής τεχνολογίας. Από την άλλη θα προκαλούσε μια έντονη διάχυση των θετικών της αποτελεσμάτων σε όλη την οικονομία δημιουργώντας παράλληλα ένα σημαντικό πυρήνα απασχόλησης.
Η εξωστρέφεια που θα διέκρινε τον συγκεκριμένο κλάδο θα βελτίωνε τις εξαγωγές ενώ η εξάρτηση της χώρας θα επικεντρωνόταν σε μεγάλο βαθμό σε ενδιάμεσα προϊόντα που θα ενσωματώνονταν στα εγχωρίως παραγόμενα οπλικά συστήματα. Η αεροναυπηγική και τα ναυπηγεία της θα γνώριζαν άλλη άνθιση. Έτσι, θα κέρδιζε η οικονομία σε προστιθέμενη αξία.
Οι δημόσιες δαπάνες για αμυντικό εξοπλισμό δε θα γνώριζαν μειώσεις, αλλά η εγχώρια παραγωγή θα προκαλούσε αύξηση του ΑΕΠ, ενώ η συμμετοχή της βιομηχανίας σε αυτό θα ήταν υψηλότερη. Το δημόσιο χρέος, σε απόλυτους αριθμούς δε θα μειωνόταν, αλλά ως ποσοστό του ΑΕΠ θα έπεφτε. Κατά δεύτερο λόγο, θα βελτιωνόταν το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τη μείωση των εισαγωγών.
Ο μεταπρατικός χαρακτήρας των εκάστοτε κυβερνήσεων της χώρας οδήγησε σε πλήρη σχεδόν εξάρτηση από εισαγωγές τελικών προϊόντων οπλικών συστημάτων όταν η Τουρκία επιδιώκει να καλύψει πλέον του 70% των αναγκών της από εγχωρίως παραγόμενους εξοπλισμούς. Πριν δυο έτη, η εκεί κυβέρνηση υπέγραψε εξοπλιστικά προγράμματα με τουρκικές βιομηχανίες της τάξης των 77 δις δολαρίων ενώ εμείς πρόσφατα κλείσαμε παραγγελίες εξοπλιστικών προγραμμάτων της τάξης των 15 δις ευρώ με ελάχιστη ελληνική προστιθέμενη αξία.
Και σε όλη αυτήν την αιμορραγία προστίθεται και το καθημερινό κόστος της άμυνας. Η ωριαία πτήση ενός F-16 υπολογίζεται γύρω στα 10.000 ευρώ. Σε περίοδο όξυνσης των σχέσεών μας με την Τουρκία και μαζικών παραβάσεων του εναερίου χώρου μας το κόστος αυτό ξεπερνά τα 500 χιλιάδες ευρώ ημερησίως! Το κόστος πτήσης ενός F 16 είναι όμως ίδιο τόσο για την Τουρκία, με ΑΕΠ γύρω στα 800 δις δολάρια, όσο και την Ελλάδα, με ΑΕΠ που δεν ξεπερνά τα 200 δις δολάρια. Οπότε αναλογικά είναι βαρύτερο για τη χώρα μας.
Το κόστος της ειρήνης είναι θεόρατο για τη Ελλάδα ενώ η απειλή του πολέμου είναι μια διαρκής πρόκληση. Οι αιτίες της ατέρμονης κρίσης είναι πολλές, ενώ είναι δύσκολο να καταρριφθεί η υπόθεση κατά την οποία μια από τις αιτίες αυτές είναι η προκαλούμενη διαφθορά και ο χρηματισμός εμπλεκόμενων πολιτικών ή μη προσώπων από ξένες εταιρίες παραγωγής οπλικών συστημάτων.
Το υπόδειγμα του Ισραήλ και της Νότιας Κορέας δεν συγκίνησε τις εδώ πολιτικές ηγεσίες. Οι δυο ανωτέρω χώρες ζώντας διαρκείς απειλές, ενδυνάμωσαν την πολεμική τους βιομηχανία και μέσα από αυτήν γιγάντωσαν πολλούς κλάδους της μεταποίησης μετατρεπόμενες σε τεχνολογικά μεγαθήρια.
Στην Ελλάδα, σκόρπιες πανάκριβες παραγγελίες που ανθούν σε περιόδους εντάσεων με την Τουρκία, χωρίς μια διαχρονική στρατηγική εξοπλισμών υπέρ της εγχώριας βιομηχανίας, λειτουργούν απλώς με πυροσβεστικό τρόπο. Από την άλλη, η Άγκυρα προωθεί εκτός των άλλων, φθηνές λύσεις με μη επανδρωμένα σκάφη και drones που παρακολουθούνται από δικά μας επανδρωμένα αεροσκάφη με τεράστιο όμως κόστος λειτουργίας.
Τέλος, η Τουρκία επιτίθεται μόνο σε χώρες πολιτικά ασταθείς που βιώνουν εσωτερικές κρίσεις. Η εισβολή στην Κύπρο το 1974 μετά το εκεί πραξικόπημα και οι ανάλογες πρόσφατες πολεμικές επιχειρήσεις στη βόρεια Συρία και το Ιράκ επιβεβαιώνουν αυτήν την θέση. Οπότε ας προσέχουμε!
* Καθηγητή Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ και π. Αν. Υπουργού Οικονομικών και Υφ/γου εξωτερικών