Σήμερα ξεκινά τις εργασίες του το 20ο Συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Κίνας, του οποίου η κατάληξη θα είναι μια ιστορική και χωρίς προηγούμενο για τα δεδομένα, τρίτη θητεία στην ηγεσία του και στην ηγεσία της χώρας, για τον νυν κινέζο πρόεδρο, Σι Τζινπίνγκ. Με δεδομένες τις τεκτονικές αλλαγές που λαμβάνουν χώρα στη γεωπολιτική σκακιέρα είναι πραγματικά χρήσιμο να διερευνήσει κανείς ποιος είναι ο ηγέτης της, χωρίς αμφιβολία, ανερχόμενης δύναμης του πλανήτη, τι πρεσβεύει και ποια είναι η ατζέντα του για την Κίνα και τη θέση της στο διεθνές σύστημα.
Του Δημήτρη Γ. Απόκη *
Από τότε που ανέβηκε στην εξουσία πριν από μια δεκαετία, ο Σι Τζινπίνγκ έχει εξαπολύσει μια σειρά εκστρατειών για να διασφαλίσει ότι η Κίνα θα επικρατήσει ή τουλάχιστον θα αντέξει σε μια αντιπαράθεση με τη Δύση. Ο κ. Σι έχει καταστήσει σαφές ότι πρωταρχικός του στόχος είναι να επαναφέρει την Κίνα σε αυτό που πιστεύει ότι είναι η θέση που της αξίζει ως παγκόσμιος παίκτης και ομότιμος των ΗΠΑ. Κατά συνέπεια, έχει καταλήξει να βλέπει την πιθανότητα μιας αναμέτρησης με τη Δύση ως όλο και πιο πιθανή, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν τη σκέψη του.
Αντλώντας από πρώτο χέρι μαρτυρίες ανθρώπων που είχαν την ευκαιρία να τον συναντήσουν και να συνομιλήσουν μαζί του, ο Κινέζος ηγέτης διαθέτει τεράστια αυτοπεποίθηση, ειδικά σε σύγκριση με τους άμεσους προκατόχους του. Ποτέ δεν έχει σημειώσεις, ακόμα και στις πιο κρίσιμες συναντήσεις και με ευκολία και ευελιξία χειρίζεται και συνομιλεί για περίπλοκα θέματα δημόσιας πολιτικής.
Σύμφωνα με μαρτυρίες συνομιλητών του, έχει βαθύ ενδιαφέρον για την ιστορία της Κίνας και του Κινεζικού Κομμουνιστικού Κόμματος (ΚΚΚ). Κατ’ ιδίαν, είναι πρόθυμος να μιλήσει για καταστροφικά επεισόδια κομμουνιστικής κυριαρχίας, όπως το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός (1958-62) και η Πολιτιστική Επανάσταση (1966-76). Αυτές οι περιπτώσεις κεντρικά σχεδιασμένης κοινωνικής μηχανικής μαζί οδήγησαν σε δεκάδες εκατομμύρια θανάτους από την πείνα και τη βία. Ωστόσο, είναι πειθαρχημένος να μην μιλάει για αυτά δημόσια, από φόβο ότι μπορεί να προωθήσει μηδενιστικές αντιλήψεις στον πληθυσμό για το κόμμα και να υπονομεύσει την κυριαρχία του. Λόγω της κατάργησης των ορίων προεδρικών θητειών από το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο το 2018, ο Σι είναι έτοιμος να κυβερνήσει την Κίνα και μετά το 2030.
Παρακολουθώντας κανείς τις κινήσεις του και ανατρέχοντας σε μαρτυρίες συνομιλητών του, μπορεί να διακρίνει κανείς, ότι ο Σι έχει τρεις βασικές φιλοδοξίες για την επόμενη δεκαετία. Μαθητής της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Σι σκοπεύει να διατηρήσει τον επαναστατικό έλεγχο του Κομμουνιστικού Κόμματος και να αντισταθεί στις αντιδραστικές δυνάμεις. Δεύτερον, η επιθυμία του είναι η Κίνα να γίνει η κατεξοχήν δύναμη στην περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού (όπου διεξάγεται το 60% των παγκόσμιων θαλάσσιων εμπορικών ροών) και στον κόσμο γενικότερα. Τρίτον, ο Σι θέλει να επανενώσει την Ταϊβάν με την ηπειρωτική χώρα.
Ταυτόχρονα αντιμετωπίζει ένα δίλημμα στην προσπάθειά του να επεκτείνει τον κρατικό έλεγχο στην οικονομία, η οποία είναι η πηγή της κινεζικής δύναμης και ευημερίας από τότε που ο Ντενγκ Σιαοπίνγκ ξεκίνησε οικονομικές μεταρρυθμίσεις τη δεκαετία του 1980. Για τον Σι, ωστόσο, το γεγονός ότι ο ιδιωτικός τομέας αντιπροσωπεύει το 60% του ΑΕΠ αποβαίνει εις βάρος της κυριαρχίας του ΚΚΚ στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή του έθνους. Ο Σι δεν είχε έτσι κανέναν ενδοιασμό να πατάξει τις τεχνολογικές εταιρείες της Κίνας και τον πλούτο και τα δεδομένα που διαθέτουν, όπως με τον αυστηρό έλεγχο που επέβαλλε στον κολοσσό του ηλεκτρονικού εμπορίου Alibaba και τον πρώην διευθύνων σύμβουλό του Τζακ Μα, μέσω των ρυθμιστικών αρχών.
Το ερώτημα που τίθεται, είναι εάν ο κινέζος ηγέτης είναι έτοιμος και πρόθυμος να σκοτώσει την παροιμιώδη χήνα που γεννά τα χρυσά αυγά;
Άνθρωποι που γνωρίζουν το χαρακτήρα του και τη σκέψη του, επισημαίνουν ότι ο Σι, θεωρεί ότι είναι μαέστρος στο να συνδιαλέγεται. Όπως συνηθίζει να λέει, “είμαι μπροστά από την αντίφαση. Έχω εντοπίσει πού πρέπει να γίνει ο αγώνας”, αφού πιστεύει έντονα στην αντίληψη του Καρλ Μαρξ και του Φρέντριχ Ένγκελς, ότι η κινητήρια δύναμη για αλλαγή είναι δύο αντίθετες δυνάμεις που έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Σαν αποτέλεσμα σοβαροί αναλυτές, με προσωπική αντίληψη του χαρακτήρα του κινέζου ηγέτη, πιστεύουν, ότι ο Σι είναι πρόθυμος να σκοτώσει αυτή τη χήνα, επειδή ως απαράτσικ, εκπαιδευμένος στο Κομμουνιστικό Κόμμα, δεν κατανοεί εγγενώς τα οφέλη των οικονομιών της αγοράς. Ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης μειώνεται σταθερά, από τότε που ο Σι ανέλαβε την εξουσία το 2013 και παρά τη μείωση αυτή, δεν υπήρξε σημαντική διόρθωση πορείας στην οικονομική πολιτική του Σι.
Ο Σι επίσης δεν έχει αλλάξει τη ριζοσπαστική πορεία της εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής του ΚΚΚ. Έχει επεκτείνει τις στρατιωτικές δαπάνες της Κίνας, κατά περισσότερο από 7%, σε περισσότερα από 230 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως το 2022.
Σύμφωνα με αναλύσεις, ο Σι είναι πεπεισμένος ότι οι ιστορικές δυνάμεις δείχνουν προς την πολυπολικότητα και η πολιτική παρακμή της Δύσης και των δημοκρατικών θεσμών της, καταδεικνύει την ανωτερότητα της κομμουνιστικής μορφής διακυβέρνησης που υιοθετήθηκε στην Κίνα πριν από περισσότερα από εβδομήντα χρόνια.
Κάποιοι ήλπιζαν, η Κίνα θα αναδειχθεί σε υπεύθυνο παράγοντα στο διεθνές σύστημα εντός του οποίου αποκομίζει τεράστια οικονομικά οφέλη από τη δεκαετία του 1980. Αντίθετα, μέσα σε μια δεκαετία, η Κίνα μετατοπίζει την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων υπέρ της και αυτό οφείλεται στην προσήλωση που επιδεικνύει ο Σι στη συμπεριφορά του στις διεθνείς υποθέσεις. Με τη δική του κοσμοθεωρία, έκανε τη διαφορά για να προσαρμόσει το status quo και ένα παράδειγμα για το πως το κάνει αυτό, είναι η εκστρατεία του για την αποκατάσταση νησιών στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εγκατέλειψαν την παθητική τους προσέγγιση απέναντι στο Πεκίνο κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Τράμπ, όταν ο στρατηγός ΜακΜάστερ, Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας, επέβλεψε τη διαμόρφωση μιας νέας στρατηγικής εθνικής ασφάλειας το 2017. Το έγγραφο καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν ευνοϊκές ισορροπίες δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό και αλλού επεκτείνοντας την επιρροή των ΗΠΑ και συνεργαζόμενες στενά με δημοκρατικούς εταίρους για την αντίσταση στις αυταρχικές τάσεις, την αντιμετώπιση ριζοσπαστικών ιδεολογιών και την αποτροπή της επιθετικότητας.
Πρόκειται για μια ρεαλιστική στρατηγική, αν και η κυβέρνηση Μπάιντεν, έχει αυξήσει την ένταση με το Πεκίνο.
Μια ρεαλιστική εξωτερική πολιτική που δεν θέλει να βάλει περαιτέρω φωτιά στον πλανήτη, επιβάλλει οι Ηνωμένες Πολιτείες, να συνεργαστούν με την Κίνα για τη διαμόρφωση και τη διαχείριση στρατηγικών προστατευτικών κιγκλιδωμάτων, όπου οι θέσεις τους σε πέντε αμφισβητούμενες κόκκινες γραμμές, τα Στενά της Ταϊβάν, η Θάλασσα της Νότιας Κίνας, η Θάλασσα της Ανατολικής Κίνας, η Βορειοκορεατική Χερσόνησος και ο κυβερνοχώρος και το διάστημα, δεν εξελίσσονται σε σύγκρουση. Είναι λογικό οι δύο υπερδυνάμεις να συνεχίσουν να χαράσσουν συνεργασία σε τομείς όπου οι αποφάσεις τους θα επηρεάσουν τα παγκόσμια κοινά, συμπεριλαμβανομένων ζητημάτων όπως η κλιματική αλλαγή, η χρηματοδότηση, οι μολυσματικές ασθένειες και τα πυρηνικά όπλα.
Ωστόσο, εάν πράγματι το Πεκίνο σχεδιάζει να καταλάβει την Ταϊβάν με τη βία εντός της δεκαετίας, οι ΗΠΑ και οι δημοκρατικοί σύμμαχοί τους θα πρέπει να αρχίσουν να προωθούν τώρα την οικοδόμηση αξιόπιστης αποτροπής, έτσι ώστε ο Σι να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εκπλήρωση αυτής της φιλοδοξίας θα ήταν πολύ υψηλός κίνδυνος για να επιβληθεί.
Άλλωστε, η πρώτη παράγραφος της Τέχνης του Πολέμου του Σουν Τζου, την οποία έχει διαβάσει κάθε Κινέζος πολιτικός ηγέτης, λέει: “Ο πόλεμος είναι ένα μεγάλο κρατικό ζήτημα, που δεν πρέπει ποτέ να αναληφθεί ελαφρά τη καρδία”», και το συμπέρασμα που βγαίνει από αυτό είναι, αν χάσεις τον πόλεμο, χάνεις το κράτος, κάτι που σίγουρα δεν επιθυμεί ο Σι.
Ο κινέζος ηγέτης, έχει αναφέρει στο παρελθόν και έναν αγαπημένο αφορισμό του Μάο Τσε Τουνγκ, προειδοποιώντας για έλλειψη επαγρύπνησης, ο οποίος λέει: «Μην πολεμάτε αβέβαιους πολέμους και μην πολεμάτε απροετοίμαστες μάχες».
Αυτό που μένει να δούμε, έχοντας πάντα κατά νου τις τρεις βασικές φιλοδοξίες του κινέζου ηγέτη, είναι εάν η παρούσα αμερικανική κυβέρνηση με την πολιτική που εφαρμόζει στις ραγδαία εξελισσόμενες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, θα οδηγήσει το Πεκίνο του Σι, σε μια πολιτική ισορροπίας στο διεθνές σύστημα ή σε μια πορεία σύγκρουσης κατά την οποία η σημερινή κρίση που έχει προκληθεί από την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία θα μοιάζει παιδική χαρά.
* Ο Δημήτρης Γ. Απόκης είναι Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων, Διεθνολόγος και Δημοσιογράφος, Απόφοιτος του The Paul H. Nitze, School of Advanced International Studies, The Johns Hopkins University, Μέλος του The International Institute for Strategic Studies, και επί σειρά ετών Ανταποκριτής στην Washington DC, διαπιστευμένος στο Λευκό Οίκο, το Στέητ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο