Αποτελεί σε όλη την Ευρώπη αλλά και τη Βόρεια Αμερική μια ανοιχτή κοινωνική πληγή.
Ο λόγος για την ακρίβεια, πιο σωστά αυτό που οι οικονομολόγοι περιγράφουν ως «κρίση κόστους ζωής» για να αποδώσουν τη σοβαρότητα της κατάστασης.
Αυτό αφορά τις τιμές της ενέργειας, τις τιμές βασικών καταναλωτικών αγαθών, αλλά και τις τιμές των ενοικίων και της αγοράς κατοικιών.
Παρότι ο γενικός ρυθμός του πληθωρισμού έχει υποχωρήσει, εντούτοις οι αυξήσεις των προηγουμένων ετών σωρεύονται και σε αρκετές περιπτώσεις συνεχίζονται.
Αν και οι ονομαστικοί μισθοί έχουν αυξηθεί, εντούτοις αυτό έχει γίνει σε βαθμό μικρότερο της αύξησης του κόστους ζωής με αποτέλεσμα οι περισσότεροι άνθρωποι να βρίσκονται στη δύσκολη θέση τα λεφτά να τελειώνουν πριν το τέλος του μήνα.
Στη χώρα μας αυτό έχει γίνει ακόμη πιο έντονο, λόγω της μεγάλης αναντιστοιχίας του ύψους των μισθών και του κόστους ζωής, με τους πολίτες ολοένα και περισσότερο να συνειδητοποιούν ότι έχουμε γίνει… Ευρώπη στις τιμές των προϊόντων, αλλά όχι και στο ύψος των μισθών.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις διαπιστώνεται ότι ορισμένα προϊόντα πωλούνται στην Ελλάδα πιο ακριβά σε σχέση με όλη την Ευρώπη. Για παράδειγμα, όπως έδειξε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδος, στη χώρα μας τα τυποποιημένα προϊόντα πωλούνται έως 10% ακριβότερα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Σε όλα αυτά προστίθενται, επιδεινώνοντας την κατάσταση, «συγκυριακά» προβλήματα, που όμως αποκαλύπτουν δομικές δυσλειτουργίες.
Για παράδειγμα στον χώρο της ενέργειας ο τρόπος που λειτουργούν τα «χρηματιστήρια ενέργειας», επιτρέπει οπότε υπάρχει μια συγκυρία απότομης αύξησης της ζήτησης να εκτινάσσονται οι τιμές στην χονδρική αγορά ρεύματος με ορατό τον κίνδυνο να δουν οι καταναλωτές «φουσκωμένους» λογαριασμούς.
Τα παραπάνω αποκτούν ξεχωριστή σημασία και βαρύτητα, μονοπωλώντας σχεδόν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης, ακριβώς γιατί αφορούν τις ζωές των ανθρώπων με έναν άμεσο τρόπο.
Και οι πολίτες σε γενικές γραμμές ξέρουν τι (τους) γίνεται. Ξέρουν πόσα παίρνουν πόσα δίνουν και εάν τους περισσεύει τίποτα. Ξέρουν αν ζουν ή αν απλώς επιβιώνουν.
Και ακριβώς επειδή διάγουν δύσκολα, το τελευταίο που χρειάζονται είναι δηλώσεις του τύπου «δεν είναι τόσο ακριβά τα πράγματα στην Ελλάδα», εξυπνακισμούς, λογιστικές αλχημείες και βολικές συγκρίσεις μεγεθών που δεν αποτυπώνουν όμως την πραγματικότητα στο πορτοφόλι, ιδίως όταν διατυπώνονται από τα χείλη «αρμοδίων».
Αντιθέτως, αυτό που χρειάζονται επειγόντως είναι λήψη μέτρων που να αντιμετωπίζουν πραγματικά το πρόβλημα. Και λέω λήψη μέτρων γιατί είναι σαφές ότι εάν αφήσουμε τα πράγματα στην… «αυτορρύθμιση» των αγορών, τότε απλώς θα βλέπουμε την μία έκρηξη αυξήσεων μετά την άλλη.
Και μέτρα προφανώς δεν σημαίνει ημίμετρα. Δηλαδή, δεν έχει νόημα πρώτα να διαπιστώνουμε ότι έχουμε αύξηση των τιμών και μετά να τρέχουμε να ανακοινώνουμε επιδοτήσεις για περιορισμένο χρονικό διάστημα, στη λογική του «βλέποντας και κάνοντας». Αυτό που χρειάζεται είναι μέτρα και ρυθμίσεις που να εξασφαλίζουν ότι δεν θα έχουμε τέτοιες εκρήξεις τιμών.