Παρασκευή
22
Νοέμβριος
TOP

διαΝΕΟσις: Τα τρία σενάρια για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα – Ποιες παρεμβάσεις και λύσεις προτείνονται

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα βρέθηκαν στο επίκεντρο δημόσιας διαδικτυακής συζήτησης που διοργανώθηκε χθες από τη διαΝΕΟσις.

Βάση της συζήτησης και του προβληματισμού που αναπτύχθηκε ήταν επίκαιρη σχετική έρευνα της διαΝΕΟσις, την οποία εκπόνησε ομάδα ερευνητών με συντονιστή τον καθηγητή του ΕΚΠΑ Κώστα Καρτάλη. Στη συζήτηση, την οποία συντόνισε ο Διευθυντής Περιεχομένου της διαΝΕΟσις Θοδωρής Γεωργακόπουλος, συμμετείχαν εκτός από τον Κ. Καρτάλη, ο Υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας Χρήστος Στυλιανίδης, η Αθηνά Κουστένη, Αστροφυσικός, Διευθύντρια Ερευνών στο Αστεροσκοπείο Παρισίων και ο Δημήτρης Καραβέλλας, Γενικός Διευθυντής WWF Ελλάς

Το πλαίσιο της έρευνας

Η έρευνα ακολούθησε και αξιοποίησε τα μοντέλα του IPCC, της διεθνούς επιστημονικής επιτροπής που δημιουργήθηκε από υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 για να παρακολουθεί το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, να κάνει προβλέψεις και να εισηγείται παρεμβάσεις. Έκτοτε ο IPCC έχει δημοσιεύσει έξι μεγάλες εκθέσεις και έχει βελτιστοποιήσει τα μοντέλα πρόβλεψης των κλιματικών αλλαγών σε μεγάλο βαθμό.

Χρησιμοποιώντας αυτά τα μοντέλα, ο IPCC αναπτύσσει μια σειρά από διαφορετικά εναλλακτικά σενάρια για τη συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα στο μέλλον, λαμβάνοντας υπ’ όψιν παράγοντες όπως η αύξηση του πληθυσμού, η οικονομική ανάπτυξη, η κατανάλωση ενέργειας, η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, οι τεχνολογικές αλλαγές, η αποψίλωση των δασών και οι χρήσεις γης.

Στη μελέτη της διαΝΕΟσις χρησιμοποιήθηκαν τρία από αυτά τα σενάρια:

-Το RCP 2.6 είναι το αισιόδοξο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό, ο πληθυσμός της Γης φτάνει σε μια κορύφωση περί τα 9 δισ. στα μέσα του αιώνα και μετά αρχίζει να μειώνεται, η χρήση ορυκτών καυσίμων μειώνεται πολύ γρήγορα, ενώ οι εκπομπές αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου αρχίζουν να μειώνονται από το 2020 (ήδη το χάσαμε αυτό, από ό,τι φαίνεται) και φτάνουν στο 0 μέχρι το 2100. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 442ppm το 2050 αλλά μειώνεται στα 421ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας φτάνει μέχρι τους 2 βαθμούς έως το 2100, σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία πριν από τη βιομηχανική εποχή -πράγμα που είναι και λίγο-πολύ ο στόχος της Συμφωνίας των Παρισίων.

«Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, οι πιθανότητες να επαληθευτεί αυτό το σενάριο είναι σχεδόν μηδενικές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που η Διεθνής Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή προετοιμάζει ένα νέο αισιόδοξο σενάριο, που προφανώς είναι περισσότερο απαισιόδοξο από το αισιόδοξο που ισχύει ακόμη σήμερα», όπως τονίζεται.

-Το RCP 4.5 είναι το μεσαίο σενάριο. Σύμφωνα με αυτό η κορύφωση των εκλύσεων αερίων του θερμοκηπίου φτάνει γύρω στο 2045 για το CO2 και γύρω στο 2050 για το μεθάνιο, ενώ στη συνέχεια μειώνεται αρκετά δραματικά. Μεγάλες εκτάσεις αναδασώνονται, ενώ μειώνεται η κατανάλωση κρέατος. Με αυτό το σενάριο η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 487ppm το 2050 και στα 538ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει τους 3 βαθμούς έως το 2100. Αυτό σημαίνει ότι πολλά ζωικά και φυτικά είδη δεν θα μπορούν να επιβιώσουν στις συνθήκες εκείνες, ενώ οι επιπτώσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες θα είναι πολύ έντονες.

-Το RCP 8.5 είναι το χειρότερο σενάριο. Πρακτικά ο IPCC το χρησιμοποιεί ακριβώς έτσι: τι θα γίνει αν δεν γίνει τίποτε. Σύμφωνα με αυτό, οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από την ανθρωπότητα συνεχίζουν να αυξάνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του αιώνα. Η σύσταση της ατμόσφαιρας σε CO2 φτάνει τα 541ppm το 2050 και στο ιλιγγιώδες 936ppm έως το 2100, ενώ η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας παγκοσμίως αγγίζει έως και τους 5 βαθμούς (σε κάποιες περιοχές) έως το 2100, ασκώντας τρομακτική πίεση σε όλα τα οικοσυστήματα του πλανήτη.

Τα σενάρια για την Ελλάδα

Η έρευνα της διαΝΕΟσις εξετάζει τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής σε σχεδόν 850 περιοχές της ελληνικής επικράτειας και για 21 διαφορετικούς κλιματικούς δείκτες για τις 20ετίες 2026-2045 και 2046-2065, για κάθε ένα από αυτά τα τρία σενάρια του IPCC.

Όπως σημειώνεται στην έρευνα «για τις περισσότερες ανθρώπινες δραστηριότητες ο σημαντικότερος παράγοντας που επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή είναι, βεβαίως, η θερμοκρασία της ατμόσφαιρας. Αλλά για επιμέρους τομείς, είναι σημαντικοί και άλλοι δείκτες. Για τη γεωργία και την κτηνοτροφία, ας πούμε, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο η βροχόπτωση, τα ακραία καιρικά φαινόμενα, η ξηρασία και η διάβρωση του εδάφους. Αυτοί οι παράγοντες αλληλοεπηρεάζονται και όλοι θα επηρεαστούν δραματικά από τις αλλαγές στο κλίμα το επόμενο διάστημα. Με τη σειρά τους, δε, επηρεάζουν την αγροτική και την κτηνοτροφική παραγωγή με πολλούς, περίπλοκους τρόπους, από τη διαθεσιμότητα υδάτινων πόρων και τη γονιμότητα του εδάφους μέχρι την εμφάνιση παρασίτων και ασθενειών. Το ότι θα έχουμε μεγαλύτερες θερμές περιόδους κάθε χρόνο, συχνότερη εμφάνιση ακραίων καιρικών φαινομένων, ξηρασία σε περισσότερες εκτάσεις και συχνότερες πλημμύρες θα παίξει, ασφαλώς, πολύ μεγάλο ρόλο.

Οι ερευνητές δεν περιορίστηκαν στην εξέταση τυπικών κλιματικών παραμέτρων αλλά κοίταξαν και πιο σύνθετους δείκτες που φτιάχτηκαν ειδικά για να μας δώσουν μια πληρέστερη, πιο συνδυαστική εικόνα για το πώς θα είναι η κατάσταση τότε σε κάθε περιοχή της Ελλάδας. Για τις ανάγκες αυτής της έρευνας, μελέτησαν το πώς θα αλλάξουν 21 κλιματικές παράμετροι και δείκτες. Στη συνέχεια, μελέτησαν όσα μας λένε αυτοί οι δείκτες για τις πιέσεις σε συγκεκριμένες περιοχές και συγκεκριμένους τομείς της δραστηριότητας: τη γεωργία/κτηνοτροφία, τον τουρισμό και τη ζωή στις πόλεις.

Αυτή τη φορά, δε, οι επιπτώσεις εξετάστηκαν όχι μόνο για την 20ετία 2046-2065, αλλά και για την 2026-2045. Οι δε συγκρίσεις γίνονται με την περίοδο 1971-2000.

Οι επιπτώσεις ανά σενάριο

Στη συντριπτική πλειοψηφία των κλιματικών παραμέτρων και γεωγραφικών περιοχών που εξετάζονται, οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην Ελλάδα είναι αρνητικές, αν και δεν είναι πάντα της ίδιας έντασης και δεν αποτυπώνονται ισότιμα σε όλες τις παραμέτρους ή τις περιοχές της χώρας.

Η μέση θερμοκρασία στο ευρύτερο πολεοδομικό συγκρότημα της Αθήνας την περίοδο 1971-2000, για παράδειγμα, ήταν 15,6 βαθμοί Κελσίου. Αυτός ο αριθμός από μόνος του δεν μας λέει πολλά. Ωστόσο, η μεταβολή που προβλέπεται από όλα τα σενάρια είναι που πρέπει να μας απασχολεί -θα φτάσει γύρω στους 17 βαθμούς σύμφωνα με τα καλύτερα σενάρια, αλλά θα αγγίξει τους 18 αν ισχύσει το “χειρότερο”.

Άλλα παραδείγματα μπορεί με μια πρώτη ανάγνωση να φαντάζουν ακόμα και θετικά. Την περίοδο 1971-2000 η ευρύτερη περιοχή των Ιωαννίνων γνώριζε κατά μέσο όρο περίπου 31 ημέρες παγετού (το σύνολο των ημερών κατά τις οποίες η ελάχιστη ημερήσια θερμοκρασία δεν υπερβαίνει τους μηδέν βαθμούς Κελσίου) τον χρόνο. Αν ισχύσει το “καλό” (μα πολύ δύσκολο) σενάριο RCP 2.6, τα επόμενα 40 χρόνια θα έχουν κατά μέσο όρο περίπου 19 ημέρες παγετού τον χρόνο. Αν ισχύσει το “μεσαίο”, θα έχουν 12 την επόμενη 25ετία. Κι αν ισχύσει το χειρότερο σενάριο, τα Ιωάννινα θα έχουν μόνο 5 ημέρες παγετού τον χρόνο μέχρι τα μέσα του αιώνα.

Γενικά, όμως, οι αναμενόμενες συνθήκες θα είναι χειρότερες. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μέχρι το 2050 οι ημέρες με καύσωνα στην Ελλάδα θα αυξηθούν κατά 15-20 ημέρες ετησίως, η βροχόπτωση θα μειωθεί από 10% έως 30%, οι ημέρες υψηλού κινδύνου πυρκαγιάς θα αυξηθούν από 15% έως και 70% και τα ακραία καιρικά φαινόμενα θα είναι πολύ πιο συχνά.

Συνολικά στο επίπεδο της χώρας, αν ισχύσει το “καλό” σενάριο RCP 2.6 η θερμοκρασία θα αυξηθεί περί τους 2 βαθμούς μέχρι τα μέσα του αιώνα. Αν ισχύσει το “μεσαίο” RCP 4.5 θα αυξηθεί μέχρι και 2,5 βαθμούς, ενώ αν ισχύσει το εφιαλτικό RCP 8.5, η αύξηση θα φτάσει τους 3,4 βαθμούς στην ηπειρωτική Ελλάδα. Όπως γράφουν οι ερευνητές, “η χώρα αποκτά σταδιακά θερμότερο και ξηρότερο κλίμα, με ακραία καιρικά φαινόμενα που θα είναι εντονότερα, συχνότερα και με μεγαλύτερη διάρκεια”.

Η κλιματική αλλαγή και οι Πόλεις

Ειδικότερα για τις πόλεις υπάρχει ένα φαινόμενο που λέγεται “Αστική Θερμική Νησίδα”. Αναφέρεται στην αυξημένη θερμοκρασία του αέρα στις πόλεις σε σχέση με άλλες κοντινές περιαστικές περιοχές και επηρεάζεται από το πόσο πυκνή είναι η δόμηση μιας πόλης, πόσο εμποδίζεται ο φυσικός της αερισμός, τι είδους ανθρώπινες δραστηριότητες φιλοξενεί και, βεβαίως, πόσους χώρους πρασίνου διαθέτει. Για την περιοχή της Αθήνας, αυτή η διαφορά μπορεί να φτάνει έως και τους 8-10 βαθμούς.

Αυτό είναι ένα ενδεικτικό στοιχείο του πόσο μεγάλη θα είναι η πίεση που θα υποστούν οι πόλεις της Ελλάδας -πολύ μεγαλύτερη από ό,τι η επαρχία- στο επόμενο διάστημα. Γι’ αυτό η ενδελεχής μελέτη των επιπτώσεων των επερχόμενων αλλαγών ειδικά στις πόλεις είναι εξαιρετικά σημαντική.

Το επόμενο διάστημα, για παράδειγμα, θα αυξηθούν τα θερμά επεισόδια σε όλη την Ελλάδα. Ως “θερμά επεισόδια” ορίζονται οι ημέρες του χρόνου κατά τις οποίες η θερμοκρασία ξεπερνά ένα όριο που σε κάθε περιοχή αλλάζει, αλλά είναι στο 90ο εκατοστημόριο της περιόδου αναφοράς. Την περίοδο 1971-2000 στο κέντρο της Αθήνας είχαμε κατά μέσο όρο 1,4 “θερμά επεισόδια” τον χρόνο. Ακόμα και με το καλύτερο σενάριο, την ερχόμενη 25ετία θα έχουμε κατά μέσο όρο 6. Με το μεσαίο σενάριο μέχρι τα μέσα του αιώνα θα έχουμε πάνω από 9.

Επιπλέον, η μέση θερμοκρασία θα αυξηθεί παντού, αλλά περισσότερο στην Πάτρα, την Καλαμάτα και την Αθήνα. Αν ισχύσει το πιο απαισιόδοξο σενάριο, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας τους καλοκαιρινούς μήνες στην Πάτρα και την Καλαμάτα θα φτάσει πάνω από τους 3 βαθμούς. Στην Αθήνα θα ξεπεράσει τους 2 βαθμούς όποιο σενάριο κι αν επαληθευτεί, πράγμα που είναι πολύ σοβαρό.

Τι μπορεί να γίνει

Τι μπορεί να γίνει για να προσαρμοστούν οι ελληνικές πόλεις σε αυτές τις εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες; Το σίγουρο είναι ότι αυτή τη στιγμή δεν είναι καθόλου καλά προετοιμασμένες. Γιατί αυτά που πρέπει να γίνουν είναι πολλά.

Οι ερευνητές προτείνουν, μεταξύ άλλων, τον ανασχεδιασμό του Εξοικονομώ-Αυτονομώ ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν το κριτήριο της θερμικής έκθεσης (το πόσο εκτεθειμένοι είναι σε υψηλές θερμοκρασίες οι πολίτες λόγω της μεγάλης ηλικίας των κατασκευών, τη μεγαλύτερη πυκνότητα πηγών θερμότητας, την έλλειψη χώρων πρασίνου κλπ.) και όχι μόνο εισοδηματικά κριτήρια, αλλά και την αναθεώρηση του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτηρίων.

Η καθιέρωση συγκεκριμένων στόχων σε επίπεδο δήμου (π.χ. μείωση εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2030), η πεζοδρόμηση δρόμων και η μετατροπή άλλων σε δρόμους ήπιας κυκλοφορίας είναι επίσης αποτελεσματικό εργαλείο όταν γίνεται στοχευμένα και στις σωστές περιοχές.

Η δημιουργία πράσινων οροφών σε δημόσια και ιδιωτικά κτήρια μπορεί να συμβάλει στη μείωση της θερμοκρασίας του αέρα, ενώ πολύ μεγάλη επίπτωση μπορεί να έχει και η ανάπτυξη αστικών (μικρού ή μεσαίου μεγέθους) πάρκων μέσα στον αστικό ιστό.

Η διαΝΕΟσις έχει τονίσει την ανάγκη αυτή σε πρόσφατη έρευνα από το 2019, ενώ διάφορες πόλεις στην Ευρώπη, όπως το Παρίσι και η Βαρκελώνη διαμορφώνουν δίκτυα μικρών πάρκων χρησιμοποιώντας ελεύθερους χώρους όπως οι σχολικές αυλές.

Στη μελέτη οι ερευνητές εξετάζουν το πώς θα μπορούσε να γίνει κάτι τέτοιο και στα ελληνικά σχολεία, χρησιμοποιώντας ως παράδειγμα το 144ο Δημοτικό Σχολείο της Αθήνας στα Σεπόλια και αξιολογώντας τι θα σήμαινε για τις συνθήκες της περιοχής αν υλοποιούνταν μια σειρά από παρεμβάσεις στο συγκεκριμένο κτήριο και την αυλή του. Όπως διαπίστωσαν, οι παρεμβάσεις, που περιλαμβάνουν τη δημιουργία πράσινης οροφής, την τοποθέτηση ανακλαστικών υλικών στο προαύλιο και τη φύτευση στην αυλή, μεταξύ άλλων, θα μείωναν τη θερμοκρασία του αέρα κατά περίπου 1-3 βαθμούς Κελσίου στους χώρους και την περίμετρο του σχολείου, επιδρώντας ευεργετικά όχι μόνο στο προαύλιο αλλά και στην ευρύτερη γειτονιά μέχρι και σε απόσταση 80-100 μέτρων. Όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά, αν τέτοιες παρεμβάσεις γίνονταν στο σύνολο των σχολείων του Δήμου Αθηναίων, η “δροσιστική επίδρασή” τους θα κάλυπτε 8 τετραγωνικά χιλιόμετρα -σχεδόν το 20% της έκτασης του Δήμου Αθηναίων.

Τέτοιες παρεμβάσεις θα μπορούσαν να έχουν εξαιρετικά σημαντικό αποτέλεσμα. Και τούτο καθώς η μείωση της θερμοκρασίας του αέρα στην Αθήνα έστω και κατά έναν βαθμό οδηγεί στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας για ψύξη κατά 4,1%, των φωτοχημικών αερίων ρύπων κατά περίπου 7-8% και της θνησιμότητας (ειδικά όταν η θερμοκρασία είναι πάνω από 40 βαθμούς Κελσίου) από πνευμονολογικά και καρδιολογικά νοσήματα κατά 8%.

πηγη