Πέμπτη
12
Δεκέμβριος
TOP

Έλλειμμα ποιοτικών θέσεων εργασίας στην Ελλάδα

Το σοβαρό ενδεχόμενο σε πολλές περιπτώσεις η αναντιστοιχία ταλέντων με την αγορά εργασίας να οφείλεται σε έλλειμμα εργασιών και όχι δεξιοτήτων επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο Χρήστος Γούλας, διευθυντής του Ινστιτούτου Εργασίας και του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ. «Για την ακρίβεια, πρόκειται για έλλειμμα θέσεων εργασίας ανάλογης ποιότητας με τις υφιστάμενες δεξιότητες», σημειώνει, κάτι που αποτελεί κατά τη γνώμη του δομικό πρόβλημα.

Η «περίφημη αναντιστοιχία προσόντων και δεξιοτήτων μεταξύ προσφοράς και ζήτησης», τονίζει ο διευθυντής του ΙΝΕ ΓΣΕΕ και του ΚΑΝΕΠ, κατά γενική ομολογία παράγει αρνητικά αποτελέσματα και για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Αυξάνει την ανεργία, υπονομεύει την κοινωνική ανάπτυξη και επιφέρει σοβαρό οικονομικό και κοινωνικό κόστος.

Ωστόσο, ο κ. Γούλας εκτιμά πως εκδηλώνεται όχι μόνο ως έλλειψη, αλλά και ως υπερκάλυψη των απαιτήσεων μιας θέσης εργασίας με τις δεξιότητες που διαθέτει ο εργαζόμενος. Η μια πλευρά της, η οριζόντια αναντιστοιχία, υφίσταται όταν το είδος –όχι το επίπεδο– της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων είναι ακατάλληλο για μια συγκεκριμένη θέση εργασίας. Υπάρχει όμως και η διάσταση της κάθετης αντιστοιχίας, η οποία υφίσταται όταν ένα άτομο απασχολείται σε θέσεις εργασίας για την οποία απαιτείται κατώτερο επίπεδο εκπαίδευσης και δεξιοτήτων από αυτό που ήδη διαθέτει. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για το φαινόμενο της υπερεκπαίδευσης ή των «υπερπροσοντούχων».

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το ποσοστό της οριζόντιας αναντιστοιχίας στην Ελλάδα (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του 2019) είναι 31,2%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι στο 29,1%. Σχεδόν το σύνολο των χωρών της Ε.Ε. υποφέρει από το θέμα της οριζόντιας αναντιστοιχίας δεξιοτήτων. Πρόκειται για ένα ευρωπαϊκό φαινόμενο και όχι μόνο εθνικό. Αντίθετα, το φαινόμενο της κάθετης αναντιστοιχίας, το ποσοστό δηλαδή των εργαζομένων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που απασχολούνται σε θέση κατώτερη του μορφωτικού τους επιπέδου, είναι σύμφωνα με τον κ. Γούλα περισσότερο εθνικό. Μάλιστα, ενώ έως το 2010 η Ελλάδα ήταν ακριβώς στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, από το 2010 έως και το 2019, που είναι τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, η διαφορά έχει εκτιναχθεί. Στην Ελλάδα, το ποσοστό των «υπερπροσοντούχων» έχει πάει στο 35% έναντι 23,4% σε επίπεδο Ε.Ε.

πηγη