Τετάρτη
11
Δεκέμβριος
TOP

Φοροδιαφυγή στον τουρισμό: θεσμικό κενό, νοοτροπία ή αναγκαιότητα;

του Κων/νου Μαρινάκου

Καθηγητής Οικονομικών του Τουρισμού Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, Πρόεδρος του Τουριστικού Οργανισμού Πελοποννήσου 

Για το κράτος, η φορολογία εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων είναι η βασική πηγή εσόδων. Ο τουρισμός είναι μια σημαντική οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση με ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, τα κυβερνητικά έσοδα και την απασχόληση. Υπάρχουν διάφοροι φόροι που μπορούν να προσαρμόσουν τα κράτη μέλη της ΕΕ στην τουριστική βιομηχανία. Για παράδειγμα ενα φιλικό φορολογικό καθεστώς για τον τουρισμό  περιλαμβάνει μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ για διαμονή και μεταφορά επιβατών και χωρίς φόρους διαμονής, πληρότητας ή φόρους αναχώρησης. Χώρες όπως η Κύπρος, η Εσθονία, η Φινλανδία, η Ιρλανδία, η Λετονία, το Λουξεμβούργο και η Σουηδία έχουν χρησιμοποιήσει όλα αυτά τα μέσα πολιτικής. Η Μάλτα, η Πολωνία, η Πορτογαλία, η Σλοβενία ​​και η Ισπανία επιβάλλουν φόρο πληρότητας, αλλά χρησιμοποιούν τα μέσα πολιτικής που χρησιμοποιούν η Κύπρος και οι άλλες χώρες.  Οι περισσότερες από αυτές τις χώρες έχουν κάποια κοινά όπως το σχετικά μικρό τους μέγεθος ή η γεωγραφική θέση τους εκτός της Κεντρικής Ευρώπης. Στο άλλο άκρο του φάσματος, χώρες όπως η Αυστρία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία και το Ηνωμένο Βασίλειο χρησιμοποιούν πολλά στοιχεία για την επιβολή φόρων σε υπηρεσίες που σχετίζονται με τον τουρισμό, αν και κανένα από αυτά δεν συνδυάζει υψηλούς συντελεστές ΦΠΑ στα καταλύματα με φόρο διαμονής, χωρητικότητας και φόρο αναχώρησης. Ορισμένα κράτη μέλη της Ανατολικής Ευρώπης, όπως η Βουλγαρία, η Κροατία, η Τσεχική Δημοκρατία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία και η Ρουμανία ακολουθούν παρόμοια προσέγγιση (PwC, 2017; Chang & Hu, 2011).

Στην Ελλάδα το φορολογικό σύστημα στον τουριστικό κλάδο βασίζεται στην άμεση και την έμμεση φορολόγηση (Patsouratis, et. al, 2005; Forsyth & Dwyer, 2002). Οι επιβαρύνσεις στο τουριστικό προϊόν και την τουριστική βιομηχανία διακρίνονται στους φόρους και τα τέλη. Στην πρώτη κατηγορία των φόρων περιλαμβάνονται οι φόροι που πληρώνονται  απευθείας από τον τουρίστα και φαίνονται στα τιμολόγια τα οποία λαμβάνει, ενώ στην δεύτερη κατηγορία  υπάρχει η φορολογία εισοδήματος των ξενοδοχείων όπως για παράδειγμα ο ΦΠΑ και οι φόροι επί των κερδών. Υπάρχουν επίσης τα τέλη τα οποία πληρώνουν οι αεροπορικές εταιρείες για τη χρήση των αεροδρομίων και τις υπηρεσίες που προσφέρουν απέναντι στον πολίτη (Tagkalakis, 2013; Keen, 2007).

Το πρόγραμμα λιτότητας που επέβαλε η Ευρώπη στην Ελλάδα, εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, έφερε μια σειρά μέτρων που επηρέασαν πολλούς τομείς. Μια σημαντική ενέργεια, ήταν η αύξηση του ΦΠΑ στην εστίαση  από 13% στο 23% που ανακοινώθηκε από την κυβέρνηση τον Ιούλιο του 2015 και εν συνεχεία στο 24% και παρόμοια αύξηση για τη διαμονή στα ξενοδοχεία από το 6,5% στο 13%.  Αυτή η ενέργεια είχε επιπτώσεις στην οικονομία, παρεμποδίζοντας  την οικονομική ανάπτυξη και κόστισε χιλιάδες θέσεις εργασίας   (Mateus & Mateus, 2021), μιας και ο τουρισμός είναι ο τομέας της οικονομίας που απασχολεί έναν στους πέντε Έλληνες ενήλικες και παρουσιάζει συνεχή αυξητική τάση (Antonakakis et. al. 2015). Ως αποτέλεσμα, ο τουρισμός έχει θεωρηθεί από τις ελληνικές επιχειρήσεις ως βιομηχανία που πρέπει να βοηθήσει στην εκκίνηση της οικονομίας (Mateus & Mateus, 2021). Η αυξημένη  όμως φορολογική επιβάρυνση για το τουριστικό πακέτο που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια, σε συνδυασμό με την πρόσφατη ενεργειακή κρίση που εκτίναξε το λειτουργικό κόστος των ξενοδοχειακών επιχειρήσεων, έχει οδηγήσει σε μείωση των κερδών τους κατά 50% λόγω ανταγωνιστικότητας. Η απουσία ελαφρύνσεων περιορίζει τις δυνατότητες των ελληνικών τουριστικών επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του ολοένα και αυξανόμενου διεθνούς ανταγωνισμού. Η επάνοδος άμεσα ανταγωνιστικών προορισμών, με χαμηλότερη φορολογία από την Ελλάδα, σε υψηλές θέσεις στη παγκόσμια τουριστική κατάταξη είναι γεγονός (SETE, 2018; Μarabegias, 2017). Υπάρχουν στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η Ελλάδα έχει ένα από τα λιγότερο ελκυστικά συστήματα φορολογικών κινήτρων ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε. Ενδεικτικά, η Ελλάδα κατατάσσεται στην 29η θέση ανάμεσα στις 35 χώρες του ΟΟΣΑ στον Δείκτη Φορολογικής Ανταγωνιστικότητας του Τax Foundation που αξιοποιεί στοιχεία του 2019. Σε ότι αφορά τη διαμονή αξίζει να σημειωθεί, για κάθε 100 ευρώ που πληρώνει ένας επισκέπτης στην Ελλάδα για μια νύχτα σε ξενοδοχείο 4 αστέρων τα 33,4 ευρώ αντιστοιχούν σε φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ενώ για τις χώρες του ανταγωνισμού τα αντίστοιχα ποσά ανέρχονται από 16,1 ευρώ (Κύπρος) έως 28,2 ευρώ (Κροατία) (WEF, 2017). Εξάλλου, οι διαδοχικές αυξήσεις στους συντελεστές ΦΠΑ, ο φόρος διαμονής σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο δημοτικό φόρο και οι αυξήσεις σε άλλους επιχειρηματικούς φόρους επηρεάζουν την εποχικότητα, εμποδίζουν την ικανότητα εξυπηρέτησης των δανειακών υποχρεώσεων και αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για τις επενδύσεις (SETE, 2018).

Από την άλλη η κουλτούρα της φορολογίας έχει χρησιμοποιηθεί ως καθοριστικός παράγοντας για την επιτυχία της φορολογικής μεταρρύθμισης σε πολλές χώρες (Sinkuniene, 2005; Jairaj & Harriss-White, 2006; Atuguba, 2006). Για παράδειγμα, μερικοί άνθρωποι μπορεί να πιστεύουν ότι η καταβολή φόρων είναι ευθύνη που πρέπει να γίνει αποδεκτή, ενώ άλλοι μπορεί να πιστεύουν ότι η φορολογική εξαπάτηση δεν έχει σημασία. Η εμπιστοσύνη είναι επίσης μια άλλη έννοια που σχετίζεται με την κουλτούρα της φορολογίας και  προκύπτει από την αντίληψη της δικαιοσύνης. Για παράδειγμα, οι φορολογούμενοι  έχουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στους εφοριακούς που τους αντιμετωπίζουν με δικαιοσύνη και σεβασμό. Επιπλέον, η εμπιστοσύνη  περιλαμβάνει και προσδοκίες. Εάν οι φορολογούμενοι αναμένουν ότι οι φόροι τους θα δαπανηθούν σε δημόσια προγράμματα, που επιτρέπουν στην κυβέρνηση να παρέχει επαρκείς υπηρεσίες στους φορολογούμενους, οι τελευταίοι είναι πιο πιθανό να εμπιστεύονται την κυβέρνηση και το φορολογικό σύστημα.

Επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το φαινόμενο της υψηλής  φοροδιαφυγής  επιδρά σημαντικά στην οικονομία της Ελλάδος καθώς έχει συμβάλλει στην αλλαγή των οικονομικών συνθηκών ήδη από τη δεκαετία του 1970. Τα οικονομικά μεγέθη έχουν στρεβλωθεί σε μεγάλο βαθμό με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί η ανάγκη για μέτρα οικονομικής και κοινωνικής συνοχής τα οποία όμως μέχρι σήμερα δεν επέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα (Varotsis & Katerelos, 2020; Tagkalakis, 2013).  Κατ’ αυτό τον τρόπο η καταπολέμησή της φοροδιαφυγής από μόνη της δεν είναι και ο απόλυτα ενδεδειγμένος τρόπος, καθώς σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζονται περαιτέρω μέτρα για την αντιμετώπισή της, δεδομένου ότι όταν η οριακή ροπή για κατανάλωση είναι ίση με την μονάδα, δηλαδή το εισόδημα καταναλώνεται , τα φορολογικά έσοδα αυξάνονται. Αυτό σημαίνει ότι η φοροδιαφυγή σε κάποιες περιπτώσεις  λειτουργεί ενισχυτικά για το εισόδημα των επιχειρήσεων ωστόσο δεν παύει να αποτελεί μία σημαντική απάτη (Danopoulos & Znidaric, 2007).

Για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του φαινομένου της φοροδιαφυγής, βασική προϋπόθεση είναι η αποκατάσταση της αντιληπτής δικαιοσύνης με κάθε τίμημα. Η αντιληπτή δικαιοσύνη αποτελεί μια κεντρική μεταβλητή στις κοινωνικές επιστήμες, ενώ τα αισθήματα αδικίας είναι κοινά αποδεκτό ότι οδηγούν στην υιοθέτηση αρνητικών και συχνά ακραίων συμπεριφορών.

Ο διάλογος και η ανάπτυξη σχέσεων ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες είναι απαραίτητο βήμα, για την καλλιέργεια εμπιστοσύνης και την εύρεση εποικοδομητικών λύσεων. Επιπλέον η δέσμευση του κάθε αρμόδιου φορέα (κυβέρνηση) είναι πολύ σημαντικό στοιχείο. Ακόμα και πολύ μικρές κινήσεις μπορεί να δημιουργήσουν πολύ μεγάλες θετικές επιπτώσεις και αλυσιδωτές συνέπειες, ενώ η κατεύθυνση πρέπει να είναι δομικές- συνολικές και ατομικές αλλαγές (σε επίπεδο στάσεων, συναισθημάτων κ.ά.). Οι σημαντικότεροι τρόποι βελτίωσης είναι η απλοποίηση, η μηχανοργάνωση και ο εκσυγχρονισμός . Ο εκσυγχρονισμός και η ηλεκτρονική διακυβέρνηση είναι επίσης πολύ σημαντικές διαστάσεις του ζητήματος, και εδώ το ελληνικό κράτος έχει κάνει  βήματα σημαντικά, καθώς μπορεί να κατανοηθεί βαθύτερα η συμπεριφορά των ατόμων σε σχέση με το υπό μελέτη φαινόμενο. Τέλος η παροχή γνώσης και βοήθειας προς τις επιχειρήσεις (ειδικά προς τις μικρές) είναι ένα πολύ σημαντικό βήμα ανάπτυξης εμπιστοσύνης και αλληλοεκτίμησης. Συνεπώς μια επένδυση, μέσω της οποίας παρέχεται γνώση, βοήθεια και απαραίτητες επεξηγήσεις, μπορεί να έχει πολύ θετικά αποτελέσματα, σε αντιδιαστολή με ένα κλίμα αμοιβαίας καχυποψίας μεταξύ πολιτείας και αγοράς, όπου χάνουν όλοι στο τέλος.