Πέμπτη
12
Δεκέμβριος
TOP

Φτώχεια: Η αλήθεια πίσω από τους αριθμούς [διαγράμματα]

Παρά τη μείωση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας το όριο της φτώχειας το 2022 είναι χαμηλότερο κατά 13% σε σχέση με το 2011

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, όπως αποτυπώνονται στο Διάγραμμα 1, το ποσοστό των ατόμων στο όριο της φτώχειας στην Ελλάδα μειώθηκε από το 32,4% το 2015 στο 26,3% το 2022.

Παρά τη μείωση του ποσοστού των ατόμων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας (ποσοστό των ατόμων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό διαθέσιμο ισοδύναμο εισόδημα είναι χαμηλότερο από το 60% του εθνικού διαθέσιμου διάμεσου ισοδύναμου εισοδήματος), όπως αποτυπώνεται στο Διάγραμμα 2, το όριο της φτώχειας το 2022 (5.712 ευρώ για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και 11.995 ευρώ για νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών) είναι χαμηλότερο κατά 13% σε σχέση με το 2011, όπου για το μονοπρόσωπο νοικοκυριό ήταν 6.591 ευρώ και για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών ήταν 13.841 ευρώ. 

Επιπλέον, από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για την Ελλάδα αναδεικνύεται (Διάγραμμα 3) ότι ο δείκτης άνισης κατανομής του εισοδήματος (δείκτης ανισότητας Gini), μειώθηκε από το 33,5% που ήταν το 2011 και 34,5% που ήταν το 2014 στο 31,4% το 2022 (όσο μεγαλύτερος ο δείκτης Gini τόσο μεγαλύτερη είναι η άνιση κατανομή του εισοδήματος). 

Το παράδοξο με τον δείκτη ανισότητας Gini είναι ότι ενώ το 2011 το όριο της φτώχειας ήταν υψηλότερο κατά 13% σε σχέση με το 2022, ο δείκτης Gini ήταν χαμηλότερος κατά 2,1 ποσοστιαίες μονάδες. Αυτό συμβαίνει επειδή ο κατώτατος μισθός το 2011 ήταν 750 ευρώ (μεικτά) και ο μέσος συνολικός μισθός ήταν 1.453 ευρώ (μεικτά), ενώ το 2022 ο κατώτατος μισθός ήταν 750 ευρώ (μεικτά), ενώ ο μέσος συνολικός μισθός ήταν 1.176 ευρώ (μεκτά). Δηλαδή, η γενικευμένη μείωση των εισοδημάτων του πληθυσμού της Ελλάδας οδήγησε σε βελτίωση του δείκτη ανισότητας Gini, δηλαδή η γενικότερη μείωση του επιπέδου διαβίωσης των πολιτών και της γενικευμένης φτώχειας, ευνόησε τον δείκτη ανισότητας Gini και αυτό αποκαλύπτει τις αδυναμίες μέτρησης της ανισότητας του συγκεκριμένου στατιστικού δείκτη μέτρησης της ανισότητας, αφού η γενική μείωση των εισοδημάτων τον ευνοεί. Από τα στοιχεία αυτά αναδεικνύεται με τον πιο εύληπτο τρόπο ότι η παρατηρούμενη σχετική μείωση της φτώχειας και της ανισότητας τα τελευταία έτη στην Ελλάδα, που παραδόξως ευνοήθηκαν μεθοδολογικά από την γενική μείωση των εισοδημάτων στην χώρα μας, δεν έχει φτάσει στα επίπεδα του 2010 όπου το ποσοστό των ατόμων στο όριο της φτώχειας ήταν 21,4% και το όριο της φτώχειας ήταν κατά 13% υψηλότερο από αυτό του 2022. Επιπλέον είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι από την ανάλυση των στοιχείων της Eurostat και από την σύγκριση του επιπέδου της φτώχειας στην Ελλάδα με αυτό των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προκύπτει ότι το ποσοστό 26,3% των ατόμων στο όριο της φτώχειας είναι το τρίτο υψηλότερο μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι χαμηλότερο μόνο από την Βουλγαρία (30%) και την Ρουμανία (34,4%). Επίσης, το ποσοστό των ατόμων στο όριο της φτώχειας στην Ελλάδα υπερβαίνει το αντίστοιχο ποσοστό (21,6%) του μέσου όρου των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά 21,8% (Διάγραμμα 4).

Διάγραμμα 4 

Όμως, σύμφωνα με την UNECE (United Nations Economic Commission for Europe), οι συγκεκριμένοι δείκτες φτώχειας και ανισότητας δεν μας αποκαλύπτουν μια συνολική και σφαιρική άποψη για την φτώχεια σε μια χώρα. Κι’ αυτό επειδή δεν λαμβάνουν υπόψη την κοινωνική και οικονομική ευημερία των πολιτών μιας χώρας. Έτσι, προκειμένου να υπάρχει μια ολοκληρωμένη εικόνα για τα πραγματικά επίπεδα της φτώχειας σε μια χώρα θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η υποκειμενική φτώχεια. Η εκτίμηση της αντικειμενικής και της υποκειμενικής φτώχειας σχετίζονται μεταξύ τους. Ωστόσο είναι διακριτές και όταν μεθοδολογικά εξετάζονται μαζί μας δίνουν μια πιο περιεκτική εικόνα για την φτώχεια σε μια χώρα. Η αντικειμενική φτώχεια λαμβάνει υπόψη ορισμένες παραμέτρους και μεταβλητές οι οποίες θεωρούνται «ως αντικειμενικές», όπως είναι το όριο της φτώχειας όπου στατιστικά έχει οριστεί στο 60% του διάμεσου συνολικού εισοδήματος μιας χώρας. Δηλαδή, βασίζεται σε μετρήσιμες μεταβλητές όπως είναι το ύψος του εισοδήματος. Η υποκειμενική φτώχεια, λαμβάνει υπόψη μεταβλητές, όπως είναι το εισόδημα και οι δαπάνες ενός ατόμου ή νοικοκυριού. Όμως λαμβάνει υπόψη και ποιοτικές μεταβλητές, όπως είναι η ευτυχία και η συνολική ικανοποίηση από τη ζωή. Δηλαδή η υποκειμενική φτώχεια είναι ένας δείκτης συνολικής κοινωνικής και οικονομικής ευημερίας μιας χώρας. Για τον λόγο αυτό η UNECE (United Nations Economic Commission for Europe) θεωρεί ότι για να αποτυπωθεί μια πιο πλήρης εικόνα της φτώχειας σε μια χώρα δεν πρέπει να εξετάζεται μεμωνομένα, για παράδειγμα ένας απλός δείκτης, όπως είναι το ποσοστό των ατόμων που βρίσκονται στο όριο της φτώχειας. Επιπλέον απαιτείται να λαμβάνεται υπόψη και η υποκειμενική φτώχεια. Αυτό σημαίνει ότι όταν για παράδειγμα ένα νοικοκυριό με δύο γονείς και δύο παιδιά έχουν εισόδημα οριακά πάνω από το όριο της φτώχειας, ο διαμορφούμενος αντικειμενικός δείκτης φτώχειας δεν θα τους λαμβάνει υπόψη ως φτωχούς. Όμως εξετάζοντας για το πόσο ικανοποιημένοι είναι από τη ζωή και κατά πόσο καταφέρνουν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες διαβίωσης είναι βέβαιο ότι θα απαντήσουν αρνητικά θεωρώντας τον εαυτό τους φτωχό. Αυτό συμβαίνει και στην χώρα μας όπου ενώ το ποσοστό των ατόμων που είναι στο όριο της φτώχειας είναι 26%, ο υποκειμενικός δείκτης φτώχειας είναι 68% (Διάγραμμα 5). 

Με άλλα λόγια, ενώ ο δείκτης φτώχειας θεωρεί ότι ένας στους τέσσερις πολίτες στην Ελλάδα είναι φτωχός, στην πραγματικότητα αναδεικνύεται ότι επτά στους δέκα πολίτες που ζούν στην χώρα μας δεν ικανοποιούν τις ανάγκες διαβίωσης τους και θεωρούν ότι δεν απολαμβάνουν κοινωνική και οικονομική ευημερία.

Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Βασίλειου Γ. Μπέτση, Δρ Παντείου Πανεπιστημίου

Πηγή: ot.gr