TOP

Η Ελληνική Ανώτατη Εκπαίδευση: Το παρόν και οι μελλοντικές προκλήσεις – Οι θέσεις του Κινήματος ΝΙΚΗ για την Ανώτατη Εκπαίδευση

Του Ανδρέα Βορύλλα

Η κατάσταση της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης και τις προκλήσεις που καλείται να αντιμετωπίσει στο μέλλον είναι ένα κρίσιμο και διαχρονικά επίκαιρο ζήτημα. 

Η ανώτατη εκπαίδευση δεν αποτελεί μόνο έναν θεσμό μετάδοσης γνώσης. Είναι πυλώνας της δημοκρατίας, της κοινωνικής κινητικότητας, της καινοτομίας και της εθνικής ανάπτυξης. Όμως, όπως κάθε θεσμός που σχετίζεται με το μέλλον των κοινωνιών, οφείλει να παρακολουθεί τις μεταβαλλόμενες συνθήκες και να μετασχηματίζεται δυναμικά.

Τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι δημόσια βάση του Συντάγματος μας και η πρόσβαση σε αυτά γίνεται μέσω των Πανελλαδικών Εξετάσεων, ενώ η φοίτηση είναι δωρεάν.

Παρά τις συχνές επικρίσεις για οργανωτικά και λειτουργικά προβλήματα, τα ελληνικά πανεπιστήμια επιδεικνύουν συχνά αξιόλογο ακαδημαϊκό έργο, ιδιαίτερα σε ερευνητικό επίπεδο. Πανεπιστήμια όπως το ΕΚΠΑ, το ΑΠΘ, το Πολυτεχνείο Κρήτης και άλλα ανώτατα ιδρύματα, διατηρούν σταθερή παρουσία σε διεθνείς κατατάξεις, κυρίως χάρη στο προσωπικό που παρά τις αντιξοότητες, συνεχίζει να εργάζεται με υψηλό επιστημονικό ήθος και ζήλο.

Ωστόσο, η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση μαστίζεται από διαχρονικές αδυναμίες:

Το πρώτο και από τα σημαντικότερα η υποχρηματοδότηση. Το ποσοστό του ΑΕΠ που επενδύεται στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, γεγονός που επηρεάζει άμεσα την ποιότητα των υποδομών και τη δυνατότητα προσέλκυσης και διατήρησης ταλαντούχων φοιτητών και καθηγητών.

Η υπάρχουσα γραφειοκρατία που επιβάλλει στα πανεπιστημιακά ιδρύματα υπερβολικό διοικητικό έλεγχο, ενώ περιορίζει την αυτονομία τους στη χάραξη στρατηγικής και διαχείρισης πόρων.

Η μαζική μετανάστευση επιστημόνων (Brain drain), κυρίως νέων, προς το εξωτερικό, στερεί την χώρα από ανθρώπινο κεφάλαιο υψηλής αξίας.

Το φαινόμενο της ανομίας στους πανεπιστημιακούς χώρους και η χρόνια κομματικοποίηση του φοιτητικού κινήματος έχουν πλήξει το κύρος των ιδρυμάτων. Η ανομία και η πολιτικοποίηση αποτελούν δύο διαχρονικά φαινόμενα που επηρεάζουν τη λειτουργία των ελληνικών πανεπιστημίων. 

Παρότι προκύπτουν από διαφορετικά αίτια και έχουν διαφορετικές εκφάνσεις, αμφότερα έχουν συμβάλει στη διαμόρφωση ενός δυσλειτουργικού και συχνά συγκρουσιακού πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, με επιπτώσεις στην ποιότητα των σπουδών, τη διεθνή εικόνα των ιδρυμάτων, αλλά και την ασφάλεια της πανεπιστημιακής κοινότητας. 

Δυστυχώς τα πολιτικά κόμματα και οι κυβερνήσεις μετά την μεταπολίτευση έκλεισαν τα μάτια σ’ αυτό το πρόβλημα, το οποίο γιγαντώθηκε και σήμερα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε. 

Η αδυναμία σύνδεσης των πανεπιστημίων με την αγορά εργασίας, είναι ο κανόνας ακόμα και σήμερα με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το έλλειμμα πρακτικής κατάρτισης, γραφείων διασύνδεσης με παραγωγικούς τομείς της οικονομίας, οι αναχρονιστικές δομές σπουδών και η ασυμβατότητα με τις ανάγκες της σύγχρονης οικονομίας, οδηγούν πολλούς αποφοίτους στην ανεργία ή στην ανάγκη περαιτέρω εξειδίκευσης.

Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση δείχνουν τον δρόμο για τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις.

Η πρώτη μεταρρύθμιση που θα πρέπει να γίνει, είναι του τρόπου εισαγωγής στα πανεπιστήμια. 

Οι πανελλαδικές εξετάσεις αποτελούν σήμερα τον μοναδικό τρόπο εισαγωγής στην ανώτατη εκπαίδευση. Ένα τέτοιο σύστημα δεν μπορεί να αποτυπώσει πλήρως τις δεξιότητες, τα ταλέντα και την ποικιλομορφία των υποψηφίων. Πρέπει να εξεταστεί ένα μικτό σύστημα που θα συνδυάζει εξετάσεις με αξιολόγηση φακέλου, συνεντεύξεις, συμμετοχή σε κοινωνικά ή εθελοντικά προγράμματα και την συμμετοχή των ίδιων των πανεπιστημίων. 

Η δεύτερη μεταρρύθμιση θα πρέπει να αφορά την αναδιάρθρωση του χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης.

Η ύπαρξη πολλών τμημάτων με ασαφές αντικείμενο, ελλιπές προσωπικό και χωρίς επαγγελματική προοπτική οδηγεί σε σπατάλη πόρων και στην απογοήτευση των φοιτητών. Μια ορθολογική αναδιάρθρωση του ακαδημαϊκού χάρτη, βάσει κριτηρίων ποιότητας, αναγκών της αγοράς και της περιφερειακής ανάπτυξης, είναι απολύτως  επιβεβλημένη. 

Θα πρέπει να επανεξεταστεί και ο συνολικός αριθμός των εισαχθέντων, όπου υπολογίζεται σε 75 χιλ. ανά έτος, όταν ο αριθμός των υποψηφίων υπολογίζεται στις 90 χιλ. ανά χρόνο. Δεν γνωρίζουμε αν υπάρχει άλλο παράδειγμα χώρας, όπου πάνω από το 80% των υποψηφίων να εισάγεται σε πανεπιστημιακή σχολή.   

Κάθε χρόνο βλέπουμε δεκάδες πανεπιστημιακές σχολές είτε με ελάχιστους εισακτέους, είτε χιλιάδες εισακτέους που περνάνε με βαθμολογίες κάτω της βάσης, ενώ σε κάποιες σχολές παρατηρούμε και τα δύο φαινόμενα ταυτόχρονα.    

Η τρίτη μεταρρύθμιση αφορά την λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων.

Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση όπου απαγορεύεται η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων από το Σύνταγμά της. Ωστόσο πριν ένα χρόνο η κυβέρνηση και παρά τις σοβαρές αντιδράσεις, προχώρησε σε νομοθέτηση που επιτρέπει την ίδρυση παραρτημάτων πανεπιστημίων του εξωτερικού στη χώρα μας.

Η σημερινή πραγματικότητα είναι πως χιλιάδες νέοι φεύγουν σήμερα από τη χώρα μας για να σπουδάσουν σε άλλα ευρωπαϊκά ιδρύματα. Εφόσον τα ιδρύματα αυτά είναι αναγνωρισμένα στα κράτη όπου εδρεύουν, η Ελλάδα έχει ελάχιστα όπλα να εναντιωθεί, ακόμη και όταν πρόκειται για σχολές ιδιωτικές, κερδοσκοπικές ή και κατώτερου επιπέδου από τις εγχώριες.

Το Κίνημά μας είναι αντίθετο με την λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων στην Ελλάδα, για δύο βασικούς λόγους. Ο πρώτος λόγος είναι ότι δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα μας. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι τα δημόσια πανεπιστήμια λαμβάνουν συστηματικά ελάχιστη χρηματοδότηση, οπότε δεν θα μπορούν να ανταγωνιστούν με ίσους όρους τα Ιδιωτικά πανεπιστήμια, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγα χρόνια να απαξιωθούν. 

Ωστόσο, η δημιουργία ενός αυστηρά εποπτευόμενου πλαισίου ίδρυσης μη κερδοσκοπικών ιδρυμάτων θα μπορούσε να εμπλουτίσει την εκπαιδευτική προσφορά, να ανακόψει την εκροή Ελλήνων φοιτητών στο εξωτερικό και να ενισχύσει τον ανταγωνισμό με θετικό πρόσημο. Αλλά για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται σοβαρή προετοιμασία, ενώ θα πρέπει να επιλυθούν τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει η ανώτατη εκπαίδευση και φυσικά να αλλάξει το άρθρο 16 του Συντάγματός μας. 

Το Κίνημά μας στηρίζει την καταπολέμηση της ανομίας εντός των πανεπιστημίων με αυστηρά μέτρα, το άσυλο αφορά μόνο ιδέες και όχι τους παραβατικούς, οπότε οι δυνάμεις ασφαλείας θα πρέπει να παρεμβαίνουν χωρίς περιορισμούς όταν κάποιοι διατελούν αξιόποινες πράξεις.  

Τα κόμματα και οι φοιτητικές νεολαίες δεν έχουν να προσφέρουν τίποτα στα πανεπιστήμια. Προτείνουμε την διάλυσή τους και οι φοιτητικές εκλογές να γίνονται με ενιαίο ψηφοδέλτιο.

Δεν πρέπει να υπάρχει καμία ανοχή σε καταλήψεις χώρων των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Η διάλυσή τους για μας είναι αυτονόητη ενέργεια, όπως και ο εξοβελισμός αναρχικών και άλλων ομάδων που δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με την εκπαιδευτική διαδικασία στα πανεπιστήμια.   

Επίσης φοιτητές που προβαίνουν σε αξιόποινες πράξεις και καταστρέφουν δημόσια περιουσία δεν έχουν καμιά θέση στα πανεπιστήμια. Εκτός από την οριστική διαγραφή τους, θα πρέπει να επιδιώκεται και η αποζημίωση από τις οικογένειές τους για την αποκατάσταση των βανδαλισμών.  

Όσον αφορά το ζήτημα των αιώνιων φοιτητών, ο νόμος 4957/2022 έδωσε στους τότε «αιωνίους» φοιτητές ένα χρονικό περιθώριο για να πάρουν πτυχίο. Σύμφωνα με στοιχεία της συνόδου των πρυτάνεων, από το σύνολο των 317 χιλ. «αιώνιων» φοιτητών, με την έναρξη εφαρμογής του νόμου, περίπου 22 χιλ. «αιώνιοι» φοιτητές δήλωσαν ενδιαφέρον να περατώσουν τις σπουδές τους. Πιστεύουμε ότι αυτός ο νόμος είναι στη σωστή κατεύθυνση και θα πρέπει να εφαρμοστεί, σε καμιά χώρα της ΕΕ δεν υπάρχει αυτό το φαινόμενο.

Η ελληνική ανώτατη εκπαίδευση βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Από τη μία, διαθέτει ισχυρά θεμέλια: ανθρώπινο δυναμικό, μακραίωνη παράδοση, εξαιρετικές επιστημονικές νησίδες. 

Από την άλλη, αντιμετωπίζει σοβαρές θεσμικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις. Η αντιμετώπιση των προκλήσεων αυτών απαιτεί μια εθνική στρατηγική, διακομματική συνεννόηση, επένδυση στη γνώση και στον άνθρωπο.

Το μέλλον της ελληνικής ανώτατης εκπαίδευσης είναι υπόθεση όλων μας: της πολιτείας, των πανεπιστημίων, των διδασκόντων, των φοιτητών, της κοινωνίας. Αν θέλουμε μια Ελλάδα που να πρωταγωνιστεί, που να δημιουργεί, που να καινοτομεί, τότε πρέπει να επενδύσουμε στην εκπαίδευση. Όχι με λόγια, αλλά με πράξεις. Γιατί το πανεπιστήμιο δεν είναι απλώς ένας χώρος μάθησης. Είναι το εργαστήρι που διαμορφώνει το μέλλον μας.

* Βουλευτή Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών με τη ΝΙΚΗ