Τρίτη
24
Δεκέμβριος
TOP

Η καταστροφή της κεντροαριστεράς και τα τέρατα της κρίσης

του Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου από το www.protothema.gr 

O Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπ. Πελοποννήσου

Από τις επιπτώσεις της ελληνικής οικονομικής κρίσης της περασμένης δεκαετίας εκείνες που μάλλον έχουν συζητηθεί λιγότερο είναι οι πολιτικές.

Ίσως επειδή η κρίση δεν επέφερε την πλήρη κατάρρευση του κομματικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε στην Γ’ Ελληνική Δημοκρατία, ιδίως μετά το 1981, δεν υπήρξε μια συστηματική μελέτη των αιτίων που οδήγησαν στην σημαντικότερη διαφοροποίησή του: την πτώση του ΠΑΣΟΚ και την (πιθανότατα οριστική) αποπομπή του από το κλαμπ των κομμάτων εξουσίας.
Η αφαίμαξη του μεγαλύτερου μέρους του εκλογικού του ακροατηρίου από τον ΣΥΡΙΖΑ, που από το 2012 και μετά εκτοξεύτηκε, μέσα σε τρία χρόνια, από το 5% στο 36%, θεωρήθηκε ότι δεν άλλαζε κάτι επί της ουσίας στον χώρο της κεντροαριστεράς αφού το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα δεν ήταν παρά ένα “νέο” ΠΑΣΟΚ. Βοηθούσε σε αυτή την αίσθηση η μεταπήδηση στον ΣΥΡΙΖΑ πολλών στελεχών του όπως και ο ανοικτός θαυμασμός που έτρεφε ο αρχηγός του προς τον Ανδρέα Παπανδρέου, ιδίως αναφορικά με το εθνολαϊκιστικό του ύφος και τη δήθεν αγέρωχη και υπερήφανη στάση του απέναντι στις ξένες μεγάλες δυνάμεις που τάχα επιβουλεύονταν την ανεξαρτησία της χώρας.
Επρόκειτο ωστόσο για μια λανθασμένη ανάγνωση των αλλαγών που είχε επιφέρει στο πολιτικό σύστημα η τεράστια κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν και δεν θα μπορούσε να είναι ένα νέο ΠΑΣΟΚ που απλώς αντέγραφε το λαϊκισμό του για να δελεάσει τους ψηφοφόρους του, όσο και αν όντως απευθυνόταν σε παραδοσιακά τμήματα των υποστηρικτών του και σε συνδικάτα και επαγγελματικές ομάδες με τα οποία είχε συνδεθεί στενά το “Κίνημα της Αλλαγής”.
Επρόκειτο τώρα πλέον για ένα ριζοσπαστικό, αντισυστημικό κόμμα, όπως άλλωστε το ίδιο αυτοχαρακτηριζόταν, που το σημείο συνάντησής του με τους ψηφοφόρους ήταν το αντιμνημονιακό μένος, οι πλατείες των Αγανακτισμένων και γενικώς η αντίσταση στο Κράτος, τους θεσμούς και τη νομιμότητα. Αυτό είχαν δείξει περίτρανα οι περιπτώσεις της δολοφονικής επίθεσης στη Μαρφίν που είχε στοιχίσει τη ζωή τριών απλών εργαζόμενων, του “αντάρτικου” της Κερατέας, οι προπηλακισμοί πολιτικών προσώπων και συνδικαλιστών από το “ανώνυμο πλήθος”, οι απόπειρες μαζικής εισβολής στη Βουλή, η καταστροφή καταστημάτων και περιουσιών στο κέντρο της Αθήνας, η διάλυση των παρελάσεων σε πολλές πόλεις της χώρας τον Οκτώβριο του 2011, οι εκατοντάδες απεργιακές κινητοποιήσεις τα πρώτα χρόνια των μνημονίων κλπ.
Η ανάδυση μιας νέας αντισυστημικής κουλτούρας μικροαστικού τύπου που δεν περιοριζόταν μόνο σε περιθωριακές ομάδες ερχόταν να ταιριάξει απόλυτα με τον αριστερίστικο χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ όπως αυτός είχε μεταλλαχθεί μετά την ανάληψη της ηγεσίας του από τον Αλέξη Τσίπρα και τη γενιά στελεχών της “αντιπαγκοσμιοποίησης”. Έτσι, λοιπόν επρόκειτο για μια διαφορετικού τύπου εκπροσώπηση που είχε θεμελιωθεί πάνω στον τυφλό θυμό και την αγανάκτηση. Κυρίως, είχε θεμελιωθεί πάνω στην κατάρρευση του έωλου και διάτρητου κοινωνικού συμβολαίου ολόκληρης της μεταπολίτευσης που φαντασιωνόταν ένα κρατικό “λεφτόδεντρο” το οποίο θα μπορούσε στο διηνεκές να χρηματοδοτεί το κάθε “δίκαιο αίτημα του λαού” ανεξάρτητα από τις πραγματικές δυνατότητες της εθνικής οικονομίας.

Και επειδή τους όρους αυτού του συμβολαίου τους είχε διαπραγματευτεί πιο αυθεντικά το ΠΑΣΟΚ, πετυχαίνοντας έτσι και την εδραίωση της πολιτικής του ηγεμονίας για 30 ολόκληρα χρόνια, ήταν και εκείνο που νομοτελειακά θα πλήρωνε και το μεγαλύτερο τίμημα όταν δεν θα μπορούσε πλέον να ανταποκριθεί στις υποσχέσεις αυτού του συμβολαίου. Το φαινόμενο έγινε και διεθνώς γνωστό ως pasokification, περιγράφοντας την απότομη κατάρρευση ενός κυρίαρχου κόμματος, εν είδει εξιλαστήριου θύματος, σε συνθήκες εκτεταμένης κρίσης.
“2011: Το έτος μηδέν της κεντροαριστεράς”
Στο βιβλίο του Παντελή Καψή, “Η πτώση: 2011, το έτος μηδέν της κεντροαριστεράς” επιχειρείται μια συστηματική και τεκμηριωμένη καταγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στην κατάρρευση αυτή από τα χρόνια ανάληψης της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ από τον Γιώργο Παπανδρέου το 2004 και μέχρι το 2011. Ο πρώην διευθυντής των ΝΕΩΝ και του ΒΗΜΑΤΟΣ είχε το προνόμιο να παρακολουθεί μέρα προς μέρα τις εξελίξεις την περίοδο αυτή, κι έτσι η αφήγησή του, εκτός από την προσοχή στην τεκμηρίωση και την εντιμότητα που πάντα χαρακτήριζαν τα ρεπορτάζ του πολύπειρου αυτού δημοσιογράφου, διαθέτει και το πλεονέκτημα της μαρτυρίας κάποιου που με έναν τρόπο συμμετείχε, ως άνθρωπος της 4ης “εξουσίας”, στις εξελίξεις αυτές.
Ο Π. Καψής θεωρεί δεδομένο ότι ήταν καταρχήν η ίδια η οικονομική κρίση που οδήγησε στην πτώση του ΠΑΣΟΚ, παρότι δεν ευθυνόταν το ίδιο γι’ αυτήν. Το δυσθεώρητο μέγεθος της χρεοκοπίας που καλούνταν να διαχειριστεί, η ανετοιμότητα της ευρωζώνης και οι τεράστιες αρχικές διαφωνίες των εταίρων μεταξύ τους για το αν άξιζε τον κόπο να διασωθεί η χώρα και εντέλει με τι τρόπο έπρεπε να στηθεί και αν έπρεπε να περιλαμβάνει το ΔΝΤ ο μηχανισμός διάσωσής της ήταν ζητήματα που ξεπερνούσαν κατά πολύ την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, στην οποία απλώς έλαχε να πέσει ο “μουτζούρης” της διαχείρισής τους. Η ελληνική οικονομία ήταν δομικά προβληματική και έμοιαζε μη ιάσιμη, το διεθνές κλίμα σαφώς εις βάρος της και οι πολιτικές ηγεσίες της Ευρώπης πολύ αναποφάσιστες και έντονα εκτεθειμένες έναντι της δικής τους κοινής γνώμης που είχε υιοθετήσει το αφήγημα περί “τεμπέληδων και διεφθαρμένων Ελλήνων”.

Ωστόσο, ο συγγραφέας θεωρεί -σωστά- ότι στην πολιτική δεν υπάρχουν νομοτέλειες και ότι τον ίδιο τον τότε αρχηγό του ΠΑΣΟΚ και πολλούς από τους κορυφαίους του υπουργούς βαραίνουν παροιμιώδη λάθη στη διαχείριση της κρίσης. Με άλλα λόγια, όσο κι αν όντως ήταν αδύνατον να αποφύγουμε τα μνημόνια, θα μπορούσαν τουλάχιστον αυτά, με άλλους χειρισμούς, να είναι ηπιότερα και καλύτερα διαχειρίσιμα από πολιτική και επικοινωνιακή άποψη.

Το πρώτο και σημαντικότερο που εντοπίζει ως πρόβλημα ήταν οι λαϊκιστικές υποσχέσεις που είχε μοιράσει απλόχερα και ανεύθυνα ο ΓΑΠ τόσο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας το 2009, όσο και το πρώτο διάστημα αφότου είχε εκλεγεί πρωθυπουργός. Ήταν η αφελής περίοδος του “λεφτά υπάρχουν” και της πεισματικής άρνησης του κατά τα άλλα πασιφανούς οικονομικού αδιεξόδου της χώρας.
Και για να είμαστε δίκαιοι, αυτό δεν αφορούσε μόνο τον τότε πρωθυπουργό αλλά και πολλούς υπουργούς του οι οποίοι είχαν την ψευδαίσθηση ότι μπορούσαν να συνεχίσουν (με λίγο κλεφτοπόλεμο και λίγη παραπλάνηση των Ευρωπαίων και της διεθνούς κοινότητας) το μεταπολιτευτικό πελατειακό πρότυπο διακυβέρνησης που αντιμετώπιζε το κράτος ως λάφυρο και τις διάφορες ομάδες συμφερόντων ως πελάτες στο γνωστό παιχνίδι της πολιτικής συναλλαγής με αντάλλαγμα τη διαιώνιση μιας στρεβλής σχέσης πολιτικής και κοινωνίας.
Όταν μετά από απανωτά λάθη και έντονη καθυστέρηση όλων των πλευρών θα φθάναμε τελικά στην υπογραφή και την εφαρμογή του πρώτου μνημονίου, θα βρισκόμασταν ενώπιον του άλλου μεγάλου προβλήματος: της απόλυτης άρνησης σύσσωμου του πολιτικού συστήματος (συμπεριλαμβανομένης φυσικά της αντιπολίτευσης) και των ισχυρών συνδικαλιστικών οργανώσεων και επαγγελματικών ομάδων να αποκτήσουν αυτό που ονομάζουμε, ιδιοκτησία των επιβεβλημένων όσο και επίπονων μεταρρυθμίσεων.
Με λίγες εξαιρέσεις, οι ίδιοι οι βουλευτές και υπουργοί που ψήφιζαν και καλούνταν να υποστηρίξουν την υιοθέτηση των μεταρρυθμίσεων που ήταν απαραίτητες για να βγούμε από την κρίση, ήταν κι εκείνοι που δεν τις πίστευαν και τις υπονόμευαν στην πράξη. Η “τρόικα” αντιμετωπιζόταν σχεδόν από όλους ως μια διαβολική και αδίστακτη δύναμη ξένης επιβολής, ωσάν για την χρεοκοπία της χώρας να ευθυνόταν το μνημόνιό της και όχι το αντίστροφο.
Αν και είναι πλέον τεκμηριωμένο ότι τουλάχιστον το πρώτο μνημόνιο είχε μεγάλες αστοχίες και εμφανή τιμωρητικό χαρακτήρα, το πρόβλημα της χώρας ήταν τέτοιας πρωτοφανούς έκτασης που δεν θα μπορούσε έτσι κι αλλιώς να λυθεί με ασπιρίνες και ψευτομερεμέτια για τα μάτια του κόσμου. Η πτώση του ΓΑΠ από την εξουσία στα τέλη του 2011, λίγο μετά την αστόχαστη πρότασή του για δημοψήφισμα το οποίο υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να οδηγήσει την χώρα εκτός ευρώ, σήμανε ουσιαστικά και το πολιτικό τέλος του ΠΑΣΟΚ αφού θα καταβαραθρωνόταν στις εκλογές του 2012 αλλά και σε όλες όσες θα ακολουθούσαν έκτοτε.