Κυριακή
28
Απρίλιος
TOP

Η πρώτη εικόνα για την τουριστική σεζόν του 2024

Ενθαρρυντικά είναι σημάδια για τη σεζόν του 2024, με νέους ελληνικούς προορισμούς να προστίθενται στα προγράμματα των ευρωπαϊκών tour operators, ενώ οι τιμές αναμένεται να αυξηθούν ελάχιστα.

Η εξαιρετική δημοφιλία της Ελλάδας καλά κρατεί και ο ελληνικός τουρισμός γνωρίζει άνθιση, καθώς ολοκληρώθηκε μια πολύ καλή σεζόν το 2023 και όπως όλα τα στοιχεία και οι εκτιμήσεις δείχνουν και το 2024 η πορεία αυτή θα συνεχισθεί.

Καθώς αναμένουμε τα τελευταία επίσημα στοιχεία του 2023, ο τομέας του τουρισμού φαίνεται να πηγαίνει ολοταχώς προς ένα νέο ιστορικό ρεκόρ, τόσο σε αφίξεις όσο και έσοδα. Τα 34 εκατομμύρια ξένοι τουρίστες ίσως είναι πολύ κοντά, όπως και τα 20 δις ευρώ σε ταξιδιωτικές εισπράξεις.

Η σεζόν του ’23 είχε ξεκινήσει με πολύ υψηλές προσδοκίες, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν μόλις στην αρχή της, τον Απρίλιο, ενώ οι δύσκολοι μήνες που ακολούθησαν, Μάιος και Ιούνιος, προκάλεσαν τη δυσαρέσκεια όχι μόνο των ξενοδόχων αλλά και του εμπορικού και του κόσμου της εστίασης. Τελικά η σεζόν «πήρε» μπρος και μάλιστα ο τελευταίος της μήνας, ο Οκτώβριος, ήταν ίσως ο καλύτερος όλων των εποχών.

Τι έγινε με τις εισπράξεις

Οι ξενοδόχοι στην Ελλάδα αύξησαν πολύ τις τιμές τους, που σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών των αεροπορικών εισιτηρίων, το οργανωμένο πακέτο πωλήθηκε ακριβότερα ακόμα και μέχρι 40%. Οι ξένοι τουρίστες, έχοντας αφήσει πίσω τα «έξαλα» έξοδα που έκαναν κατά τις διακοπές τους το 2022 και έχοντας περάσει ένα χειμώνα ακρίβειας, περιόρισαν τα χρήματα τους ξοδεύοντας τα απαραίτητα. Οι συνέπειες αυτής της λελογισμένης διαχείρισης των οικονομικών τους, είχαν ως αποδέκτες κυρίως τα καταστήματα εστίασης, τα εμπορικά μαγαζιά αλλά και τις εκδρομές.

Οι περισσότεροι τουρίστες εκμεταλλεύτηκαν ό,τι τους προσέφερε το πακέτο τους, ειδικά αν αυτό ήταν All Inclusive, αποφεύγοντας τις εξόδους για φαγητό, ή τα ψώνια. Οι ξενοδόχοι ναι μεν εισέπραξαν αρκετά περισσότερα χρήματα, αφού είχαν αυξήσει τιμές και οι πληρότητες ήταν υψηλές, όμως τα επιπλέον αυτά χρήματα μάλλον δεν κατέληξαν στις τσέπες τους. Η αύξηση των επιτοκίων στα δάνεια, η ακρίβεια στα προϊόντα και το αυξημένο κόστος του προσωπικού, ήταν οι βασικές αιτίες.