Σάββατο
20
Απρίλιος
TOP

Καμπανάκι Κομισιόν για ενεργειακή φτώχεια στο 1/3 των ελληνικών νοικοκυριών – Όλο το πόρισμα και τα μέτρα της «εργαλειοθήκης»

Πόρισμα το οποίο δείχνει αναλυτικά και ανά κράτος τον αντίκτυπο των υψηλών τιμών ενέργειας με βάση τις συνθήκες της αγοράς αλλά και το πόσο ευάλωτο είναι κάθε κράτος-μέλος σε όρους ενεργειακής φτώχειας – δηλαδή ανάλογα με το ποσοστό των νοικοκυριών αδυνατούσαν να θερμάνουν το σπίτι τους πριν ξεσπάσει αυτή η νέα κρίση – ολοκλήρωσε η Κομισιόν στο πλαίσιο της ανακοινώσεων της προηγούμενης Τετάρτης. Οι ανακοινώσεις αφορούσαν στην «εργαλειοθήκη» παρεμβάσεων η οποία «νομιμοποιεί» σε Ευρωπαϊκό επίπεδο μέτρα, τα οποία όμως θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν από τα κρατικά ταμεία.

Η Κομισιόν θεωρεί ότι οι τρέχουσες αυξήσεις τιμών ενέργειας ενδέχεται να είναι προσωρινές αλλά σε κάθε περίπτωση οι τιμές αναμένεται να παραμείνουν υψηλότερες από το μέσο όρο των τελευταίων ετών. Για το επόμενο έτος υπολογίζονται σε 42 EUR/MWh, σε ορίζοντα δύο ετών σε 35 EUR/MWh και σε ορίζοντα τριών ετών σε 32 EUR/MWh.  Η παγκόσμια ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 5 % το 2021 και 4 % το 2022, λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ανάκαμψης. Στην Ευρώπη, η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας αναμένεται να αυξηθεί το 2022 κατά σχεδόν 2%.

Η φτώχεια

Τα στοιχεία της Επιτροπής δείχνουν ότι σε αδυναμία επαρκούς θέρμανσης της κατοικίας τους τελεί το 18,2% του πληθυσμού σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η αναλογία αυτή στην Ελλάδα φτάνει στο 34,4% και είναι από τις υψηλότερες πανευρωπαϊκά.

Αν και οι πρόσφατες αυξήσεις των τιμών επηρεάζουν τους πάντες, οι ενεργειακά φτωχοί και τα νοικοκυριά χαμηλού και μετρίου-χαμηλού εισοδήματος επηρεάζονται περισσότερο, καθότι δαπανούν σημαντικά υψηλότερα μερίδια των εισοδημάτων τους για ενέργεια» αναφέρεται. Επισημαίνεται πως η ενεργειακή φτώχεια παρακολουθείται στενά από την Επιτροπή. Επισημαίνει πως κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, σε 8 κράτη μέλη (από τα 21 για τα οποία υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία) σημειώθηκε ετήσια αύξηση του ποσοστού ενεργειακής φτώχειας το 2020, ενώ σε 13 κράτη μέλη σημειώθηκε μείωση του ποσοστού αυτού, μεταξύ των οποίων 5 κράτη μέλη με ποσοστά φτώχειας άνω του 15 % το 2019 (Βουλγαρία, Ελλάδα, Κύπρος, Λιθουανία και Πορτογαλία).

Εικόνα

Τα περιθώρια

Στην ίδια έκθεση, η Κομισιόν εξειδικεύει τα μέτρα που ανακοινώθηκαν την Τετάρτη. Δίνοντας το «σήμα» σε κυβερνήσεις ούτως ώστε αφενός να «νομιμοποιήσουν» τις επιλογές που έχουν ήδη κάνει (για παράδειγμα το πακέτο 500 εκατ ευρώ που προωθεί η Αθήνα), αλλά και για να προχωρήσουν σε περαιτέρω κινήσεις. Αρκεί να βρεθούν και τα δημοσιονομικά εργαλεία…

Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία εκτέλεσης του Προϋπολογισμού υπάρχει υπέρβαση στο σκέλος των φορολογικών εσόδων κατά 1,1 δις ευρώ στο Σεπτέμβριο, αλλά και κατά 900 εκατ ευρώ περίπου στο εννιάμηνο. Κάτι το οποίο δημιουργεί την αισιοδοξία στην κυβέρνηση πως θα μπορέσει να προχωρήσει και σε περαιτέρω παρεμβάσεις  – πιθανόν και με τη μορφή μερίσματος – τις οποίες εμμέσως προανήγγειλε και ο Πρωθυπουργός.

Οι αποφάσεις συνδέονται με το κατά πόσο τα επιπλέον αυτά έσοδα έχουν προσωρινό ή μόνιμο χαρακτήρα. Με την πρώτη εκτίμηση να συνηγορεί στη δεύτερη πιθανότητα. Αλλά και το κατά πόσο θα διατηρηθούν και το 2022 γιατί τα πιο πολλά από τα μέτρα στήριξης (εκτός και αν πρόκειται για κάποιο επίδομα με τη μορφή μερίσματος που θα δωθεί φέτος) θα χτυπούν και στον προϋπολογισμό του 2022. Μία άλλη παράμετρος είναι η πορεία του ΑΕΠ με την ΕΛΣΤΑΤ να αναθεωρεί τα στοιχεία των προηγούμενων ετών με ένα τρόπο ο οποίος όμως – όπως αναφέρουν πηγές του οικονομικού επιτελείου – δεν επηρεάζει το μέλλον. Δηλαδή την προοπτική ανάπτυξης αφού συνδέονται κυρίως με το πως προσμετράται στο ΑΕΠ ο πληθωρισμός.

Το πόρισμα της Κομισιόν για την εργαλειοθήκη μέτρων για την αντιμετώπιση της πρόκλησης

Στα άμεσα μέτρα προστασίας των καταναλωτών και επιχειρήσεων, η Επιτροπή αναφέρει πως 24 κράτη μέλη έχουν λάβει ή σκοπεύουν να λάβουν μέτρα, τα οποία στοχεύουν πρωτίστως στον μετριασμό των επιπτώσεων στους πλέον ευάλωτους, στις μικρότερες επιχειρήσεις και στις ενεργοβόρες βιομηχανίες. Τα μέτρα αυτά περιλαμβάνουν ανώτατα όρια τιμών και προσωρινές φοροελαφρύνσεις για τους ευάλωτους καταναλωτές ενέργειας, ή κουπόνια και επιδοτήσεις για τους καταναλωτές και τις επιχειρήσεις.

Τα εν λόγω άμεσα μέτρα θα μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν εν μέρει από τα έσοδα των πλειστηριασμών δικαιωμάτων του ΣΕΔΕ της ΕΕ, τις εισφορές και τους φόρους επί των τιμών της ενέργειας και τους περιβαλλοντικούς φόρους. Στο τρέχον πλαίσιο, τα υψηλότερα από τα αναμενόμενα έσοδα του ΣΕΔΕ (σ.σ. του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της ΕΕ), μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη χρηματοδότηση των απρόβλεπτων αναγκών στο επίπεδο της στοχευμένης κοινωνικής στήριξης. Από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 έως τις 30 Αυγούστου 2021, τα έσοδα από τη δημοπράτηση δικαιωμάτων του ΣΕΔΕ της ΕΕ  ανήλθαν σε 26,3 δισ. ευρώ.

Α. Εισοδηματική στήριξη έκτακτης ανάγκης και αποφυγή αποσυνδέσεων από το δίκτυο. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν:

–    να παράσχουν αντισταθμιστικά μέτρα περιορισμένης χρονικής διάρκειας και άμεση στήριξη σε ενεργειακά φτωχούς τελικούς χρήστες, συμπεριλαμβανομένων των ομάδων που διατρέχουν κίνδυνο, π.χ. μέσω κουπονιών ή καταβάλλοντας μέρος του λογαριασμού ενέργειας, με χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, από τα έσοδα του ΣΕΔΕ·

–    να θεσπίσουν και/ή να παρατείνουν διασφαλίσεις για την αποφυγή αποσυνδέσεων από το ενεργειακό δίκτυο ή να αναστείλουν προσωρινά τις πληρωμές·

–    να ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές και να συντονίσουν τα μέτρα τους μέσω της ομάδας συντονισμού της Επιτροπής για την ενεργειακή φτώχεια και τους ευάλωτους καταναλωτές.

Τα κράτη μέλη μπορούν να καταβάλουν ειδικές κοινωνικές παροχές σε όσους διατρέχουν τον μεγαλύτερο κίνδυνο προκειμένου να τους βοηθήσουν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους βραχυπρόθεσμα ή να τους παράσχουν στήριξη για να προβούν σε βελτιώσεις της ενεργειακής απόδοσης, διασφαλίζοντας παράλληλα την αποτελεσματική λειτουργία της αγοράς. Η στήριξη αυτή μπορεί να πάρει τη μορφή κατ’ αποκοπή πληρωμών, ώστε να διατηρηθεί το κίνητρο για τη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και για την πραγματοποίηση επενδύσεων στην εξοικονόμηση ενέργειας. Η νομοθεσία της ΕΕ επιτρέπει τη ρύθμιση των τιμών λιανικής για ενεργειακά φτωχά και ευάλωτα νοικοκυριά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και υπό αυστηρές προϋποθέσεις. Η ρύθμιση των τιμών αποθαρρύνει τις επενδύσεις στην παραγωγή ενέργειας και αποδυναμώνει τους καταναλωτές.

Επίσης  τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν διασφαλίσεις για την αποφυγή αποσυνδέσεων από το ενεργειακό δίκτυο ή να αναβάλουν προσωρινά τις πληρωμές σε περίπτωση που οι καταναλωτές αντιμετωπίζουν βραχυπρόθεσμες δυσκολίες στην εξόφληση των λογαριασμών τους. Μια σειρά από κράτη μέλη θέσπισε τέτοια μέτρα κατά την έναρξη της πανδημίας COVID-19 (οι εθνικές κυβερνήσεις και οι ρυθμιστικές αρχές ενέργειας ανέστειλαν τις αποσυνδέσεις λόγω μη εξόφλησης του λογαριασμού ενέργειας. Εκτός από τα κυβερνητικά μέτρα, ορισμένες εταιρείες ενέργειας σε ολόκληρη την ΕΕ υιοθέτησαν εθελοντικές πρωτοβουλίες για τη στήριξη των πελατών τους, προσφέροντας, μεταξύ άλλων, ρυθμίσεις πληρωμής και αναστέλλοντας τις αποσυνδέσεις). Τα μέτρα αυτά θα μπορούσαν τώρα να επεκταθούν.

Επίσης, η Επιτροπή θα καλέσει τους εκπροσώπους των κρατών μελών και τις ρυθμιστικές αρχές ενέργειάς τους να συνεργαστούν με στόχο την καλύτερη δυνατή προστασία των ευάλωτων καταναλωτών. Αυτό θα επιτρέψει στα κράτη μέλη να ανταλλάξουν βέλτιστες πρακτικές και να επικεντρωθούν καλύτερα στα μέτρα αντιμετώπισης της ενεργειακής φτώχειας σε σύμπνοια με τις σχετικές πολιτικές της ΕΕ, όπως η πολιτική για την ενεργειακή απόδοση και το κύμα ανακαινίσεων.

Β. Φορολογία. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν:

–    να μειώσουν τους φορολογικούς συντελεστές για τους ευάλωτους πληθυσμούς, για περιορισμένο χρονικό διάστημα και με στοχευμένο τρόπο·

–    να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρηματοδότησης καθεστώτων στήριξης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας από άλλους πόρους αντί των εισφορών που περιλαμβάνονται στους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος.

Οι εν λόγω φόροι και εισφορές περιλαμβάνουν ειδικότερα τους ειδικούς φόρους κατανάλωσης στα ενεργειακά προϊόντα και την ηλεκτρική ενέργεια και τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ), οι οποίοι είναι εναρμονισμένοι σε επίπεδο ΕΕ, αλλά και άλλους εγχώριους περιβαλλοντικούς φόρους και εισφορές για τη χρηματοδότηση των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας που είναι αναγκαίες για την πράσινη μετάβαση.

Οι φόροι και οι εισφορές κατά μέσο όρο, αντιπροσωπεύουν το 41 % των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας των νοικοκυριών, το 30-34 % των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας της βιομηχανίας, το 32 % των τιμών φυσικού αερίου των νοικοκυριών και το 13-16 % των τιμών φυσικού αερίου της βιομηχανίας. Η οδηγία φορολόγησης της ενέργειας και η οδηγία ΦΠΑ  παρέχουν κάποια ευελιξία στα κράτη μέλη. Η οδηγία φορολόγησης της ενέργειας επιτρέπει στα κράτη μέλη να χορηγούν φοροαπαλλαγές ή να εφαρμόζουν μειωμένο φορολογικό συντελεστή στην ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο, τον γαιάνθρακα και τα στερεά καύσιμα που χρησιμοποιούνται από τα νοικοκυριά. Τα κράτη μέλη μπορούν να χορηγούν τις φορολογικές αυτές απαλλαγές ή μειώσεις είτε απευθείας είτε με τη μορφή ενός διαφοροποιημένου συντελεστή είτε επιστρέφοντας το σύνολο ή μέρος του καταβληθέντος φόρου. Οι μειωμένοι φορολογικοί συντελεστές πρέπει να είναι στοχευμένοι και δεν θα πρέπει να προκαλούν στρεβλώσεις. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να εφαρμόσουν μειωμένους συντελεστές ΦΠΑ στα ενεργειακά προϊόντα, εφόσον τηρούν τα ελάχιστα όρια που ορίζονται στην οδηγία ΦΠΑ της ΕΕ (σ.σ. το νομικό πλαίσιο για τους συντελεστές ΦΠΑ επανεξετάζεται επί του παρόντος στο Συμβούλιο), και έχουν ζητήσει τη γνώμη της επιτροπής ΦΠΑ της ΕΕ.

Ορισμένα κράτη μέλη χρησιμοποιούν τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα για την παροχή κατ’ αποκοπή αποζημιώσεων σε ευάλωτα νοικοκυριά. Άλλα κράτη μέλη χρησιμοποιούν μέρος των εσόδων από περιβαλλοντικούς φόρους για τη χρηματοδότηση συστημάτων κοινωνικής προστασίας. Τα κράτη μέλη στα οποία οι εισφορές για επιδοτήσεις για την παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αντιπροσωπεύουν σημαντικό μερίδιο της λιανικής τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας μπορούν να εξετάσουν το ενδεχόμενο χρηματοδότησης των πολιτικών αυτών με δημόσια έσοδα πέραν των λογαριασμών ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό θα είχε ως πλεονέκτημα την ανακούφιση των καταναλωτών από σημαντικό μέρος του λογαριασμού ενέργειάς τους, αναφέρει η Επιτροπή.

Γ.  Κρατικές ενισχύσεις. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν:

–    να λάβουν μέτρα για τη μείωση του ενεργειακού κόστους για όλους τους τελικούς χρήστες ενέργειας·

–    να παράσχουν ενισχύσεις σε επιχειρήσεις ή βιομηχανίες για να αντεπεξέλθουν στην κρίση, σε πλήρη συμμόρφωση με το πλαίσιο για τις κρατικές ενισχύσεις, αξιοποιώντας, κατά περίπτωση, τα περιθώρια ευελιξίας που προβλέπονται στο εν λόγω πλαίσιο και ενθαρρύνοντας τη σταδιακή εγκατάλειψη των ορυκτών καυσίμων·

–    να διευκολύνουν την ευρύτερη πρόσβαση σε συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ώστε να συνάπτονται όχι μόνο από μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά και από ΜΜΕ, για παράδειγμα μέσω της συγκέντρωσης της ζήτησης των τελικών χρηστών σύμφωνα με τους κανόνες ανταγωνισμού·

–    να στηρίξουν τις συμφωνίες αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μέσω συνοδευτικών μέτρων, όπως η εξεύρεση εταίρων, οι τυποποιημένες συμβάσεις και η ελαχιστοποίηση των κινδύνων μέσω των χρηματοπιστωτικών προϊόντων του InvestEU.

Μέτρα γενικού χαρακτήρα, από τα οποία επωφελούνται όλοι οι καταναλωτές επί ίσοις όροις, δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση, επισημαίνει η Επιτροπή. Τέτοια μη επιλεκτικά μέτρα μπορούν π.χ. να είναι μειωμένοι φόροι ή εισφορές ή η εφαρμογή ενός μειωμένου συντελεστή στην προμήθεια φυσικού αερίου, ηλεκτρικής ενέργειας ή τηλεθέρμανσης. Στον βαθμό που οι εθνικές παρεμβάσεις χαρακτηρίζονται ως ενισχύσεις, μπορούν να θεωρηθούν συμβατές με τους κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων εφόσον πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις. Για παράδειγμα, οι ενισχύσεις με τη μορφή μείωσης των εναρμονισμένων περιβαλλοντικών φόρων έως τα ελάχιστα όρια που ορίζονται στην οδηγία φορολόγησης της ενέργειας μπορούν να εφαρμοστούν από τα κράτη μέλη χωρίς προηγούμενη κοινοποίηση στην Επιτροπή.  Πιο στοχευμένα μέτρα στήριξης μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις ή τις βιομηχανίες να προσαρμοστούν εγκαίρως και να συμμετάσχουν πλήρως στην ενεργειακή μετάβαση.

Δ. Στήριξη μιας δίκαιης μετάβασης και προστασία των τελικών χρηστών. Τα κράτη μέλη θα μπορούσαν:

–    να στηρίξουν την ενδυνάμωση των καταναλωτών, παρέχοντάς τους πληροφορίες σχετικά με τις δυνατότητες συμμετοχής στην αγορά ενέργειας, καθώς και σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν προστατεύονται καλύτερα και να βρίσκονται σε ισχυρότερη θέση στην αλυσίδα του ενεργειακού εφοδιασμού·

–    να καθορίσουν έναν Προμηθευτή Τελευταίου Καταφυγίου, σε περίπτωση εξόδου ενός προμηθευτή από την αγορά ή σε περίπτωση μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεών του·

–    να ενισχύσουν περαιτέρω τον ρόλο των καταναλωτών στην αγορά ενέργειας, με τη συμβολή στη βελτίωση της απόκρισης ζήτησης, καθώς και με την ανάπτυξη της ιδιοπαροχής μέσω ατομικών ρυθμίσεων για την ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και την ενεργειακή κοινότητα.

Οι καταναλωτές της ΕΕ θα πρέπει να απολαμβάνουν υψηλό βαθμό προστασίας και ενδυνάμωσης προκειμένου να συμμετέχουν ενεργά στην αγορά ενέργειας. Συγκεκριμένα, οι καταναλωτές πρέπει να είναι καλύτερα ενημερωμένοι σχετικά με την ενέργεια που καταναλώνουν και τις δυνατότητες που έχουν για να περιορίσουν την κατανάλωσή τους και να αλλάξουν προμηθευτή, ώστε να μειώσουν τα έξοδά τους. Οι καταναλωτές θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με οργανώσεις καταναλωτών, οργανισμούς ενέργειας και παρόχους υπηρεσιών ενεργειακής απόδοσης για να λαμβάνουν ανατροφοδότηση σχετικά με τη συμπεριφορά τους όσον αφορά την κατανάλωση ενέργειας για καθορισμένη χρονική περίοδο, καθώς και συμβουλές σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο μπορούν να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας και τους λογαριασμούς τους. Θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν τη δική τους ικανότητα παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, σε προσιτές τιμές και με καλή απόδοση επένδυσης, ενεργώντας ως παραγωγοί-καταναλωτές στο πλαίσιο του αποκεντρωμένου ενεργειακού συστήματος. Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται στην περαιτέρω ανάπτυξη των ενεργειακών κοινοτήτων, με ιδιαίτερη έμφαση στους καταναλωτές που ζουν σε αγροτικές περιοχές.

–    Ε. Αύξηση των επενδύσεων στην ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και στην ενεργειακή απόδοση. Μεταξύ άλλων θα πρέπει να αυξήσουν τις επενδύσεις στην ενεργειακή απόδοση και στην απόδοση των κτιρίων που συμβάλλει στη μείωση της κατανάλωσης ενέργειας και του ενεργειακού κόστους, καθώς και στον περιορισμό της πίεσης που ασκείται στις αγορές ενέργειας.

Η ενεργειακή απόδοση μειώνει την κατανάλωση ενέργειας και, συνεπώς, το ενεργειακό κόστος, αλλά απαιτεί επενδύσεις, αναφέρεται. Αντιμετωπίζει ένα από τα βαθύτερα αίτια της ενεργειακής φτώχειας, ιδίως μέσω της βελτιωμένης ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων και των συσκευών. Η Επιτροπή θα υποβάλει επίσης πρόταση για τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης του ευρωπαϊκού κτιριακού αποθέματος. Χάρη σε ορισμένα μέτρα ανακαίνισης που στοχεύουν στην κοινωνική στέγαση —και χάρη σε νέους κανόνες για τις χώρες της ΕΕ όσον αφορά τη μέτρηση και την παρακολούθηση των στοιχείων σχετικά με τα άτομα που δυσκολεύονται να πληρώσουν τους λογαριασμούς ενέργειάς τους—, οι εν λόγω κανόνες για την ανακαίνιση κτιρίων θα συμβάλουν στην καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας.