Σε ένα θέμα που προκαλεί ιδιαίτερη αίσθηση τώρα και προέρχεται με άκρως χαρακτηριστικό τρόπο από τις εικόνες και τα όσα περιγράφει ο Καθηγητής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης.
Ο λόγος για τα όσα πλέον αντικρίζει κανείς στο Νεοχώρι του Μελιγαλά με την κατεδάφιση της πατρογονικής οικίας της Μαρίας Κάλας. Στην θέση του σπιτιού της οικογένειάς της αναπτύσσεται ένα σκυροδετημένο κτήριο και αυτό στηλιτεύεται για την επιλογή που γίνεται από το δήμο Οιχαλίας, από τους πολίτες.
Σοκάρουν… τα όσα αποτυπώνει στην ανάρτησή του ο Καθηγητής Αρχαιολογίας Πέτρος Θέμελης για το κατεδαφισμένη πατρική οικία της Μαρίας Κάλας στο Νεοχώρι. Το σπίτι που έστεκε εκεί και γίνονταν προσπάθειες για την ανάδειξή του -μάλιστα στον χώρο είχαν γίνει και εκδηλώσεις- επελέγη να κατεδαφιστεί από το δήμο Οιχαλίας και στην θέση του να υπάρξει ανέγερση ενός… άλλου κτηρίου με το τσιμεντένιο ισόγειο να έχει ήδη διαμορφωθεί και να προκαλεί τα χαρακτηριστικά σχόλια των αναγνωστών της ανακοίνωσης του κ. Καθηγητή.
ΚΑΛΑΣ και ΝΕΟΧΩΡΙ ΜΕΛΙΓΑΛΑ
Ένιωσε βαθιά συγκίνηση μόλις αντίκρισε το ερειπωμένο σπίτι του Καλογερόπουλου στο Νεοχώρι του Μελιγαλά. Ένα μπαούλο ανάμεσα στα χαλάσματα φούντωσε τη φαντασία του: «να βρίσκονταν, αλήθεια, ακόμα εκεί τα ρουχαλάκια, τα παιχνίδια, τα διαβάσματα της μικρής Μαρίας Σοφίας Άννας Καικιλίας Καλογεροπούλου, της Μαρίας Κάλας, στο σπίτι του πατέρα της, του φαρμακοποιού Γεώργιου Καλογερόπουλου, πριν αυτός μετακομίσει στο Μελιγαλά»; Προσγειώθηκε άμεσα στην πραγματικότητα, η Μαρία είχε γεννηθεί το 1923 στη Νέα Υόρκη όχι στο Νεοχώρι. Όμως η πρώτη εκείνη επαφή του Μπάμπη Τσόκα με την κοιτίδα της οικογένειας της μεγάλης αοιδού στάθηκε αφορμή και κίνητρο για τη δική του δημιουργία, την ταινία για τη ζωή και το έργο της τραγικής θεραπαινίδας της Τέχνης. Αποφάσισε εκείνην ακριβώς τη στιγμή να καταγράψει με τη δική του τέχνη, αυτήν της μηχανής του κινηματογράφου, την επίπονη πορεία της Μαρίας προς την τελειότητα, προς την παγκόσμια αναγνώριση, τη δόξα, τον έρωτα, την απογοήτευση, τη θλίψη και το θάνατο.
Η Στενύκλαρος, η εύφορη κοιλάδα του Μελιγαλά, ο ποταμός Βαλύρας, ή άνοδος και η πτώση της Μαρίας, η τραγική μοίρα της, ο πολύπαθος λαός της Μεσσηνίας, η ίδρυση, η ακμή, η πτώση, ο αφανισμός και η αναγέννηση, η δεύτερη ζωή της αρχαίας Μεσσήνης συνθέτουν μια σχέση βίων παράλληλων μέσα σε ένα φυσικό περιβάλλον πανάρχαιο και ταυτόχρονα σύγχρονο. Οραματίζομαι τη Μαρία να βαδίζει αγέρωχη και εύχαρις στους δρόμους της αρχαίας πολιτείας, να θαυμάζει τα απόρθητα κάστρα, να περνά το φθαρμένο κατώφλι της «στοάς παρά το κρεωπώλιον», «της παντόπολης στοάς» και «της στοάς του Νικαίου» στην αγορά, την ξαναβλέπω στο Γυμνάσιο και την Παλαίστρα να συζητά με τους ασκούμενους εκεί Μεσσήνιους «τριετήρενες» εφήβους, τους εφήβαρχους και τους Γυμνασίαρχους, να προσφέρει θυσία στον Ασκληπιό για υγεία και μακροημέρευση, να αποθέτει σούρουπο τα δώρα της στον αγαπημένο της θεό Διόνυσο και βέβαια να τραγουδά με τη θεία φωνή και την ψυχή της στο αρχαίο Θέατρο την άρια Κάστα Ντίβα από την όπερα Νόρμα του Βιντσέντζο Μπελίνι, μπροστά σε ένα πλήθος άφωνων και γοητευμένων θεατών, «με το ρεύμα της βραδινής αύρας να εισέρχεται στα ακίνητα σώματά τους με τις φλέβες ανοικτές από την ευχαρίστηση» (Βιτρούβιος). Την ξαναείδα να κατηφορίζει προς στο Στάδιο για τις πρόβες της επόμενης όπερας, της Μήδειας του Λουίτζι Κερουμπίνι. Το όραμά μου γίνεται πραγματικότητα, η Μεσσήνη ήλθε στο φως, αναπλάστηκε και αναγεννήθηκε, ζει μια δεύτερη ζωή στο σήμερα μετά από τριάντα χρόνια συνεχούς αγώνα. Μέσα στη βαρβαρότητα που ζούμε, δημιουργικότητα, καινοτομία και φαντασία είναι που μετρούν, είμαστε τυχεροί που η πορεία του σύμπαντος δεν οδήγησε μόνο στη δημιουργία της ζωής, αλλά και του πολιτισμού και των τεχνών.
Πέτρος Θέμελης
Το εγκαταλειμμένο μισογκρεμισμένο σπιτικό του φαρμακοποιού Γεωργίου Καλογερόπουλου, πατέρα της «θεϊκής» σοπράνο Μαρίας Κάλας στο Νεοχώρι του Μελιγαλά στάθηκε η αφορμή να γράψω το παραπάνω κείμενο. Το δημοσίευσε ο γνωστός σκηνοθέτης Μπάμπης Τσόκας, αγαπητός φίλος και συνοδοιπόρος στην ανάδειξη του πολιτιστικού αποθέματος της Μεσσηνίας, στο βιβλίο που συνόδευε τη σημαντική ταινία του για τη Μαρία Κάλας. Το πετρόκτιστο κατάλοιπο της λαϊκής πατρικής κατοικίας κρατούσε μέσα του ερμητικά κλεισμένη τη μνήμη της μεγάλης ντίβας, είχε μεταβληθεί σε μνημείο μέγιστης αξίας που κατανόησαν μέλη της κοινωνίας του Μελιγαλά, μερίμνησαν έγκαιρα για την αγορά του γύρω χώρου και προχώρησαν στην οργάνωση τακτικών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων στη μνήμη της μεγάλης ντίβας με επίκεντρο πάντα το ταπεινό αλλά αυθεντικό υλικό κατάλοιπο της πατρικής οικίας. Πληροφορήθηκα κατάπληκτος φέτος (2022) την Άνοιξη ότι το αυθεντικό αυτό κατάλοιπο μνήμης κατεδαφίστηκε από το Δήμο Οιχαλίας για να κτισθεί στη θέση του οικοδόμημα από οπλισμένο σκυρόδεμα (!). Ρωτήθηκε αλήθεια για την απόφαση κατεδάφισης η σχετική επιτροπή επιστημόνων που είχε συστήσει προς τούτο δήμαρχος Οιχαλίας;
Η εικόνα του λιθοσωρού της κατεδαφισμένης οικίας που αντίκρυσα πρόσφατα με συγκλόνισε. Η μνήμη της μεγάλης αοιδού είχε ενταφιασθεί κάτω από τα «μπάζα» του πατρικού ενδιαιτήματος (Εικ. 1-2). Ένα απρόσωπο τσιμεντένιο ισόγειο στη θέση του βρισκόταν υπό ανέγερση με τις μπετόβεργες σε αναμονή για όροφο …
Ο ίδιος (Π.Θ.)