Στην Aίθουσα Γερουσίας της Βουλής στη συνεδρίαση με θέμα με θέμα ημερήσιας διάταξης : «Επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Δικαιοσύνης «Τροποποιήσεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, λοιπές διατάξεις του Υπουργείου Δικαιοσύνης» τοποθετήθηκε η Βουλευτής Νάντια Γιαννακοπούλου, Ειδική Αγορήτρια του Κινήματος Αλλαγής.
Ξεκινώντας, παρατήρησε ότι οι έως τώρα νομοθετικές τροποποιήσεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς, ενώ οι δε τωρινές αλλαγές θα πρέπει να αποκαταστήσουν το αίσθημα ασφάλειας της κοινωνίας στο πυρήνα του.
Η κ. Γιαννακοπούλου εξέφρασε τον έντονο προβληματισμό της για τη διαρκή αύξηση της εγκληματικότητας, ποσοτικά και ποιοτικά, σημειώνοντας ότι η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας πλέον αισθάνεται ανασφαλής στη χώρα.
Η Βουλευτής παρατήρησε μετ’ ανησυχίας ότι μετά και την δεκατητρίτη κατά σειρά γυναικοκτονία στην Ελλάδα εντός του 2021, το φαινόμενο τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας, χωρίς να έχουν παρθεί από το κράτος μέχρι στιγμής κάποια μέτρα αντιμετώπισης και πρόληψης αυτού.
Ζήτησε, την επαναφορά στην πράξη του θεσμού της κοινωφελούς εργασίας ως ένα αποτελεσματικό και σύγχρονο τροπο σωφρονισμού της μικρής παραβατικότητας.
Καταλήγοντας, επιφυλάχθηκε να τοποθετηθεί ειδικότερα και αναλυτικότερα επί των άρθρων του νομοσχεδίου σε επόμενη συνεδρίαση της Βουλής.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της τοποθέτησης της Βουλευτού Γιαννακοπούλου Νάντιας :
“Κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, φέρνετε σήμερα προς συζήτηση τη δεύτερη παρέμβασή σας στον Ποινικό Κώδικα, η οποία περιλαμβάνει αυτή τη φορά αλλαγές σε 174 άρθρα.
Από το πλήθος των προτεινόμενων αλλαγών, φαίνεται, όπως μπορεί να συμπεράνει κανείς, ότι, μάλλον, η αμέσως προηγούμενη νομοθετική σας πρωτοβουλία τον Νοέμβριο του 2019, προφανώς, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα.
Πάντως, για να αποδίδουμε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι, το εν μία νυκτί και στο παρά πέντε νομοθέτημα που είχε ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, με πρωτοφανή και ανεξήγητη βιασύνη την ώρα που έκλεινε η Βουλή ενόψει εθνικών εκλογών. Η αλήθεια είναι ότι δεν διορθώνεται και τόσο εύκολα.
Προβληματίζομαι, όμως, από το γεγονός ότι χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα χρόνια, κύριε Υπουργέ, για να αντιληφθείτε ότι η προηγηθείσα μεταρρύθμισή σας, με το που αναλάβατε τη διακυβέρνηση της χώρας, ήταν τουλάχιστον ανεπαρκής. Πρόκειται αναμφίβολα για χαμηλά αντανακλαστικά από μια κυβέρνηση, η οποία αρέσκεται να αυτοπροσδιορίζεται ως επιτελική.
Το αναφέρω αυτό, καθώς μέλη του νομικού κόσμου έρχονται και ερχόμαστε αντιμέτωποι κάθε τρία, τέσσερα χρόνια με αλλαγές στον Ποινικό Κώδικα. Και αυτό οφείλω να σας το ομολογήσω ότι, θεωρώ τόσο ως πολιτεία όσο και ως κράτος δικαίου δεν μας τιμά ιδιαίτερα. Δηλαδή, σε τέτοια νομοθετήματα, όπως είναι ο Ποινικός Κώδικας, οι παρεμβάσεις, οι αλλαγές, οι μεταρρυθμίσεις, οι οποίες επέρχονται πρέπει να έχουν ένα κοινωνικό και ένα ουσιαστικό αντίκτυπο, ναι, τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον. Χρειάζεται να υπάρχει πάντα μία αντικειμενική, αν θέλετε, όσο το δυνατόν περισσότερο θεώρηση των αλλαγών, των τροποποιήσεων και του τι περιμένουμε να επέλθει με αυτές.
Τα όποια λάθη ή οι αστοχίες θα πρέπει να επιβεβαιώνονται, κύριε Υπουργέ, ύστερα από μια συνεχή παρακολούθηση, παρατήρηση, μέτρηση των αποτελεσμάτων και να μην αποτελούν οι εκάστοτε τροποποιήσεις μία κυβερνητική ατζέντα ανάλογα με τις δημοσκοπήσεις, ανάλογα με την επικαιρότητα, ανάλογα με την τακτική, την πολιτική στρατηγική την οποία κάποια κυβέρνηση θέλει να περάσει.
Σε συνέντευξή σας τονίσατε, κύριε Τσιάρα, ότι ο στόχος των επιχειρούμενων αλλαγών είναι η ασφάλεια των πολιτών, η οργάνωση του ποινικού συστήματος με σωστότερο τρόπο και η αντιμετώπιση των νέων μορφών εγκλημάτων και της βαριάς εγκληματικότητας.
Στα πλαίσια, λοιπόν, αυτά, προβλέπεται η αυστηροποίηση των ποινών σε σοβαρά εγκλήματα κακουργηματικής φύσεως, όπως είναι η ανθρωποκτονία, ο βιασμός, η θανατηφόρα ληστεία, αλλά και η αυστηροποίηση της απόλυσης των καταδίκων, δηλαδή, η υφ’ όρον απόλυση.
Με την ανάγνωση του κειμένου στο σύνολο του νομοσχεδίου, πέραν των θετικών σημείων, τα οποία υπάρχουν, βεβαίως, δημιουργούν, όμως και αρκετά εύλογα ερωτήματα, τα οποία χρήζουν περαιτέρω διευκρινίσεων.
Ορισμένα από τα άρθρα στα οποία θα αναφερθώ ειδικά, αναλυτικά και εκτενέστερα στην επί των άρθρων συζήτηση, οφείλουμε να αναδείξουμε, ώστε να δοθεί στα πλαίσια του νομοθετικού έργου και η ακριβής αιτιολόγηση, για το ποιο λόγο τα θεσπίζετε, προκειμένου να καταλάβουμε ποια είναι η λογική την οποία υπηρετούν.
Πάντως, αναμένω και αναμένουμε ως Κίνημα Αλλαγής με πάρα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον να ακούσουμε τις απόψεις και τις τοποθετήσεις των αρμόδιων φορέων. τόσο εδώ πέρα στην Βουλή, όσο και σε Ημερίδα-Συνέδριο που θα υπάρχει αύριο και μεθαύριο των επιστημονικών φορέων και είναι πάρα πολύ σημαντικό και είναι σημαντικό, το ότι η Βουλή δέχτηκε ή επί των άρθρων συζήτηση να γίνει την επόμενη εβδομάδα, εφόσον έχουμε ακούσει και τις τοποθετήσεις στο Συνέδριο των ειδικών, προκειμένου να τοποθετηθούμε πάνω στα άρθρα και σε συγκεκριμένα θέματα. Από την άλλη, αποτελεί ομολογουμένως και σαφώς οφείλουμε να το ακούσουμε, γεγονός ότι στην συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας επικρατεί έντονη ανησυχία, έντονος προβληματισμός για την ολοένα και αυξανόμενη εγκληματικότητα.
Όλοι μας παρατηρούμε καθημερινά την εγκληματικότητα να αυξάνεται τόσο ποσοτικά όσο και ποιοτικά με βαρύτερα και ειδεχθέστερα αδικήματα. Ο προαναφερθείς αυτός προβληματισμός των πολιτών συνδέεται άμεσα όπως όλοι, νομίζω, μπορούμε να καταλάβουμε με το ισχύον ποινικό σύστημα αλλά και την εν γένει ποινική νομοθεσία και την εφαρμογή της στην πράξη. Στην πράξη όπου οι μεν πολίτες- εάν θέλουμε να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, κύριε Υπουργέ- νιώθουν απροστάτευτοι, νιώθουν ότι ζουν σε ένα καθεστώς ιδιότυπης ατιμωρησίας και ανομίας, οι δε ποινικοί παραβάτες. πολλές φορές. έχουν την αυτοπεποίθηση ότι δρουν ανεξέλεγκτα σε ένα καθεστώς ομοίως μιας ιδιότυπης ατιμωρησίας τους. Το ζήτημα, λοιπόν, αυτό είναι πάρα πολύ σοβαρό και θα έπρεπε να μας απασχολεί ιδιαίτερα όλους μας.
Στην κοινή γνώμη, δυστυχώς, έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι υπό το ισχύον δικαιϊκό μας σύστημα η ανομία όχι μόνο δεν καταπολεμάται αλλά στο τέλος επικροτείται κιόλας, όσο και αν αυτό θεωρείται υπερβολικό είναι κάτι με το οποίο ερχόμαστε αντιμέτωποι καθημερινά στην επαφή μας και στην επικοινωνία μας με τον κόσμο, αυτή είναι η πραγματικότητα, και αυτό θα πρέπει να αλλάξει. Και θα πρέπει να αλλάξει με μία λεπτή ισορροπία ανάμεσα, βεβαίως, στα δογματικά θέματα τα οποία υπάρχουν, ισχύουν στο Ποινικό Δίκαιο σε όλες τις δυτικές χώρες, αφετέρου όμως, αφουγκραζόμενοι με πάρα πολύ μεγάλη προσοχή, και όλη αυτή την ανασφάλεια η οποία υπάρχει, και βεβαίως, τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούμε. Άλλωστε, νομίζω, ότι είναι πολύ χαρακτηριστική και μια πρόσφατη δημοσκόπηση η οποία η θέα στο φως της δημοσιότητας, όπου στην ερώτηση «αν αισθάνεστε πολύ, λίγο, αρκετά ή καθόλου ασφαλής σε σχέση με τα φαινόμενα της βίας και της εγκληματικότητας» οι πολίτες εξέφρασαν την έντονη ανησυχία τους σε ποσοστό 67% να λέει «καθόλου ή λίγο». Δηλαδή, 7 σχεδόν στους 10 να δηλώνουν ότι αισθάνονται καθόλου ή ελάχιστα ασφαλείς. Οι πολίτες, λοιπόν, απαιτούν και ζητούν μια αποτελεσματική, μια δίκαιη, αν μου επιτρέπεται ο όρος, δικαιοσύνη.
Θα μου επιτρέψετε να κάνω μία αναφορά σε φαινόμενα τα οποία, δυστυχώς, αποτελούν και έχουν πάρει διαστάσεις πανδημίας. Μόλις την περασμένη Παρασκευή με θλίψη πληροφορηθήκαμε μία ακόμη γυναικοκτονία. Και θα τολμήσω και θα πω αυτόν τον όρο από το Βήμα εδώ της Βουλής, κύριε Υπουργέ. Αυτή τη φορά ήταν στην Ιεράπετρα και να σημειώσω, ότι πρόκειται για το 13ο θύμα μέσα στο 2021. Δεκατρείς γυναίκες έχασαν τη ζωή τους, τόσο άδικα απλά και μόνο γιατί έτυχε να βρεθούν δίπλα στον λάθος σύντροφο. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, όπως προείπα, τείνει να λάβει διαστάσεις πανδημίας. Το θέμα είναι αν λαμβάνεται κάποιο μέτρο ουσιαστικό ή αν απλά παρακολουθείται. Εγώ θα πω αν απλά παρακολουθούμε συνολικά, κύριε Υπουργέ, αυτό φαινόμενο και τι κάνουμε. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μέχρι στιγμής δεν έχουμε δει κανένα ουσιαστικό μέτρο, πλέγμα μέτρων για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος.
Θα πρέπει να εδραιωθεί, επιτέλους, η αντίληψη σε αυτή τη χώρα ότι υπάρχουν νόμοι, υπάρχουν κανόνες και τηρούνται αυτοί οι νόμοι, αυτοί οι κανόνες και νόμοι οι οποίοι εφαρμόζονται και όπου το δίκαιο επικρατεί. Όλοι θα πρέπει να γνωρίζουν ότι θα υπάρχει τιμωρία ανάλογη με το έγκλημα το οποίο έχει τελεστεί και να εμπεδωθεί αυτό.
Η αυστηροποίηση, λοιπόν, την οποία κάνετε της ποινής της ανθρωποκτονίας και της με όρους αποφυλάκισης, ναι πιθανότατα θα λειτουργήσουν αποτρεπτικά και ναι πιθανότατα ενδεχόμενα ναι θα συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Αυτό, όμως, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς και να έχουμε μια σφαιρική αντιμετώπιση του ζητήματος και του φαινομένου, αποτελεί μόνο την κορυφή του παγόβουνου και δεν θα πρέπει να μείνουμε μόνο σε αυτό εν ήδη, αν θέλετε, ενός επικοινωνιακού πυροτεχνήματος ή απλά και μόνο για λόγους επικαιρότητας.
Εξίσου σημαντική, μπορώ να σας πω ακόμα και πιο σημαντική, είναι η πρόληψη. Χρειάζεται, λοιπόν, ένα ολοκληρωμένο νομοθετικό πλαίσιο, μια ολοκληρωμένη νομοθετική παρέμβαση η οποία θα προλαμβάνει αυτά τα φαινόμενα και θα προστατεύει επαρκώς τα θύματα από την ενδοοικογενειακή βία, την οποία υφίστανται, αλλά και γενικότερα από οποιαδήποτε βία οποιασδήποτε μορφής.
Επειδή, αναφέρομαι στις γυναικοκτονίες και κανένας από τους δράστες δεν σηκώθηκε ξαφνικά μια μέρα και δολοφόνησε τη σύντροφό του, σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι και κύριε Υπουργέ, έχουν προηγηθεί σειρά γεγονότων και πραγματικών περιστατικών που προμήνυαν το κακό. Ο θύτης, κατά το παρελθόν, είχε ασκήσει κάποιας μορφής σωματικής ή ψυχολογικής βίας κατά του θύματος. Συνήθως, στη συντριπτική πλειοψηφία των φορών, στα πλαίσια της ενδοοικογενειακής βίας και τα θύματα δε πολλές φορές είχαν καταγγείλει την κακοποιητική εις βάρος τους συμπεριφορά αυτή. Παρόλα αυτά, το τραγικό αποτέλεσμα δεν αποφεύχθηκε και συνέβη αυτό το οποίο όλοι μας φοβόμασταν, δηλαδή μία γυναικοκτονία, μία ακόμη ανθρωποκτονία. Άρα, λοιπόν, το ερώτημα είναι για πόσο ακόμα καιρό θα μένουμε σιωπηλοί ή άπραγοι μπροστά σε αυτά τα φαινόμενα. Αρκεί απλά και μόνο η αυστηρή τιμωρία των δραστών εφόσον έχουν συμβεί όλα αυτά και εφόσον μια άτυχη γυναίκα έχει χάσει πρώτα τη ζωή της;
Το δικαστικό μας σύστημα θα πρέπει να προλαμβάνει τέτοιου είδους καταστάσεις, να σταματάει τα εγκλήματα αυτά εν τη γενέσει τους, κάτι το οποίο μέχρι στιγμής από την υφιστάμενη νομοθεσία δεν φαίνεται να ισχύει. Γνωρίζετε πώς χαρακτηρίζονται αυτά τα εγκλήματα, όπου ο θύτης επεδείκνυε για χρόνια μια κακοποιητική συμπεριφορά έναντι του θύματος ώσπου στο τέλος το φόνευσε; Προαναγγελθέντα εγκλήματα τα ονομάζουν. Προαναγγελθέντα εγκλήματα είναι όλες οι γυναικοκτονίες. Αλήθεια, λοιπόν, θα ληφθούν ποια και πότε, πότε κύριε Υπουργέ, συγκεκριμένα μέτρα για την εξάλειψη και για την πρόληψη;
Το παραπάνω αποτελεί μόνο ένα παράδειγμα, χαρακτηριστικό όμως και συνολικά χαρακτηριστικό, για να αναδειχθεί το γεγονός ότι στον ισχύοντα ποινικό κώδικα και στην ισχύουσα ποινική δικονομία απαιτούνται να έρθουν, να πραγματοποιηθούν ουσιαστικές και πραγματικά μελετημένες τροποποιήσεις. Δεν αρκούν απλά κάποιες αποσπασματικές αλλαγές υπό τη σημαία της αυστηροποίησης των ποινών και του τρόπου έκτισης της ποινής. Το ζήτημα είναι να δημιουργηθεί πραγματικά και ουσιαστικά στην κοινωνία ένα πραγματικό αίσθημα ασφάλειας και δικαιοσύνης και όχι μια απλή ψευδαίσθηση αυτών, ένα placebo αν θέλετε, υπό το μανδύα μιας φαινομενικής αυστηροποίησης. Δεν είναι μόνο οι βιασμοί, μόνο οι ανθρωποκτονίες, μόνο οι θανατηφόρες ληστείες. Η πάταξη και η αντιμετώπιση της μικρής και της μεσαίας εγκληματικότητας αποτελούν εξίσου ένα πάρα πολύ σημαντικό παράγοντα ασφάλειας στην καθημερινότητα των πολιτών. Ζητήματα τα οποία το παρόν νομοσχέδιο όχι απλά δεν επιλύει, αλλά φοβούμαι πολύ ότι επιτείνει κιόλας.
Για παράδειγμα, η χρηματική ποινή, κύριε Υπουργέ, που θα μπορούσε να είναι ένα ισχυρό αντικίνητρο για μια αποτελεσματική τιμωρία για αδικήματα τέτοιας φύσης, αποδυναμώνεται- αυτή είναι η πραγματικότητα- και υποβιβάζεται σε ένα απλό χρέος προς το Δημόσιο, η δε έκτιση ποινής υπό τη μορφή κοινωφελούς εργασίας, συρρικνώνεται ακόμη περισσότερο κι εδώ πέρα θέλω να σταθώ, κύριε Υπουργέ.
Θέλω να σταθώ στο Θεσμό της κοινωφελούς εργασίας, γιατί, ναι, στην Ελλάδα αλλά και σε αλλοδαπές νομοθεσίες, η φυλάκιση όντως αποτελεί τη σπονδυλική στήλη, όχι μόνο των ποινών κατά της ελευθερίας, αλλά και εν γένει του συστήματος της ποινικής καταστολής, ωστόσο το ποινικό σύστημα το οποίο ισχύει στη χώρα μας και το οποίο εισήχθη τη δεκαετία του 50, κατέστη μετά από αρκετά χρόνια ραγδαίων πολιτικών και κοινωνικών, οικονομικών αλλαγών, σε πολλές περιπτώσεις αναποτελεσματικό και μη ανταποκρινόμενο στους ουσιαστικούς στόχους. Ο Θεσμός της μετατροπής της ποινής σε κοινωφελή εργασία εισήχθη στη χώρα μας με το άρθρο 2 του ν.1941/1991, το οποίο αντικατέστησε τη διάταξη του άρθρου 82 του Ποινικού Κώδικα. Με την κοινωφελή εργασία- και το έχετε παραδεχθεί και εσείς σε δημόσια τοποθέτησή σας, κύριε Υπουργέ- μπορούμε να επιτύχουμε την τιμωρία και τον σωφρονισμό- και επιμένουμε στον σωφρονισμό- των μικρών παραβατών, με την ασφάλεια να μην γεννηθούν μεγαλύτερες παραβατικές συμπεριφορές στο μέλλον, με την αποσυμφόρηση των Καταστημάτων Κράτησης, την κάλυψη των αναγκών δημόσιων Φορέων και την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των συμπολιτών μας.
Ποια είναι μέχρι στιγμής τα πεπραγμένα σας, ποια είναι τα πεπραγμένα της κυβέρνησης, θέλετε να σας πω; Είναι η πλήρης αναστολή της κοινωφελούς εργασίας, ύστερα από ν.4623/2019, που η Κυβέρνησή σας έφερε. Είμαστε δυόμισι χρόνια σχεδόν, χωρίς αυτόν τον Θεσμό που λειτουργεί σε όλα τα ευνομούμενα δυτικά κράτη και αυτό φέρει τη σφραγίδα της δικής σας Κυβέρνησης. Η κοινωφελής εργασία βρίσκεται κυριολεκτικά στον αέρα, εξαιτίας δικού σας νόμου και εξαιτίας ανεπαρκειών της Διοίκησης.
Καλή είναι, λοιπόν, η αναγόρευση της αυστηροποίησης ως καθοδηγητικής γραμμής και η δημιουργία μιας σχετικής αίσθησης ασφάλειας με την απειλή σκληρότερων ποινών, αλλά δεν θα έπρεπε να παραμένει, στο προς ψήφιση νομοσχέδιο, μόνο στα πλαίσια μιας επικοινωνιακής πολιτικής προς δημιουργία εντυπώσεων και όχι ενός συνολικού σχεδίου που θα περιλαμβάνει και αυτούς τους πυλώνες τους οποίους σας ανέφερα.
Σε κάθε περίπτωση, αναμένουμε και την ακρόαση των Φορέων για να ακούσουμε και τους εκπροσώπους του Νομικού Κόσμου, ώστε να εισακουστούν όλα τα παραπάνω ζητήματα και γι’ αυτό επιφυλασσόμεθα επί της αρχής στο συγκεκριμένο σχέδιο νόμου, περιμένοντας να ακούσουμε και τους ειδικούς.
Σας ευχαριστώ θερμά.”.