Σάββατο
14
Δεκέμβριος
TOP

O «πόλεμος» για τις ειδήσεις στο Facebook: Τι σημαίνουν οι εξελίξεις στην Αυστραλία

Προπομπό σημαντικών εξελίξεων ως προς το παρόν και το μέλλον του καθεστώτος λειτουργίας των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και των μεγάλων εταιρειών τεχνολογίας γενικότερα ενδέχεται να αποτελέσουν τα γεγονότα στην Αυστραλία, όπου την Πέμπτη το Facebook μπλόκαρε το ειδησεογραφικό/ ενημερωτικό περιεχόμενο.

Αιτία, η σκληρή αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για ένα νόμο, στο πλαίσιο του οποίου οι τεχνολογικοί κολοσσοί θα πρέπει να πληρώνουν για τις ειδήσεις που ανεβαίνουν στις πλατφόρμες τους.

Το Facebook υποστηρίζει πως η εν λόγω νομοθεσία «παρερμηνεύει θεμελιωδώς» τη σχέση του με τους εκδότες- ωστόσο πολιτικοί, εκδότες/ ΜΜΕ, οργανώσεις δικαιωμάτων κ.α. σε πολλές χώρες το κατηγορούν για τακτικές εκφοβισμού και εκφράζουν προβληματισμούς ως προς την πρόσβαση στην πληροφόρηση.

Στο πλαίσιο των νέων κανόνων του Facebook, οι χρήστες στην Αυστραλία δεν μπορούν να βλέπουν και να κοινοποιούν τοπικά και διεθνή νέα, ενώ οι εγχώριοι εκδότες δεν μπορούν να ανεβάζουν ή να κοινοποιούν links στις σελίδες τους. Παράλληλα, μπλοκαρίστηκαν πολλές κυβερνητικές σελίδες που είχαν να κάνουν με θέματα υγειονομικής φύσης και εκτάκτου ανάγκης, ωστόσο το Facebook αργότερα ανακοίνωσε ότι αυτό ήταν λάθος και πολλές από αυτές τις σελίδες ανέβηκαν και πάλι (online) αργότερα.

Σφοδρές επικρίσεις

Αυστραλός πρωθυπουργός σε ανάρτησή του στο κοινωνικό δίκτυο χαρακτήρισε τις επιλογές του Facebook «αλαζονικές και απογοητευτικές», ενώ αναφερόμενος στην εν λόγω ενέργεια, έκανε λόγο για «unfriend της Αυστραλίας» από την εταιρεία.

Επίσης τόνισε πως είναι σε τακτική επαφή με ηγέτες άλλων χωρών για το ζήτημα αυτό και ότι δεν θα εκφοβιζόταν. Αργότερα έθεσε το θέμα στον Ινδό πρωθυπουργό Ναρέντρα Μόντι, στο πλαίσιο των προσπαθειών του να συγκεντρώσει διεθνή υποστήριξη, σύμφωνα με τη Sydney Morning Herald.

Θέση πήραν και άλλοι Αυστραλοί αξιωματούχοι, με τον υπουργό Οικονομικών, Τζος Φράιντενμπεργκ, να λέει ότι το μπλοκάρισμα είχε τεράστιο κοινωνικό αντίκτυπο, δεδομένου ότι 17 εκατ. Αυστραλοί επισκέπτονται το Facebook κάθε μήνα και αποτελεί την πιο σημαντική πλατφόρμα κοινωνικής δικτύωσης για ενημέρωση στη χώρα.

Ο Μαρκ ΜακΓκόουαν, πρωθυπουργός (premier) της πολιτείας της Δυτικής Αυστραλίας, κατηγόρησε το Facebook ότι συμπεριφέρεται σαν «Βορειοκορεάτης δικτάτορας», ενώ άλλοι υποστήριξαν ότι το κενό ενημέρωσης που δημιουργείται θα καλυφθεί από παραπληροφόρηση και συνωμοσιολογίες. Όπως γράφει το BBC, την επιλογή του Facebook επέκριναν επίσης η Human Rights Watch και εγχώριο στέλεχος που συνεργάζεται με τη Διεθνή Αμνηστία, ενώ δεν έλειψαν επικρίσεις από το εξωτερικό, με τον Τζούλιαν Νάιτ, επικεφαλής της βρετανικής κοινοβουλευτικής επιτροπής που επιβλέπει τη βιομηχανία ΜΜΕ να κάνει λόγο για «bullying».

«Θεωρώ ότι είναι τρομερά ανεύθυνο- σε μια περίοδο που αντιμετωπίζουμε πληθώρα fake news και παραπληροφόρησης για το εμβόλιο για τον Covid…αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με την Αυστραλία. Εδώ το Facebook τραβάει μια γραμμή, λέγοντας στον κόσμο πως «αν θέλετε να περιορίσετε τις δυνάμεις μας…μπορούμε να αφαιρέσουμε αυτό που είναι ωφέλιμο εργαλείο για πολλούς ανθρώπους».

Ο Καναδός υπουργός Κληρονομιάς, Στίβεν Γκιλμπό, που συντάσσει παρόμοια νομοθεσία, η οποία θα αναγκάζει τις πλατφόρμες να πληρώνουν για τη χρήση ειδησεογραφικού περιεχομένου, χαρακτήρισε την επιλογή του Facebook «τρομερά ανεύθυνη», προειδοποιώντας πως «δεν θα μας αποτρέψει από το να προχωρήσουμε».

Διεθνή ΜΜΕ αντέδρασαν επίσης, με την εταιρεία πίσω από τον Guardian να εκφράζει βαθύ προβληματισμό και τον επικεφαλής της γερμανικής ένωσης BDZV να λέει πως «είναι καιρός οι κυβερνήσεις ανά τον κόσμο να περιορίσουν την δύναμη στην αγορά των “gatekeeper” πλατφορμών». Γενικότερα, πολλοί ευρωπαϊκοί οργανισμοί του χώρου των ΜΜΕ χαρακτήρισαν την κίνηση του Facebook ως μια προσπάθεια άσκησης πίεσης προς κυβερνήσεις που εξετάζουν το ενδεχόμενο να προβούν σε αντίστοιχης φύσης ενέργειες.

Επίσης, πολλοί Αυστραλοί χρήστες εξέφρασαν την οργή τους για την ξαφνική απώλεια της πρόσβασης σε έμπιστες και έγκυρες πηγές πληροφόρησης.

Γιατί έδρασε έτσι το Facebook;

Οι αρχές της Αυστραλίας λένε πως η νέα νομοθεσία έχει σκοπό να αλλάξει προς το δικαιότερο την κατάσταση που επικρατεί μεταξύ των κολοσσών τεχνολογίας και των εκδοτών/ ΜΜΕ ως προς τα κέρδη από το περιεχόμενο που ανεβαίνει: Όπως γράφει το BBC, από κάθε 100 δολάρια Αυστραλίας που δαπανώντας σε ψηφιακή διαφήμιση στα αυστραλιανά ΜΜΕ σήμερα, τα 81 πηγαίνουν στη Google και το Facebook. Ωστόσο ο τοπικός managing director του Facebook, Γουίλιαμ Ίστον, είπε ότι ο νόμος επιδιώκει να επιβάλει κυρώσεις στην εταιρεία για «περιεχόμενο που δεν πήρε ούτε ζήτησε».

«Ο προτεινόμενος νόμος θεμελιωδώς παρανοεί τη σχέση μεταξύ της πλατφόρμας μας και των εκδοτών που τη χρησιμοποιούν για να μοιράζονται ειδησεογραφικό περιεχόμενο. Μας άφησε με μια δύσκολη επιλογή: Να προσπαθούμε να συμμορφωθούμε σε έναν νόμο που αγνοεί τις πραγματικότητες αυτής της σχέσης, ή να σταματήσουμε να επιτρέπουμε το ειδησεογραφικό περιεχόμενο στις υπηρεσίες μας στην Αυστραλία. Με βαριά καρδιά, επιλέγουμε το δεύτερο» έγραψε σχετικά σε blogpost. Το Facebook επίσης λέει ότι βοήθησε τους εκδότες της Αυστραλίας να βγάλουν περίπου 407 εκατ. δολάρια πέρυσι μέσω referrals, ενώ «το όφελος της πλατφόρμας από τις ειδήσεις είναι ελάχιστο».

Η κυβέρνηση της Αυστραλίας επιμένει στον νόμο, ο οποίος πέρασε από την κάτω Βουλή την Τετάρτη και χαίρει ευρείας υποστήριξης από τα κόμματα. Η Γερουσία αναμένεται να τον περάσει την επόμενη εβδομάδα. «Θα ψηφίσουμε αυτόν τον κώδικα. Θέλουμε οι ψηφιακοί κολοσσοί να πληρώνουν τις παραδοσιακές επιχειρήσεις ΜΜΕ για την παραγωγή πρωτογενούς δημοσιογραφικού περιεχομένου» είπε ο Φράιντενμπεργκ.

Σημειώνεται πως στην αντιπαράθεση για τον νόμο αυτόν εμπλέκεται και η Google, η οποία αντιτίθεται και έχει απειλήσει πως θα αποσύρει τη μηχανή αναζήτησής της από την Αυστραλία- ωστόσο έχει πλέον υπογράψει συμφωνίες με μεγάλα ΜΜΕ στη χώρα.

Ο νόμος αυτός θα επιτάσσει στο Facebook και τη Google να κλείνουν συμφωνίες για να καταβάλλουν πληρωμές σε ΜΜΕ, links των οποίων δημιουργούν traffic στις πλατφόρμες τους, ή να συμφωνούν σε τιμές μέσω διαμεσολάβησης.

Εκπρόσωπος του Facebook είπε ότι ο διευθύνων σύμβουλος του Facebook, Μαρκ Ζάκερμπεργκ, είχε «εποικοδομητική συνομιλία» με τον Φράιντενμπεργκ και «εξέφρασε ξανά την απογοήτευσή μας για τον προτεινόμενο νόμο»- προσθέτοντας πως ο κολοσσός της κοινωνικής δικτύωσης θα συνεχίσει τις επαφές με την κυβέρνηση για τροποποιήσεις στον νόμο.

Το Facebook υποστήριξε ότι μπλόκαρε ένα μεγάλο εύρος σελίδων επειδή το προσχέδιο του νόμου δεν όριζε ξεκάθαρα τι σημαίνει ειδησεογραφικό περιεχόμενο, προσθέτοντας πως η δέσμευσή του στην αντιμετώπιση της παραπληροφόρησης δεν έχει αλλάξει.

Γενικότερα μιλώντας, πάντως, η κίνηση του Facebook στην Αυστραλία ερμηνεύεται από πολλούς ως μια επίδειξη δύναμης, με αποδέκτες πέρα από τα σύνορα της χώρας- σε όποιους νομοθέτες εξετάζουν το ενδεχόμενο επιβολής τέτοιων νόμων. Στον αντίποδα, δεν είναι λίγοι και αυτοί που θεωρούν ότι το να υποχρεωθεί το Facebook να πληρώνεται για links με ειδήσεις στην πλατφόρμα του είναι άδικο, ανεξαρτήτως της ισχύος του στην αγορά.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνονται να αυξάνονται οι εκδότες/ ΜΜΕ που εκλαμβάνουν τις τακτικές του Facebook ως απόδειξη πως η εταιρεία – στην οποία ανήκουν επίσης το Instagram και το WhatsApp– δεν είναι πλέον έμπιστη ως προς τον τρόπο λειτουργίας της ως «κλειδοκράτορας» στη βιομηχανία των ΜΜΕ.

Ο Χένρι Φάουρ Γουόκερ, πρόεδρος της βρετανικής News Media Association, είπε πως το μπλοκάρισμα των νέων κατά τη διάρκεια μιας παγκόσμιας πανδημίας αποτελεί «κλασικό παράδειγμα μιας μονοπωλιακής δύναμης που αποτελεί τον τραμπούκο της σχολικής αυλής, προσπαθώντας να προστατέψει την κυρίαρχη θέση της χωρίς να ενδιαφέρεται για τους πολίτες και τους πελάτες που υποτίθεται πως εξυπηρετεί».

Η αντιπαράθεση για τον συγκεκριμένο νόμο θεωρείται ιδιαίτερα σημαντική σε διεθνές επίπεδο, καθώς, εάν το Facebook και η Google αναγκαστούν να πληρώνουν για ειδήσεις στην Αυστραλία, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει ραγδαίες εξελίξεις παγκοσμίως, αλλάζοντας τα δεδομένα ως προς τις απώλειες εσόδων από διαφημίσεις που έχουν υποστεί τα ΜΜΕ, με τις αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας να καρπώνονται τη «μερίδα του λέοντος» και μεταβάλλοντας πιθανώς τον τρόπο που το κοινό αποκτά πρόσβαση σε ειδήσεις και ενημέρωση online.

Όσον αφορά στις απειλές των εταιρειών της «Big Tech», δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν πως, παρά τη δύναμή τους, μπορούν να τις υλοποιήσουν μέχρι ενός σημείο: Ενδεικτικό είναι το σχόλιο του Αυστραλού γερουσιαστή Ρεξ Πάτρικ, που, απευθυνόμενος στη Google, είχε πει ότι ο νόμος αυτός θα εξαπλωθεί παγκοσμίως και «τι θα κάνετε, θα αποσυρθείτε από κάθε αγορά;».

Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί πως, αντίθετα με τη Google και το Facebook, ένας άλλος μεγάλος «παίκτης» του χώρου, η Microsoft (η οποία έχει τη μηχανή αναζήτησης Bing, η οποία επωφελείται από οποιαδήποτε «υποχώρηση» της Google) έχει ταχθεί υπέρ του επίμαχου νόμου.  Ακόμη, αντίστοιχες διεργασίες είναι σε εξέλιξη και στην Ευρώπη: Νέος νόμος περί πνευματικών δικαιωμάτων λέει ότι οι μηχανές αναζήτησης και οι news aggregators θα πρέπει να πληρώνουν τις ενημερωτικές σελίδες για links, και στη Γαλλία εκδότες έκλεισαν συμφωνία με τη Google σχετικά με το θέμα αυτό.

Σημειώνεται πως η εξέλιξη αυτή λαμβάνει χώρα επίσης εν μέσω μιας ευρύτερης συζήτησης για τη δύναμη της «Big Tech» διεθνώς- ειδικά στον απόηχο των πολιτικών εξελίξεων στις ΗΠΑ, όπου τόσο ο νυν πρόεδρος, Τζο Μπάιντεν, όσο και ο προκάτοχός του, Ντόναλντ Τραμπ, είχαν τεθεί υπέρ της κατάργησης του «Section 230», που απαλλάσσει τις πλατφόρμες/ υπηρεσίες αυτές από νομική ευθύνη ως προς το τι ανεβάζουν οι χρήστες.

(με πληροφορίες από Reuters, BBC) πηγη