Είναι περίεργο να επιχειρεί κανείς να κατατάξει τις ταινίες που απαρτίζουν ένα franchise δεκαετιών, απαρτιζόμενο στην ουσία από μικρότερα υπο-franchise, καθένα εξ αυτών παράγωγο (και αντίδραση) της εποχής του.
Η σειρά ταινιών Τζέιμς Μποντ, όσο κι αν στην πορεία έχει γίνει σε κάποιο βαθμό χολιγουντιανό συνώνυμο, παραμένει πάντα βαθιά στην καρδιά της κάτι το απαράμιλλα αγγλικό. Από τον εξαρχής παλιομοδίτικο τρόπο με τον οποίο αποζητούσε κάποια απομεινάρια αγγλικής περηφάνιας και ισχύος, μέχρι την ίδια τη δομή του. Είναι κάτι στον τρόπο που κάθε εποχή έχει το δικό της Μποντ, ο οποίος μεταμορφώνεται, αναγεννάται, σαν άλλος Doctor Who, με μια αίσθηση συνέχειας που υπάρχει αλλά και δεν υπάρχει ανάμεσα στις περιόδους, ακόμα κι ανάμεσα στις επιμέρους ταινίες.
Ας εστιάσουμε λίγο στην ιδέα του παλιομοδίτικου. Μιλάμε μεν για «εποχές», αλλά είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως στην πραγματικότητα οι ταινίες Μποντ, ο ίδιος ο χαρακτήρας, είναι παράγωγο ενός κόσμου που έχει τελειώσει κι απλά ο ίδιος είναι σα να μην το ξέρει. Δεν συμβαίνει σήμερα αυτό μόνο. Ο Μποντ ήταν απομεινάρι μιας παλιότερης εποχής από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση, στο Dr. No του 1962.
Με την Αγγλία σε μια διαρκή κρίση ταυτότητας και διεθνή συρρίκνωση επί σειρά δεκαετιών, ο Μποντ ήταν ο κουλ, ατσαλάκωτος, γοητευτικός άντρας που παίρνει αυτό που θέλει, όταν το θέλει, όπως το θέλει- δεν επρόκειτο ποτέ να είναι ένας ήρωας που συνυπάρχει με τους καιρούς του. Για την ακρίβεια, αν οι ταινίες, οι πλοκές, το κλίμα γύρω του αντιδρούν στα όσα συμβαίνουν (από την κούρσα του διαστήματος μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κι από το blaxploitation μέχρι τους μετα-9/11 ήρωες τύπου Μπορν και Τζακ Μπάουερ), ο ίδιος μοιάζει διαρκώς να αντιστέκεται, σαν την συλλογική παρελθοντική φαντασίωση μιας ολόκληρης χώρας.
Πώς λοιπόν αντιδρά κανείς σε αυτές τις ταινίες σήμερα; Αναμφίβολα, ως παράγωγα της εποχής τους. Μα και, ταυτόχρονα, ως κατά τόπους εκπληκτικό entertainment που, μέσα από μια (μη!)εξέλιξη 60 χρόνων, σκιαγραφεί ένα συναρπαστικό timeline τάσεων, και αισθητικών και πολιτικών αλλαγών.
Με το επερχόμενο No Time to Die να κλείνει την εξαιρετικά πετυχημένη από κάθε άποψη, περίοδο του Ντάνιελ Κρεγκ ως 007, κοιτάζουμε πίσω σε 6 δεκαετίες και 24 ταινίες, προσπαθώντας να τις βάλουμε σε σειρά, να βγάλουμε κάποια άκρη. Υπάρχει τελικά «σωστός» Μποντ;
24, ΠΕΘΑΝΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΜΕΡΑ (DIE ANOTHER DAY, 2002)
Τα πάντα σε αυτή την ταινία μεμονωμένα μοιάζουν κουλ και την κάνουν να ακούγεται πολύ καλύτερη από ό,τι στην πραγματικότητα είναι. Αν υπάρχει μια αόρατη (σόρι) γραμμή πέρα από την οποία ακόμα και μια ταινία Μποντ δε μπορεί να αντέξει την υπερβολή, η περιπέτεια του Λι Ταμαχόρι με κάποιο τρόπο κατάφερε να την περάσει. Αν αυτή η ταινία δεν ήταν τόσο κακή ίσως βέβαια να μην είχαμε πάρει ποτέ το χαλαρό reboot που ακολούθησε λίγα χρόνια μετά, οπότε την ευχαριστούμε κιόλας.
23, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΟΚΤΟΠΟΥΣΙ (OCTOPUSSY, 1983)
Ο Μποντ ντύνεται κυριολεκτικά κλόουν, δεν υπάρχει κάτι να προσθέσουμε, έχει κάνει τη δουλειά μας πριν από εμάς για εμάς.
22, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΟΣ (THE WORLD IS NOT ENOUGH, 1999)
Το θέμα με τον Πιρς Μπρόσναν είναι ότι είναι στην πραγματικότητα ο καλύτερος Μποντ, οπότε αυτή η λίστα μου δημιουργεί πόνο και θλίψη. Ο Μπρόσναν είναι γοητευτικός, είναι αστείος, είναι κουλ, μοιάζει με Μποντ, κινείται σαν Μποντ, αναπνέει σαν Μποντ, κοιτάζει σαν Μποντ. Είναι παλιομοδίτικος αλλά με έναν ανάλαφρο, όχι αντιδραστικά «φτάνει πια με αυτή την πολιτική ορθότητα» τρόπο. Καταλαβαίνει ως ηθοποιός πως κάνουμε πλάκα αλλά δίχως ποτέ να γίνεται κλόουν ή γλίτσας. Είναι ο τέλειος άνθρωπος για το ρόλο. Δυστυχώς έπεσε στην δημιουργικά χειρότερη περίοδο του franchise, μια ανέμπνευστη σειρά ταινιών σε μια αμήχανης πολιτικής αποφόρτισης περίοδο κατά την οποία ο κόσμος πίστεψε πως δεν υπάρξει ξανά εχθρός.
21, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΟΥΝΡΕΪΚΕΡ (MOONRAKER, 1979)
Έχουν πάντα πλάκα αυτές οι απότομες «να κάνουμε αυτό που αρέσει στους νέους σήμερα!» αντιδράσεις. Μετά την επιτυχία του Star Wars ο Μποντ πάει στο διάστημα, ο Σαγόνιας τον ακολουθεί εκεί κι η Σίρλεϊ Μπάσεϊ επιστρέφει για το τραγούδι των τίτλων (συγχωρείται κανείς αν αδυνατεί να φέρει τη μελωδία στο μυαλό του κι απλώς μουρμουράει «Μουυυυν….ρέεεικεεερ» στο ρυθμό του Goldfinger).
20, ΤΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΙΝΑ (DIAMONDS ARE FOREVER, 1971)
Όταν το αριστούργημα με τον Τζορτζ Λάζενμπι θεωρήθηκε αποτυχημένο στην εποχή του κι η παραγωγή στράφηκε σε αναζήτηση νέου Μποντ, το στούντιο έβαλε στο τραπέζι το θέμα της επιστροφής του Σον Κόνερι, που προηγουμένως είχε αποχωρήσει μετά από ένα σχεδόν αψεγάδιαστο σερί περιπετειών. Εμφανώς μεγάλος πια για το ρόλο και ακόμα εμφανέστερα βαριεστημένος, ο Κόνερι επέστρεψε για την αμοιβή και για τα headlines, ενώ δημιουργικά το franchise αποπειράται να επιστρέψει στον τόνο εκείνων των ταινιών, μετά το σοκ του ενδιάμεσου φιλμ. Όλα αυτά είναι εμφανή, τελικά. Δεν υπάρχει τίποτα φρέσκο, ενδιαφέρον ή ενθουσιώδες εδώ. Κάθε εμπλεκόμενος κάνει κάτι που «μάλλον θα θέλει ο κόσμος». Ωστόσο δίνουμε πόντους για την σκηνή του cold open, με τον Μποντ να αναζητά μανιωδώς τον Μπλόφελντ από μικροκακοποιό σε μικροκακοποιό.
19, ΓΙΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ ΜΟΝΟ (FOR YOUR EYES ONLY, 1981)
Μετά το Moonraker οι παραγωγοί ήθελαν να φέρουν τον Μποντ ξανά στη γη και έβαλαν μπροστά την ταινία που αρχικά επρόκειτο να ακολουθήσει το The Spy Who Loved Me (και που τότε είχε πάρει αναβολή επειδή αποφάσισαν ατάκτως πως ήθελαν να στείλουν τον Μποντ στο διάστημα). Σε αυτό το σημείο οι πάντες είναι τρομερά κουρασμένοι, το ύφος του φιλμ είναι μεν πιο σοβαρό αλλά χωρίς αυτό να πετυχαίνει στα αλήθεια κάτι, και τελικά τα μόνα highlights είναι η Κέρκυρα και μια random εμφάνιση του Μπλόφελντ (χωρίς να ονομάζεται, λόγω μιας νομικής κόντρας για τα δικαιώματα) κατά την οποία μοιάζει να σκοτώνεται, ακριβώς μια δεκαετία μετά το θάνατό του στο τέλος της περιόδου Σον Κόνερι. Επίσης εδώ έχουμε και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του σκηνοθέτη-στρατιώτη Τζον Γκλεν, που θα σκηνοθετούσε τις επόμενες 4 ταινίες της σειράς.
18, Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΠΙΣΤΟΛΙ (THE MAN WITH THE GOLDEN GUN, 1971)
Ο Κρίστοφερ Λι είναι φανταστικός κακός αλλά η ταινία δεν τσουλάει με τίποτα. Μεσαίο tier μιας έτσι κι αλλιώς μεσαίας περιόδου για τον ήρωα.
17, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΙΝΟΥΜΕΝΟΣ ΣΤΟΧΟΣ (A VIEW TO A KILL, 1985)
Μιλώντας πιο πάνω για εμφανώς κουρασμένο Ρότζερ Μουρ, τι να πει τότε κι αυτή η ταινία με τον πρωταγωνιστή πλέον 58 χρονών να αδυνατεί να υπάρξει ως ήρωας δράσης; Παρά όμως τα εμφανή προβλήματα, κι ακόμα κι αν η ταινία δεν είναι αυτό που λέμε «καλή», υπάρχουν αναλαμπές: Η Γκρέις Τζόουνς είναι απίστευτη, ο Κρίστοφερ Γουόκεν ήταν γεννημένος για να παίξει έναν παλαβό Μποντ villain, η τελευταία σκηνή δράσης αν και δεν πετυχαίνει είναι απολαυστικά φιλόδοξη, και το κομμάτι των Duran Duran είναι μες στα κορυφαία του franchise.
16, ΖΗΣΕ ΚΙ ΑΣΕ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ (LIVE AND LET DIE, 1971)
Ακόμα και για τα ρατσιστικά στάνταρ της σειράς αυτή η ταινία δίνει το κάτι παραπάνω. Κυκλοφόρησε μες στην έκρηξη του blaxploitation και φυσικά οι παραγωγοί θέλησαν να μπουν στο κόλπο αλλά, αναμενόμενα, το έκαναν με τον πιο προσβλητικό πιθανό τρόπο, από βουντού μέχρι διακινητές ναρκωτικών του Χάρλεμ. Δύσκολη πίστα, αλλά το ντεμπούτο του Ρότζερ Μουρ ακόμα κι έτσι είναι εξαιρετικά καλογυρισμένο, με αξιομνημόνευτη Τζέιν Σέιμουρ δίπλα του, με τον Γιάφετ Κότο εντυπωσιακό αντίπαλο και το κομμάτι των Wings στους τίτλους αρχής να είναι πιο δυνατό από όσο θα χρειαζόταν ποτέ να είναι ένα κομμάτι Μποντ.
15, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΧΡΥΣΑ ΜΑΤΙΑ (GOLDENEYE, 1995)
Μετά από μισή δεκαετία στον πάγο ο Μποντ επιστρέφει πιο χολιγουντιανός από όσο είχε υπάρξει ως τότε, με τον γυρατζή Μάρτιν Κάμπελ στη σκηνοθεσία κι ένα σενάριο που πρώτη φορά δεν χρησιμοποιεί το παραμικρό στοιχείο από τα βιβλία του Φλέμινγκ, απελευθερώνοντας έτσι το franchise από τις ρίζες του. Είναι μια συμπαθής περιπέτεια με αξιομνημόνευτες φιγούρες (Σον Μπιν ως ραγισμένο είδωλο του 007, Φάμκε Γιάνσεν μεταφρασμένη στα ελληνικά ως Ξένια Αποπάνοβα) αλλά εν τέλει όλοι ξέρουμε πολύ καλά πως αν αναφέρει κανείς τη λέξη «GoldenEye» 26 χρόνια μετά, είναι πιο πιθανό να αναφέρεται στο ομώνυμο κλασικό παιχνίδι του Nintendo 64 παρά σε αυτή την ταινία.
14, ΜΕ ΤΟ ΔΑΧΤΥΛΟ ΣΤΗ ΣΚΑΝΔΑΛΗ (THE LIVING DAYLIGHTS, 1987)
Όπως έγινε και στο τέλος της άκρως δημοφιλούς περιόδου Κόνερι, έτσι και μετά τον Μουρ επιχειρήθηκε μια σοβαρή στροφή στο franchise. Όπως και τότε, έτσι και τώρα ο κόσμος δεν φάνηκε έτοιμος. Ο Τίμοθι Ντάλτον, καλύτερος από όσο παίρνει credit, είναι ένας Μποντ χωρίς πολλά παιχνιδάκια, χωρίς διαρκή πεσίματα, και χωρίς βασικά τίποτα το ανάλαφρο. Συνεργάζεται με τους Μουτζαχεντίν(!) σε μια πολιτικά επίκαιρη περιπέτεια που ίσως μετά τον Μαξ Ζόριν και τον Σαγόνια να έμοιαζε δύσκολη αποστολή για το κοινό. Η ιστορία πάντως θα επαναλαμβανόταν λίγα χρόνια αργότερα και, μετά από μια ακόμα αρκετά δημοφιλή περίοδο για τον ήρωα, θα επιχειρούταν ένα ακόμα γκρίζο reboot. Στην τρίτη και φαρμακερή, επιτέλους θα πετύχαινε. (Επίσης: Άψογο theme song από τους a-ha, πιο ‘80s δεν γίνεται.)
13, SPECTRE (2015)
Από την Σοβαρή Περίοδο Του Ντάνιελ Κρεγκ αυτή είναι η πλέον σαχλή ταινία, κάτι που ομολογουμένως αν αποδεχτείς έγκαιρα, θα διασκεδάσεις με την πομπώδη της σαπουνοπερατικότητα. Ο Κριστόφ Βαλτς μασάει σκηνικό ως νεο-Μπόφελντ του οποίου τα κίνητρα αποκαλύπτονται ως ένα εντελώς κωμικά οικογενειακό ζήτημα και η πλήρης επιστροφή της SPECTRE ως μεγάλος κακός της περιόδου (κάτι που είχε να γίνει από τα ‘60s του Κόνερι) δίνει στην ταινία μια ευχάριστα παρωχημένη εσάνς. Μεγάλο μέρος του να απολαμβάνεις αυτές τις ταινίες σημαίνει το να μπορείς να βάλεις σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο (εποχής, ύφους, context) διάφορα συντηρητικά τους στοιχεία, κάτι που το συγκεκριμένο φιλμ αντιμετωπίζει εξαρχής ως τραγική φάρσα.
12, ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΚΕΡΑΥΝΟΣ (THUNDERBALL, 1965)
Πολύς κόσμος το έχει ψηλά στην κορυφή το συγκεκριμένο αλλά (του αστερίσκου Diamonds Are Forever εξαιρουμένου) είναι το λιγότερο καλό Κόνερι. Εδώ η σειρά παίρνει ανεπιστρεπτί έναν πιο σλάπστικ/γκάτζετ τόνο που θα την απομακρύνει τελείως από τις πρώτες δύο ιστορίες. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό (κάποιες από τις τοπ ταινίες παρακάτω είναι εντελώς gimmick περιπέτειες), όμως το Thunderball μοιάζει ανάμεσα σε δύο κατευθύνσεις. Το τζέτπακ σε ενθουσιάζει ή βρίσκεται μια ανάσα από το αόρατο αυτοκίνητο του Πιρς Μπρόσναν; Η απάντηση κρίνει πολλά. Επιπλέον η ταινία για μεγάλο μέρος της διάρκειάς της κάνει κύκλους πλοκής. Αν όλα αυτά ακούγονται υπερβολικά αρνητικά για τόσο ψηλή θέση της κατάταξης, τότε αυτό λέει πολλά για το πόση σιγουριά είχε το δημιουργικό τιμ σε αυτό πια το σημείο, όταν ακόμα και το Thunderball παρουσιάζεται με το μανδύα ενός classic. Κι έτσι κι αλλιώς, η τελευταία, υποβρύχια σκηνή δράσης, είναι πραγματικά εντυπωσιακή ειδικά για την εποχή της.
11, QUANTUM OF SOLACE (2008)
Η μόνη αληθινά μη-Μποντ του franchise ως προς το ύφος και τον χαρακτήρα (παρά την ευθεία αναφορά σε αισθητικά στοιχεία των πρώιμων περιπετειών του Κόνερι όπως την κατασκευή των σκηνικών), που μοιάζει να έχει αφαιρέσει όχι μόνο τα χαρακτηριστικά στοιχεία του ήρωα αλλά και να έχει ξεριζώσει την ίδια τη δράση από τη ροή της. Καταδικασμένη να θεωρείται αποτυχία στον αιώνα τον άπαντα, αποτελεί ωστόσο ένα φιλόδοξο και αξιοπρόσεκτο πείραμα. Μια αντι-αφήγηση πάνω στο θρήνο και την απώλεια που αντί απλώς να αναπαράγει τσιτάτα για το πώς «έχει να κάνει με το τραύμα» τολμά όντως να θρυμματίσει την αφήγηση και την σκιαγράφηση του ήρωα σε αυτή την αναζήτηση εξιλέωσης. Δίνοντας ταυτόχρονα στην Όλγκα Κιριλένκο έναν σχεδόν ισοβαρή ρόλο με του Μποντ, στη δική της οργισμένη διαδρομή. Ο Μαρκ Φόρστερ εμπνέεται από κατασκοπικά θρίλερ των ‘70s κι από τον Χίτσκοκ κοιτάζοντας το υλικό του με μια λιτή και αφηρημένα arthouse διάθεση, αποφασισμένος να φτιάξει ένα φιλμ θραυσμάτων, όπως ακριβώς αντιλαμβάνεται τον κόσμο ο Μποντ (του πολύ καλού εδώ Ντάνιελ Κρεγκ, προτού βαρεθεί το ρόλο) μετά τον θάνατο της Βέσπερ. Η απεργία των σεναριογράφων που άφησε το σενάριο άτσαλο και ατελές σίγουρα δε βοήθησε στη φήμη της ταινίας, αλλά ίσως και να απελευθέρωσε τον Φόρστερ στην προσέγγισή του. Κάτι χάνεις, κάτι κερδίζεις.
10, Η ΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ ΠΟΥ ΜΕ ΑΓΑΠΗΣΕ (THE SPY WHO LOVED ME, 1987)
Κοινά αποδεκτό ως το κορυφαίο της περιόδου Ρότζερ Μουρ. Έχει ενδιαφέρον πως οι σπάνιες στιγμές που το franchise επιτρέπει στον Μποντ να μπλεχτεί σε μια καθαρά συναισθηματική κατάσταση (On Her Majesty’s Secret Service, Casino Royale, The Spy Who Loved Me, Licence to Kill) θεωρούνται όλες ως classics, με τον τρόπο τους.
9, ΤΟ ΑΥΡΙΟ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ (TOMORROW NEVER DIES, 1997)
Ο ένας αληθινά καλός Μπρόσναν, με τον Τζόναθαν Πράις να παίζει βασικά τον Ρούπερτ Μέρντοχ ως villain σε μια σπάνια αναλαμπή του franchise ως προς την αναζήτηση επίκαιρων αντιπάλων. Ο Ρότζερ Σπότισγουντ δεν προσφέρει καμιά αληθινή αποκάλυψη στη δράση, αλλά η ύπαρξη και μόνο της Μισέλ Γιέο κάνει την ταινία απείρως πιο cool από όσο θα ήταν αλλιώς.
8, ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΕΚΔΙΚΗΣΗ (LICENCE TO KILL, 1989)
Δύσκολο να μιλήσεις ακριβώς για περίοδο Τίμοθι Ντάλτον όταν αποτελείται από δύο μόνο ταινίες, αλλά διαθέτουν μια σαφή αισθητική γραμμή κι είναι κι οι δύο καλύτερες από όσο θυμόμαστε. Αυτό εδώ είναι εντελώς θυμωμένο, αφαιρεί από τον Μποντ το δικαίωμα να σκοτώνει (άκου πράγματα) και τον στέλνει σε μια εκτός προγράμματος αποστολή εκδίκησης απέναντι σε έναν ναρκοβαρώνο που ερμηνεύει κεφάτα ο Ρόμπερτ Νταβί με ένα ιγκουάνα στον ώμο. Ωραιότατο.
7, SKYFALL (2012)
Μια αναμφίβολα πολύ καλή και απίστευτα όμορφη ταινία Μποντ, ξεκάθαρο highlight των 50 χρόνων ύπαρξης του franchise: Ο Χαβιέ Μπαρδέμ καταλαβαίνει το camp της κατάστασης, ο Ρότζερ Ντίκινς κεντάει πίσω από την κάμερα, και η αυτοαναφορικότητα λειτουργεί απόλυτα. Ταυτόχρονα, μια ταινία αντιδραστική και συντηρητική, με τρόπο αληθινά δηλητηριώδη σε σημεία. (Η μοίρα της Μπερενίς Μαρλό, αλλά και της Ναόμι Χάρις, για διαφορετικούς φυσικά λόγους.) Λίγες ταινίες έχουν καταφέρει να εξηγήσουν τις συνθήκες του Brexit καλύτερα από ό,τι το έκανε αυτή, άθελά της φυσικά. Και παραμένει αστείο το ότι η τρίτη πράξη του φιλμ είχε εμφανέστατα γραφτεί αποκλειστικά για τον Σον Κόνερι, κι όταν εκείνος αρνήθηκε τότε απλώς έβαλαν τον Άλμπερτ Φίνεϊ στο ρόλο και συνέχισαν σα να μη τρέχει τίποτα.
6, ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ ΜΕ ΑΓΑΠΗ (FROM RUSSIA WITH LOVE, 1963)
Εδώ η σειρά βρίσκει πλήρως τη μετέπειτα δομή της, με την εισαγωγή των γκάτζετ του Q και της SPECTRE, και την ιδέα των εφετζίδικων εχθρών (από τον Μπλόφελντ που δολοφονεί τους ανίκανους κατώτερούς του μέχρι το μαχαίρι στο παπούτσι της Κλεμπ). Ταυτόχρονα όμως παραμένει ως φιλμ αρκετά κοντά ακόμα στην αισθητική και στο ρυθμό του Dr. No, μη χάνοντας την προσγειωμένη γοητεία ενός αγνά ψυχροπολεμικού κατασκοπικού φιλμ- παρά μιας over the top ταινίας δράσης.
5, ΤΖΕΪΜΣ ΜΠΟΝΤ, ΠΡΑΚΤΩΡ 007 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΧΡΥΣΟΔΑΚΤΥΛΟΥ (GOLDFINGER, 1964)
Εδώ ας πούμε τα πάντα λειτουργούν, κι ας φεύγει πια το franchise προς τις μετέπειτα ξεχειλωμένες του στιγμές. Ο κακός είναι θρυλικός, και το πρωτοπαλίκαρό του ακόμα περισσότερο. Το σχέδιο του Χρυσοδάκτυλου είναι φανταστικό και απρόσμενο. Το τραγούδι τίτλων είναι σπουδαίο, η ατάκα «No, Mr. Bond, I expect you to die» είναι δικαιολογημένα κλασική, η Πούσι Γκαλόρ είναι η ενσάρκωση της ιδέας του Bond girl, και κάθε τι που επιχειρεί η ταινία (κι ο πολύ αγαπητός σκηνοθέτης, Γκάι Χάμιλτον) καταλήγει -πολύ απλά, και χωρίς υπερβολή- εμβληματικό.
4, ΖΕΙΣ ΜΟΝΑΧΑ ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ (YOU ONLY LIVE TWICE, 1967)
Η ίδια η σύλληψη του Μποντ από τον Ίαν Φλέμινγκ κουβαλά ιδέες περί εθνικού exceptionalism μέσα από μια ιμπεριαλιστική, σοβινιστική, μισογύνικη ματιά κι αυτό είναι κάτι γραμμένο στο ίδιο το DNA του franchise. Είναι πρακτικά αδύνατο να διαχωριστούν (εκτός από το Quantum of Solace, για κάποιο λόγο) και σε κάποιο βαθμό διατρέχουν όλη την ιστορία του ήρωα. Δηλαδή ναι, το You Only Live Twice, που αρχικά επρόκειτο να είναι το εκρηκτικό φινάλε του Κόνερι στη σειρά, είναι μια εντυπωσιακά ρατσιστική ταινία ακόμα και για τα δεδομένα του franchise. Και μια εντυπωσιακά σεξιστική ταινία επίσης. Όλη η περίοδος του Κόνερι είναι γενικότερα εντυπωσιακή από αυτή τη σκοπιά: Τρομερά παλιομοδίτικη ακόμα και για την εποχή της (πόσο μάλλον για τη δική μας), μοιάζει μια εθνική φαντασίωση αποκομμένη από το χώρο και το χρόνο. Έρχονται όλα μαζί σε ένα πακέτο, σαν απολιθώματα, σαν ζωγραφιές σε τοίχους σπηλαίων. Το να παρακολουθήσει κανείς σήμερα μια ταινία σαν το You Only Live Twice αποτελεί σχεδόν πολιτισμικό σοκ (στο δεύτερο μισό, χωρίς κανένα αληθινά σημαντικό λόγο, η ταινία είναι σε φάση «και τώρα, ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΜΕΤΑΤΡΑΠΕΙΣ ΣΕ ΓΙΑΠΩΝΕΖΟ και επίσης, θα πρέπει ΝΑ ΠΑΝΤΡΕΥΤΕΙΣ ΜΙΑ ΤΥΧΑΙΑ ΚΟΠΕΛΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΓΝΩΡΙΣΕΙ η οποία ΜΟΙΑΖΕΙ ΜΕ ΓΟΥΡΟΥΝΙ, χα χα χα!») αλλά όχι απαραιτήτως περισσότερο από όλες τις άλλες που την περιτριγυρίζουν. Το κοιτάς όπως θα διάβαζες παλιές, pulpy ιστορίες της εποχής (ή, ακόμα, και τα ίδια τα έργα του Φλέμινγκ), φτηνές περιπέτειες που κρύβουν μέσα τους -θέλοντας και μη- κάθε πιθανή θεώρηση ή αισθητική της στιγμής.
Από όλα τα φτηνά, pulpy αναγνώσματα της κινηματογραφικής εκείνης εποχής, το You Only Live Twice είναι το πιο εντυπωσιακό. O αξεπέραστος σχεδιαστής σετ Κεν Άνταμς παραδίδει εδώ το αριστούργημά του, δημιουργώντας μια ολόκληρη βάση της Spectre μέσα σε ένα ηφαίστειο(!), αφήνοντας πίσω την γραμμικότητα των προηγούμενων σκηνικών του και στήνοντας ένα πολυεπίπεδο αρχηγείο που μοιάζει ολοζώντανο, τεχνικά εκθαμβωτικό όσο και αναπολογητικά κατασκευασμένο. Η ταινία ξεκινά με τον Μποντ να εκτελεί ένα αναίτια περίπλοκο σχέδιο προκειμένου κανείς να μην ξέρει στο εξής πως είναι ακόμα ζωντανός (κάτι που δεν παίζει… κανέναν ρόλο στην πλοκή που ακολουθεί;) πριν ταξιδέψει στην Ιαπωνία για να τα βάλει μια και καλή με την απειλητική Spectre (υπό τη σκιά της κούρσας του διαστήματος) και τον μοχθηρό ηγέτη της, Μπόφελντ- που εδώ ερμηνεύει μερακλίδικα ο Ντόναλντ Πλέζανς για πρώτη και τελευταία φορά. Στην πρώτη σκηνή ένα τεράστιο διαστημικό σκάφος κυριολεκτικά καταπίνει ένα άλλο ενώ στην τελευταία πράξη ένας στρατός από νίντζα εισβάλει σε ένα ηφαίστειο και στο κρυφό αρχηγείο που εδρεύει μέσα του. Άνθρωποι είμαστε!
Όταν μιλάμε για μια ταινία που αγκαλιάζει κάθε σαχλό στοιχείο αυτού του franchise, χτισμένο με έναν αισθητικά και τεχνικά αξεπέραστο τρόπο, την ίδια στιγμή που είναι απλά αδύνατον να μην κλείνεις τα μάτια από αμηχανία, είναι ετούτη εδώ. Το απόλυτο Μποντ;
3, CASINO ROYALE (2006)
Τρίτη και φαρμακερή. Μετά από χρόνια ακινησίας ύστερα από την περίοδο Μπρόσναν, στη διάρκεια των οποίων άλλαξε δραματικά η παγκόσμια κοινωνικοπολιτική συνθήκη αλλά και η ιδέα του ηρωισμού στην ποπ κουλτούρα, ο Μποντ επιστρέφει πιο σκληρός, πιο δραματικός, πιο γκρίζος από ποτέ. Κι αυτή τη φορά, οι πάντες αγκάλιασαν τη στροφή. Ο Μαντς Μίκελσεν είναι τέλειος και εικαστικά εντυπωσιακός κακός, η Εύα Γκριν ως Βέσπερ είναι το πιο δραματουργικά μεστό Bond girl στην ιστορία (στην πραγματικότητα, έτσι όπως εξελίσσεται η ιστορία, ο ίδιος ο Μποντ είναι περισσότερο Bond girl από ό,τι η Βέσπερ), το σενάριο βρίσκει χώρο για την καλύτερη ίσως σκηνή καζίνο του franchise, και η δράση κινείται περισσότερο κοντά στη λογική του Τζέισον Μπορν και του νολανικού Μπάτμαν παρά στα αόρατα αυτοκίνητα που τρέχουν μέσα σε βασίλεια πάγων. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο πιο κουλ κατάσκοπος του σινεμά επέστρεψε γεμάτος τραύματα και αιχμές. «Βότκα Μαρτίνι» – «Κουνημένη ή ανακατεμένη;» – «Do I look like I give a damn?».
2, ΤΖΕΪΜΣ ΜΠΟΝΤ, ΠΡΑΚΤΩΡ 007 ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΔΟΚΤΟΡΟΣ ΝΟ (DR. NO, 1962)
Υπάρχει κάτι πολύ αγγλικό στον τρόπο που παρουσιάζεται και κυλά αυτή η ταινία. Το καταλαβαίνεις αν δεις αρκετό Doctor Who ή άλλες μεγάλες αγγλικές παραγωγές, όπου πολύ συχνά η αίσθηση της δράσης και της αγωνίας μπορεί, ελλείψει κάποιου άλλου όρου, να περιγραφεί πολύ απλά ως «άνθρωποι μπαίνουν σε δωμάτια». Δεν υπάρχει εδώ τίποτα το χολιγουντιανό, σχεδόν απουσιάζει πλήρως η ίδια η δράση. Ο Μποντ είναι καθαρός κατάσκοπος, απλώς περνά από τον ένα χώρο στον άλλον, συνομιλεί με αυτούς που χρειάζεται, μαθαίνει πληροφορίες και προχωρά (στο επόμενο δωμάτιο). Ο ίδιος ο εχθρός του δεν εμφανίζεται παρά 20 λεπτά πριν τελειώσει η ταινία. Η «σκηνή δράσης» (αν μπορεί να περιγραφεί έτσι) έρχεται με 5 λεπτά χρόνου ακόμα. Τα πάντα εδώ είναι πολύ οικονομικά και πολύ smooth, εξαρτώμενα πλήρως από τη χαρισματικότητα του Κόνερι- τον οποίον θες απλά να παρατηρείς να μετακινείται από το ένα (εντυπωσιακό) σκηνικό στο άλλο, φορώντας το κουστούμι του κι αυτό το διαχρονικό ύφος. Είναι εκπληκτικό το πόσο πανέτοιμος για το ρόλο (αλλά και γενικότερα) προσγειώθηκε ο Κόνερι στον πλανήτη Μποντ, και το πόσο λιτή και σίγουρη για τον εαυτό της είναι μεμιάς αυτή η ταινία. Μπροστά σε ό,τι θα ακολουθούσε μοιάζει με θεατρικό μονόπρακτο, όμως η γοητεία της δεν έχει φθίνει ούτε στο ελάχιστο, όσο μεγάλα και φασαριόζικα κι αν έγιναν ποτέ τα σίκουελ.
1, ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΥ ΜΕΓΑΛΕΙΟΤΗΤΟΣ (ON HER MAJESTY’S SECRET SERVICE, 1969)
Ο μοντέρ της περιόδου Κόνερι, Πίτερ Χαντ, παίρνει την ευκαιρία του στο τιμόνι του franchise και στήνει μια περιπέτεια εμφανέστατα δεκαετίες μπροστά από την εποχή της. H ταινία παραδίδει αμόλυντο, καθαρόαιμο action, με τη μία μεγάλη σκηνή δράσης μετά την άλλη, και ούτε μία να μη μοιάζει επαναλαμβανόμενη ή περιττή. Οι καταδιώξεις είναι αγωνιώδεις, με απολαυστικά υπερβολική ένταση ηχητικών εφέ, και με τον Χαντ να χρησιμοποιεί την τεχνική μοντάζ που είχε ήδη δοκιμάσει στις προηγούμενες ταινίες με επιτάχυνση της δράσης και την αίσθηση χαμένων καρέ να παρουσιάζουν κάτι το απόλυτα κινηματογραφικό, προάγγελο της τάσης προς την ντοκιμαντερίστικη δράση μετέπειτα δεκαετιών.
Ο Τέλι Σαβάλας είναι προφανέστατα ο κορυφαίος Μπλόφελντ, η φιγούρα του είναι επιβλητική, μοιάζοντας ανά πάσα στιγμή σα να μπορεί με τα γυμνά του χέρια να διαλύσει όποιο άνθρωπο βρίσκεται δίπλα του- αποπνέοντας ταυτόχρονα μια αόριστη αίσθηση ευγένειας, κάτι που τον κάνει ακόμα πιο τρομακτικό. Αισθητικά, αυτό το φιλμ είναι το Skyfall πριν το Skyfall, γεμάτο εκπληκτικά καδραρίσματα που έβρισκαν τρόπο να τοποθετήσουν τους ήρωες σε ενδιαφέροντα σημεία στην εικόνα ακόμα κι εν μέσω αγχωτικών σκηνών δράσης. Κάθε κάδρο μοιάζει όσο το δυνατόν πιο ενδιαφέρον, από lens flares μέχρι εφευρετική χρήση τόνων και χρωμάτων ώστε ακόμα και το πιο στατικό πορτρέτο να μοιάζει επιβλητικό: Βλέπουμε εικόνες θολές μες στη σύγχυση της μάχης, φως και σκοτάδι να μπλέκονται για να αποκρύψουν ή να αναδείξουν πρόσωπα, χαρακτήρες να μπαίνουν στο κέντρο ηρωικών πορτρέτων, ουρανούς να μοιάζουν απειλητικούς, νύχτες να ντύνονται με πένθιμο εορτασμό.
Και όλα αυτά έρχονται να στηρίξουν μια ιστορία τραγικού πάθους, με την μαγική Νταϊάνα Ριγκ να καταφθάνει ως κάτι το κεραυνοβόλο, ως κάτι το ανεξήγητο. Στο ενδιάμεσο ο Μποντ κάνει, μετά από πολύ καιρό, αληθινή κατασκοπική δουλειά (στη μεσαία πράξη της ταινίας), πριν φτάσουμε στο αναμφίβολα το πιο απρόσμενο και παράξενο φινάλε στην ιστορία του 007, όπου το «έχουμε όλο το χρόνο του κόσμου» από ρομαντικό γίνεται θλιβερό. Και το φιλμ απομένει να στέκεται αδίκως ως μια υποσημείωση στην πορεία και εξέλιξη ενός franchise που αμήχνο απέναντί της -για δεκαετίες ακόμα μετά- δεν ήξερε τι να κάνει με αυτό. Πριν το αγκαλιάσει πλήρως φυσικά, όταν η τάση στην κινηματογραφική περιπέτεια έγειρε προς αυτή τη ακριβώς την αισθητική στο γύρισμα του αιώνα. Το On Her Majesty’s Secret Service ήταν πολύ απλά η πρώτη ταινία Μποντ του 21ου αιώνα. Απλά έτυχε να γυριστεί στο μακρινό 1969.