Τετάρτη
24
Απρίλιος
TOP

Πληθωρισμός: Πόσο κοστίζει σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις

H χώρα έμαθε να ζει τους τελευταίους 24 μήνες με τον κορωνοϊό και τώρα καλείται να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες που δημιουργεί η επάνοδος του φαινομένου του πληθωρισμού με σφοδρότητα που είχε να καταγραφεί από τις αρχές του 2011.

Ο πληθυσμός είχε… ξεχάσει να λειτουργεί σε συνθήκες ανόδου των τιμών αλλά και των επιπτώσεων που αυτές προκαλούν σχεδόν αυτόματα: μείωση διαθέσιμου εισοδήματος, πιέσεις για αυξήσεις αποδοχών αλλά και κίνδυνος αύξησης επιτοκίων, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος λόγω του αυξημένου κόστους εξυπηρέτησης των δανείων. Η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα θα πρέπει να γίνει άμεσα, όπως γράφει ο Θάνος Τσίρος στην Καθημερινή, καθώς οι επιπτώσεις στο διαθέσιμο εισόδημα είναι ήδη εδώ, όπως εδώ είναι και η ανησυχία για την αύξηση του κόστους του χρήματος.

Οι ανατιμήσεις ειδικά στα ενεργειακά προϊόντα, αλλά πλέον και στα τρόφιμα, αυξάνουν το κόστος διαβίωσης ακόμη και κατά 7% για ένα νοικοκυριό με εισόδημα της τάξεως των 1.500 ευρώ, παρά τις επιδοτήσεις που έχει ήδη υλοποιήσει η κυβέρνηση. Μεγαλύτερες, δε, είναι οι συνέπειες για τα νοικοκυριά με το χαμηλότερο εισόδημα, καθώς ο πληθωρισμός χτυπάει περισσότερο τους φτωχότερους παρά τους έχοντες υψηλότερο εισόδημα, διευρύνοντας τις εισοδηματικές ανισότητες.

Ποιοι κινδυνεύουν να υποστούν ακόμη μεγαλύτερη πίεση στο διαθέσιμο εισόδημά τους; Οσοι εξυπηρετούν δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο. Μπορεί το τελευταίο διάστημα οι νέες δανειακές συμβάσεις να συνάπτονται με σταθερά επιτόκια, ωστόσο ο κύριος όγκος των δανείων –ειδικά των στεγαστικών– που χορηγήθηκαν την περίοδο άνθησης της οικοδομής (2004-2008) είναι με κυμαινόμενο επιτόκιο. Οι δανειολήπτες που εξυπηρετούν αυτά τα δάνεια θα βρεθούν αντιμέτωποι με πρόσθετη οικονομική επιβάρυνση από τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα αποφασίσει να αναπροσαρμόσει την επιτοκιακή της πολιτική. Προς το παρόν, πάντως, αυτό τοποθετείται χρονικά για το τέλος του χρόνου, καθώς προσώρας οι επικεφαλής της ΕΚΤ θα τηρήσουν στάση αναμονής μέχρι να ξεκαθαριστεί αν το πληθωριστικό κύμα είναι προσωρινό (όπως πιστεύουν) ή όχι.

Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού είναι πολλές και διαφορετικές, ανάλογα με το αν η συζήτηση αφορά το δημόσιο χρέος, τον κρατικό προϋπολογισμό, το εισόδημα του νοικοκυριού ή το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης. Πρόκειται για μια σύνθετη εξίσωση η οποία δεν μπορεί να λυθεί από τώρα, καθώς μένει να φανεί το επόμενο διάστημα αν ο πληθωρισμός θα πιέσει τόσο τους μισθούς όσο και τα επιτόκια προς τα πάνω. Ειδικότερα:

1. Το νοικοκυριό είναι δεδομένο ότι υφίσταται ήδη πίεση στο διαθέσιμο εισόδημά του. Με το σκεπτικό ότι οι ανατιμήσεις –όπως αποτυπώθηκαν και στα στοιχεία πληθωρισμού του Δεκεμβρίου– αφορούν κυρίως ενέργεια και πλέον και τρόφιμα, η συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος (ανάλογα φυσικά και με το ύψος του) μπορεί να υπερβαίνει το 5% σε μηνιαία βάση, που είναι αυτή τη στιγμή και ο μέσος μηνιαίος πληθωρισμός στη χώρα. Προς το παρόν, αύξηση έχει πάρει μόνο ο δικαιούχος του κατώτατου μισθού (σ.σ. το 2% που ισχύει από τις αρχές του χρόνου, ποσοστό που δεν αναπληρώνει παρά μόνο σε ποσοστό 20%-25% τη ζημιά από την ακρίβεια) αλλά και όποιος βρίσκει δουλειά ή διασφαλίζει αύξηση ύστερα από διαπραγμάτευση με τον εργοδότη. Η συζήτηση για τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα ανοίξει και πάλι, ενώ μετά τον Μάιο, που θα ενεργοποιηθεί, θα φανεί αν θα πυροδοτήσει και ένα γενικότερο κύμα αυξήσεων μισθών και στους εργαζομένους που αμείβονται με υψηλότερες αποδοχές από τον κατώτατο.

2. Η επιχείρηση υφίσταται το αυξημένο κόστος λειτουργίας ειδικά λόγω των ανατιμήσεων στην ενέργεια και καλείται να αποφασίσει αν και σε ποιο βαθμό θα μετακυλίσει το αυξημένο κόστος στον πελάτη μέσα από την ανατίμηση των προϊόντων. Τα στοιχεία πληθωρισμού του Δεκεμβρίου αλλά και οι τιμοκατάλογοι του Ιανουαρίου δείχνουν ότι ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις επιλέγουν να αυξήσουν τις τιμές τους, γι’ αυτό και ειδικά για το πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς αναμένεται περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού ακόμη και πάνω από το 5,1% του Δεκεμβρίου, κάτι που θα εξαρτηθεί βέβαια και από την πορεία του πετρελαίου και του φυσικού αερίου. Για την επιχείρηση, βασικός φόβος είναι η αύξηση του κόστους του χρήματος, καθώς τα δάνεια συνιστούν βασικό στοιχείο για τον ετήσιο προϋπολογισμό τους.

3. Για το δημόσιο χρέος, ο πληθωρισμός μπορεί να λειτουργήσει σε αυτή τη φάση και θετικά. Η έκδοση του 10ετούς ομολόγου την προηγούμενη εβδομάδα έφερε αύξηση του κόστους κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σχέση με πέρυσι, καθώς το 10ετές εκδόθηκε με επιτόκιο 1,83% από 0,81% που ήταν το κόστος της αντίστοιχης περυσινής έκδοσης. Ωστόσο, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει φροντίσει μέσα από κατάλληλες συμφωνίες (swaps) να κλειδώσει το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, κάτι που σημαίνει ότι οι τόκοι που θα πληρώνει το κράτος θα παραμείνουν στα 5 δισ. ευρώ, ανεξάρτητα από την πορεία των επιτοκίων και των αποδόσεων των ομολόγων. Από την άλλη, πληθωρισμός σημαίνει και μεγαλύτερο ονομαστικό ΑΕΠ. Αρα και βελτιωμένη αναλογία του χρέους, ως προς το ΑΕΠ.

4. Σε επίπεδο κρατικού προϋπολογισμού, ο πληθωρισμός μπορεί να οδηγήσει σε αυξημένα φορολογικά έσοδα (κυρίως μέσω του ΦΠΑ), υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι δεν θα αρχίσει να καταγράφεται μείωση της κατανάλωσης. Εκτιμάται ότι τουλάχιστον για τους επόμενους μήνες μείωση της κατανάλωσης δεν αναμένεται, καθώς η χώρα έχει μπει σε τροχιά ανάπτυξης. Τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα μπορούν να βοηθήσουν το οικονομικό επιτελείο στο να χρηματοδοτήσει μέτρα στήριξης των νοικοκυριών, ειδικά αυτών που θα πληγούν περισσότερο από το αυξημένο κόστος διαβίωσης. Το ενδεχόμενο τους επόμενους μήνες να ανακοινωθούν πρόσθετα μέτρα στήριξης για ευπαθείς ομάδες (π.χ μακροχρόνια άνεργοι, χαμηλόμισθοι κ.λπ.) είναι ανοικτό και θα εξαρτηθεί από την πορεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού αλλά και την έκταση που θα λάβει το κύμα ανατιμήσεων.

5. Για το ΑΕΠ, ο πληθωρισμός συνεπάγεται αυξημένες εισαγωγές –κυρίως εξαιτίας της ακριβότερης ενέργειας–, άρα και πίεση στο ΑΕΠ. Μόνο τον Νοέμβριο, το ενεργειακό ισοζύγιο πιέστηκε κατά περισσότερα από 800 εκατ. ευρώ σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2020, κάτι που αποδίδεται στις αυξημένες τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Αύξηση των εισαγωγών πιέζει το ΑΕΠ προς τα κάτω, κάτι που σημαίνει ότι συμπιέζονται και οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας.

Διαβάστε περισσότερα εδώ

Πηγή: moneyreview