Τρίτη
30
Απρίλιος
TOP

Προκόπης Παυλόπουλος: Ο καθοριστικός ρόλος της Ομογένειας για την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων

Ομιλία του τέως προέδρου της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλου στο 15ο Τακτικό Συνέδριο της «Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας» που οργανώθηκε στο CostaNavarino.

Σε ομιλία του, με θέμα «Ο καθοριστικός ρόλος της Ομογένειας για την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων», κατά το 15ο Τακτικό Συνέδριο της «Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας» που οργανώθηκε στο CostaNavarino την 5η Αυγούστου 2023, ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Ακαδημαϊκός και Επίτιμος Καθηγητής της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ κ. Προκόπης Παυλόπουλος επισήμανε, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

Με αισθήματα εξαιρετικής τιμής συμμετέχω στις εργασίες του 15ου Τακτικού Συνεδρίου της «Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας», ευχόμενος η μελλοντική πορεία της να είναι ευοίωνη και δημιουργική και να εξελιχθεί σε σημαντικό παράγοντα στήριξης και ανάδειξης της δράσης της εν γένει Ομογένειας ανά την Υφήλιο.

Α. Μια τέτοια πορεία υπόσχεται αυτό τούτο το παρελθόν της «Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας», αρχής γενομένης από το 1997, καθώς και η εργώδης προσπάθεια των μελών της που έχει ως σήμερα αναπτυχθεί μέσα από επώδυνες, δυστυχώς, δυσχέρειες. Γι’ αυτό και σας παρακαλώ ν’ αφήσετε πίσω τις διαιρέσεις και διχασμούς του χθες και να ενώσετε τις δυνάμεις σας, χωρίς ιδιοτέλεια και ατομικές φιλοδοξίες, έτσι ώστε η «Μεσσηνιακή Αμφικτυονία» ν’ ανταποκριθεί πλήρως στους στόχους εκείνους, οι οποίοι έθεσαν τις στέρεες βάσεις της γέννησής της. Κάτι που, οπωσδήποτε, ταιριάζει και στην όλη θεσμική και πολιτική «φυσιογνωμία» της «Μεσσηνιακής Αμφικτυονίας», νοούμενης ως αναπόσπαστου «βραχίονα» του Απόδημου Ελληνισμού. Η δράση του οποίου έχει καταδείξει, με αμάχητα τεκμήρια, ότι το Έθνος των Ελλήνων εκτείνεται πολύ πέρα από τα σύνορα του Ελληνικού Κράτους, διασφαλίζοντας στην Πατρίδα μας μιαν ανεπανάληπτη διεθνή ακτινοβολία και συμβάλλοντας πολλαπλώς για τον σεβασμό της εκ μέρους πάντων.

B. Πάνω σε αυτή την βάση, που ουδείς δικαιούται ούτε μπορεί να υπονομεύσει, επιτρέψατέ μου να διατυπώσω τις σκέψεις, κατ’ ανάγκην σύντομες, που ακολουθούν. Σκέψεις, οι οποίες σχετίζονται με το πώς η Ομογένεια, μέσα στην εξαιρετικά δυσμενή σημερινή συγκυρία, μπορεί να υπερασπισθεί την Πατρίδα μας δια της αντίστοιχης υπεράσπισης των Εθνικών μας Θεμάτων και των Εθνικών μας Δικαίων. Ας μην ξεχνάμε ότι, πέραν των άλλων, αυτή η υπεράσπιση εμπεδώνει afortiori την θέση της Ελλάδας στο πλαίσιο και της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και μια τέτοια εμπέδωση είναι τόσο περισσότερο ουσιαστική, όσο ορθώνει «τείχος προστασίας» κυρίως -αλλά όχι μόνο, όπως θα διευκρινίσω κατωτέρω- απέναντι στην εξώφθαλμη προκλητικότητα του αδίστακτου τουρκικού αναθεωρητισμού ο οποίος συνιστά, δίχως αμφιβολία, την σημαντικότερη απειλή για την Εθνική μας Κυριαρχία. Πολλώ μάλλον όταν οργανώνεται και δρα αγνοώντας, περιφρονητικώς, την Διεθνή Νομιμότητα. Με γνώμονα αυτή την, οπωσδήποτε σκληρή, πραγματικότητα θα προσπαθήσω να σας εκθέσω, εν συντομία φυσικά όπως τόνισα, τα κυριότερα επιχειρήματα ως προς το απολύτως δίκαιο των, κατ’ εξοχήν έναντι της Τουρκίας, Εθνικών μας Θέσεων, με καταληκτική προσθήκη τα δεδομένα για το Κυπριακό Ζήτημα. Ζήτημα το οποίο, βεβαίως, είναι πρωτίστως Διεθνές και Ευρωπαϊκό για να μην δημιουργούνται υπονομευτικές παρανοήσεις.

Ι. Μία, και μόνη, διαφορά υφίσταται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας

Σε ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με την Τουρκία, όλα ξεκινούν από την εξής, αδιαπραγμάτευτη, βάση: Μία, και μόνη, διαφορά υφίσταται μεταξύ μας: Η οριοθέτηση της νησιωτικής -άρα όχι οιασδήποτε άλλης- Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Διαφορά, η οποία μπορεί να επιλυθεί μόνον ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης κατά τις διατάξεις της Σύμβασης του MontegoBay του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας. Δίκαιο το οποίο δεσμεύει και την Τουρκία, μολονότι αυτή δεν έχει προσχωρήσει στην Σύμβαση αυτή δεδομένου ότι, κατά την πάγια νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν ergaomnes. Συνεπώς, ο ευκρινής προσδιορισμός της ως άνω διαφοράς συνεπάγεται ότι οιαδήποτε άλλη πτυχή του καθ’ ολοκληρίαν αυθαίρετου τουρκικού αναθεωρητισμού είναι και θα είναι, apriori και χωρίς υποχωρήσεις και υπαναχωρήσεις, αυτοδικαίως απορριπτέα εκ μέρους της Ελλάδας. Ειδικότερα:

Α. Παρατηρήσεις σχετικά με την εν προκειμένω δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης

Συμπληρωματικώς, προστίθενται στα όσα προεκτέθηκαν και τα εξής:

1. Με την δήλωση του Υπουργείου των Εξωτερικών της 14ης Ιανουαρίου του 2015, η Ελλάδα εξήρεσε, κατ’ αρχήν, από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης όλα τα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τον «σκληρό πυρήνα» της Εθνικής Κυριαρχίας μας, όπως είναι, εκτός των άλλων, π.χ. και τα δικαιώματα σε ό,τι αφορά την Αιγιαλίτιδα Ζώνη μας καθώς και σε ό,τι αφορά την Εθνική μας Άμυνα γενικώς. Συνακόλουθα, στην δικαιοδοσία του ως άνω Δικαστηρίου υπάγονται, grossomodo, ζητήματα τα οποία σχετίζονται μόνο με τα strictosensu κυριαρχικά δικαιώματα, όπως είναι π.χ., κατά τα προαναφερθέντα, τα δικαιώματα που συνδέονται με την Υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ.

2. Ως προς την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, η Ελλάδα έχει ως αδιαπραγμάτευτη θέση την ερμηνεία εκείνη -υιοθετημένη πλέον και από Διεθνή Δικαιοδοτικά Όργανα- των διατάξεων της Σύμβασης του MontegoBay του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία αναγνωρίζει και Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ στα Νησιά μας που μπορούν να συντηρήσουν αυτοδυνάμως είτε ανθρώπινη ζωή είτε και απλή οικονομική δραστηριότητα, με πιο απτό παράδειγμα αυτό του Καστελλόριζου.

3. Στο σημείο τούτο είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι, απότην πλευρά της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, ευθύς εξ αρχής, καταστεί σαφές ότι το λεγόμενο «τουρκολιβυκό μνημόνιο», του Νοεμβρίου 2019, υπό τ’ ανωτέρω δεδομένα, είναι νομικώς ανυπόστατο και δεν παράγει, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, έννομα αποτελέσματα. Άκρως χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά προς αυτή την κατεύθυνση είναι και τα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2019, σύμφωνα με τα οποία το «τουρκολιβυκό μνημόνιο» πάσχει από βαρύτατες νομικές πλημμέλειες, αφού παραβιάζει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά δικαιώματα τρίτων κρατών. Επομένως, ουδένα έρεισμα βρίσκει στο Δίκαιο της Θάλασσας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παραγάγει έννομα αποτελέσματα. Ενόψει των ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι η Ελλάδα οφείλει, προκειμένου ν’ ακυρώσει από την πλευρά της και να καταστήσει ανενεργό στην πράξη το «τουρκολιβυκό μνημόνιο», να επεκτείνει αμέσως στα 12 ν.μ. την Αιγιαλίτιδα Ζώνη της στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, ως έχει μάλιστα αναφαίρετο δικαίωμα σύμφωνα με την Σύμβαση του MontegoBay του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας.

Β.Η υποχρέωση σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ της Ελλάδας

Είναι θεσμικώς αυτονόητο ότι αφού τα σύνορα της Ελλάδας συνιστούν, κατά το πρωτογενές Ευρωπαϊκό Δίκαιο, και σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ της Ελλάδας συνιστούν, αυτοθρόως, και Υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπ’ αυτό το πρίσμα τίθεται το νομικό -και, κατ’ επέκταση, πολιτικό- ζήτημα της δυνατότητας και της μορφής σύμπραξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην όλη διαδικασία οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ κάθε Κράτους-Μέλους, κυρίως με τρίτα προς αυτήν Κράτη.

1. Για ν’ αναχθούμε, υπό αυστηρώς νομικούς όρους, στην γενική θεωρία του Δημόσιου Διεθνούς Δικαίου, οι μεταξύ των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφωνίες οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ λειτουργούν «ενδοστρεφώς», ήτοι εντός του πεδίου της Ευρωπαϊκής Έννομης Τάξης και του εν γένει Διεθνούς Δικαίου -εν προκειμένω δε της Σύμβασης του MontegoBay του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας, που αποτελεί μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει, ως αυτοτελές νομικό πρόσωπο, προσχωρήσει σε αυτή- οπότε η αυτοτελής σύμπραξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την κατάρτισή της παρίσταται, κανονιστικώς, ουσιαστικώς δευτερεύουσα. Πολλώ μάλλον όταν τα επιμέρους αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν, ούτως ή άλλως, υποχρέωση εποπτείας της legeartis -δηλαδή σύμφωνα με το σύνολο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου- κατάρτισης και εφαρμογής των ως άνω συμφωνιών οριοθέτησης της Υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, με αντισυμβαλλόμενα μέρη Κράτη-Μέλη της.

2. Επιπλέον, και όπως είναι αυτονόητο, η σύμπραξη αυτή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως για οριοθέτηση με τρίτα κράτη, νοείται στο σύνολο της διαδικασίας οριοθέτησης με αυτά. Ήτοι από το προκαταρκτικό στάδιο του προσδιορισμού των εκατέρωθεν ακτών ως το κύριο στάδιο, που καταλήγει στην σύναψη της αντίστοιχης συμφωνίας ύστερα από την χάραξη, αναλόγως, της μέσης γραμμής ή της μέσης απόστασης μεταξύ των κρατών, από την εξέταση της ιδιομορφίας της adhoc περιοχής και από την εντεύθεν αναζήτηση της, επίσης adhoc, «δίκαιης λύσης».

Γ. Το δικαίωμα αμυντικής θωράκισης όλων, ανεξαιρέτως, των Νησιών μας στο Αιγαίο

Η Ελλάδα έχει το δικαίωμα -αλλά και την υποχρέωση, αφού τούτο αφορά την προστασία της Ελληνικής Επικράτειας- τόσο για δικό της λογαριασμό όσο και απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ως πλήρες Κράτος-Μέλος της, να θωρακίζει αμυντικώς όλα, ανεξαιρέτως, τα Νησιά της στο Αιγαίο, ανεξαρτήτως της έκτασης του εδάφους τους και του αν κατοικούνται ή όχι.

1. Το δικαίωμα αυτό στηρίζεται κυρίως στις διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ, οι οποίες κατοχυρώνουν το δικαίωμα Κράτους-Μέλους του ΟΗΕ περί «νόμιμης άμυνας» όχι μόνο σε περίπτωση ένοπλης επίθεσης εναντίον του, αλλά και σε περίπτωση «απειλής χρήσης βίας» ή ακόμη και «επικείμενης απειλής», όπως προκύπτει από την πρακτική αυτού τούτου του ΟΗΕ, και όχι μόνο.

α) Και είναι δεδομένο ότι η Τουρκία, ιδίως μετά την βάρβαρη εισβολή στην Κύπρο το 1974 και τον σχηματισμό της προδήλως «αποβατικής» «Στρατιάς του Αιγαίου» καθώς και μετά το εντελώς αυθαίρετο «casusbelli» ως προς την επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης στα 12 ν.μ. απειλεί διαχρονικώς και ευθέως την Ελλάδα και με την χρήση βίας -όπως αποδεικνύει, επιπροσθέτως, η πρόσφατη στάση της, μετά την «σύναψη» του λεγόμενου «τουρκολιβυκού μνημονίου»- παραβιάζοντας ευθέως το Διεθνές Δίκαιο και, κατ’ εξοχήν, το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας κατά την Σύμβαση του MontegoBay του 1982. Σύμβαση, η οποία δεσμεύει, όπως διευκρινίσθηκε, και την Τουρκία, μέσω γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων του Διεθνούς Δικαίου.

β) Πέραν τούτων, η Τουρκία ουδόλως και καθ’ οιονδήποτε τρόπο μπορεί να επικαλείται για να διεκδικήσει μια τέτοια αποστρατικοποίηση την Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων του 1947, δια της οποίας παραχωρήθηκαν τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα. Και αυτό επειδή η Τουρκία δεν υπήρξε, αμέσως ή εμμέσως, συμβαλλόμενο μέρος στην ως άνω Συνθήκη, η οποία έχει συναφθεί μεταξύ των Συμμάχων νικητών του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και της Ιταλίας, άρα συνιστά για την Τουρκία «resinteraliasacta».

2. Το ίδιο δικαίωμα, άρα και την ίδια υποχρέωση, αντλεί η Ελλάδα και κατά το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και το αντίστοιχο Ευρωπαϊκό Κεκτημένο –που καταδεικνύουν, με αμάχητα τεκμήρια, ότι δεν υπάρχουν «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, με πρόσθετη πλην καθοριστική κανονιστικώς βάση το Πρόγραμμα «Natura» του 2000- σύμφωνα με τις ακόλουθες διευκρινήσεις:

α) Οι διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 εδ. α΄ της Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΕΕ), οι οποίες κατοχυρώνουν τις θεσμικές εγγυήσεις ενεργοποίησης της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας» όταν απειλείται Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παραπέμπουν ευθέως, ως προς τις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της ρήτρας αυτής, στις προμνημονευόμενες διατάξεις του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Κατά τούτο, οι ως άνω διατάξεις αποτελούν μέρος του Ευρωπαϊκού Κεκτημένου, οπότε η Ελλάδα έχει το δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των νησιών του Αιγαίου εναντίον της τουρκικής απειλής και με βάση το θεσμικό πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Δικαίου και του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού Κεκτημένου.

β) Κατά θεσμική λογική ακολουθία, και ενόψει της κατάφωρης τουρκικής προκλητικότητας και ευθείας απειλής εναντίον της, η Ελλάδα δικαιούται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει, ως Κράτος-Μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την ενεργοποίηση της ρήτρας «Αμοιβαίας Άμυνας», κατά τις διατάξεις του άρθρου 42 παρ. 7 της ΣΕΕ. Προς την κατεύθυνση αυτή η Ελλάδα μπορεί να επικαλεσθεί και την πρακτική, η οποία έχει έως τώρα ακολουθηθεί στο ευρύτερο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενεργοποίηση της ως άνω ρήτρας.

Δ. Η εφαρμογή της Συνθήκης της Λωζάνης

Στην διαδρομή των 100 και πλέον χρόνων από την ενσωμάτωσή της στον Εθνικό μας Κορμό, η Ελληνική -και Ευρωπαϊκή πλέον- Θράκη εξελίσσεται ως το πεδίο εκείνο, όπου η Τουρκία κάνει, δυστυχώς αδιαλείπτως, πραγματική «επίδειξη» της περιφρόνησής της προς το Διεθνές και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο -και μάλιστα όταν, όπως δηλώνει κατά το δοκούν, «φιλοδοξεί» να γίνει μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης- διαστρέφοντας προκλητικώς την αλήθεια και εγείροντας, συνεχώς, νέα ζητήματα θεσμικώς και πολιτικώς παντελώς αυθαίρετων διεκδικήσεων.

1. Ιδίως δε κατά την τρέχουσα περίοδο, η Ελληνική Θράκη υφίσταται, και αυτή, ορισμένες από τις συνέπειες των σχεδόν γραφικών -πλην όχι λιγότερο επικίνδυνων- «σουλτανικών» φαντασιώσεων του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ταυτοχρόνως όμως -και εν πολλοίς χάρη στο απαράμιλλο φρόνημα, με το οποίο όλα αυτά τα δύσκολα χρόνια αντιμετώπισαν αποτελεσματικώς την τουρκική προκλητικότητα οι κάτοικοι της Ελληνικής Θράκης, και μάλιστα ανεξαρτήτως Θρησκεύματος- η περιοχή αυτή αναδεικνύεται και σε πεδίο Εθνικής έμπνευσης, σε ό,τι αφορά την υπεράσπιση των Εθνικών μας Θεμάτων και, επέκεινα, των Εθνικών μας Δικαίων έναντι των ιταμών προκλήσεων της Τουρκίας.

2. Βασική Εθνική Θέση μας είναι κατ’ εξοχήν το ότι η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 -και όλες οι μεταγενέστερες, κάθε μορφής, εκτελεστικές της ρυθμίσεις- δεν επιδέχεται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αναθεώρηση ή τροποποίηση. Άρα, το σύνολο των ρυθμίσεων της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 αποτελούν – και θ’ αποτελούν αδιαλείπτως στο μέλλον- το συμπαγές θεσμικό και πολιτικό θεμέλιο των σχέσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τόσον ως προς τα μεταξύ τους σύνορα όσο και ως προς όλα τα επιμέρους ζητήματα, τα οποία εμπίπτουν στο ρυθμιστικό τους πλαίσιο. Πρωτίστως δε ως προς το ζήτημα, κατά το οποίο η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923, με πλειάδα διατάξεων που «πηγάζουν» από την πλήρως ενσωματωμένη σε αυτή Σύμβαση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας της 30ής Ιανουαρίου 1923, προσδιορίζει σαφώς την Μειονότητα στην Θράκη ως «Ελληνική Μουσουλμανική Μειονότητα», ήτοι ως Θρησκευτική Μειονότητα. Την δε Μειονότητα της Κωνσταντινούπολης ως «Ελληνική Μειονότητα», ήτοι ως αμιγώς Εθνική Μειονότητα.

α) Η Ελλάδα έχει αποδείξει, με αμάχητα ιστορικά τεκμήρια, ότι σέβεται, στο ακέραιο, τους κάθε είδους κανόνες της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923, πρωτίστως δε τους κανόνες της που αφορούν την Ελληνική Θράκη, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι κανόνες για την Θρησκευτική Μουσουλμανική Μειονότητα. Ιδίως δε τους κανόνες της Συνθήκης της Λωζάνης του 1923 αλλά και άλλους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που αφορούν τα εκπαιδευτικά ζητήματα της Θρησκευτικής Μουσουλμανικής Μειονότητας, το καθεστώς διορισμού του Μουφτή ως διφυούς οργάνου, ήτοι ως θρησκευτικού λειτουργού αλλά και ως δικαστικού λειτουργού -με παρεμφερή, μάλιστα, τρόπο προς εκείνον, κατά τον οποίον ορίζεται ο Μουφτής στην Τουρκία- καθώς και το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι. Και η Ελλάδα το πράττει, όπως καταδεικνύει η εντελώς πρόσφατη νομοθεσία της, ακόμη και όταν κάποια μέλη της Θρησκευτικής Μειονότητας στην Θράκη προβαίνουν στην άσκησή του επικαλούμενα το δικαίωμα του «αυτοπροσδιορισμού» μάλλον για να προσφέρουν τις «καλές υπηρεσίες» τους στην Τουρκία, επιχειρώντας έτσι, ταυτοχρόνως, αλλοίωση του αμιγώς θρησκευτικού χαρακτήρα της Μειονότητας κατ’ εξόφθαλμη καταστρατήγηση της Συνθήκης της Λωζάνης.

β) Όλως αντιθέτως, και ειδικότερα ως προς το ζήτημα των Μειονοτήτων, η Τουρκία είναι εκείνη, η οποία καταστρατηγεί, προκλητικώς και συστηματικώς, το ρυθμιστικό πλαίσιο της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως ιστορικώς αμαχήτως αποδεικνύει η τακτική της, που έχει οδηγήσει σχεδόν στον αφανισμό της πάλαι ποτέ κραταιάς Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη, στα Πριγκηπόνησα και στα Περίχωρά τους. Η βαρβαρότητα των φρικτών ωμοτήτων του πογκρόμ του Σεπτεμβρίου του 1955 και της περιόδου 1963-1964, σε συνδυασμό με την απροκάλυπτη παραβίαση ιδίως των κάθε είδους περιουσιακών δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, δείχνουν, εν προκειμένω, το πραγματικό πρόσωπο της Τουρκίας, η οποία δεν έχει διδαχθεί τίποτα από το απεχθές βάρβαρο παρελθόν της που «απαριθμεί» σειρά στυγερών Γενοκτονιών, συμπεριλαμβανομένων των Γενοκτονιών του Ελληνισμού του Πόντου και του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Τέλος, την «βύθιση» της Τουρκίας στον σουνιτικό ισλαμικό «φονταμενταλισμό» αναδεικνύει σήμερα και η προδήλως παράνομη και αυθαίρετη μετατροπή της Αγίας Σοφίας και της Μονής της Χώρας -Μνημείων της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO, κατά την Σύμβαση των Παρισίων του 1972- σε «τεμένη-τζαμιά».

Διαβάστε περισσότερα εδώ

πηγη news247.gr