Δευτέρα
23
Δεκέμβριος
TOP

Τα αυτοάνοσα νοσήματα προσβάλλουν την καρδιά, ιδίως στους νέους

Σοβαρό κίνδυνο να αναπτύξουν καρδιαγγειακά νοσήματα, έχουν όσοι πάσχουν από αυτοάνοσα νοσήματα. Ο κίνδυνος αυξάνεται όσο μικρότερη είναι η ηλικία κατά την οποία εμφανίζεται το αυτοάνοσο νόσημα, ενώ πολλαπλασιάζεται δραματικά, όταν ο ασθενής δεν πάσχει μόνο από ένα αυτοάνοσο, καθώς κάθε ένα τέτοιο νόσημα που προστίθεται, ανεβάζει τον κίνδυνο εκθετικά.

Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει μελέτη που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό The Lancet, από ερευνητές του τμήματος Δημόσιας Υγείας και Πρωτοβάθμιας Περίθαλψης του Λέβεν του Βελγίου, του τμήματος Ιατρικής του University College London και του Imperial College του Λονδίνου, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης και του Πανεπιστημίου της Γλασκόβης.

Οι ειδικοί χρησιμοποίησαν τα δεδομένα 22.009.375 ατόμων από το σύστημα υγείας της Μ. Βρετανίας και ξεχώρισαν 446.449 άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα και άλλα 2.102.830 άτομα χωρίς αυτοάνοσα νοσήματα ως ομάδα ελέγχου.

Στην ομάδα με τα αυτοάνοσα νοσήματα, η μέση ηλικία κατά τη διάγνωση ήταν 46,2 έτη. Οι 271.410 (60,8%) ήταν γυναίκες και οι 175.039 (39,2%), άνδρες. Από το σύνολο των συμμετεχόντων, τα 68.413 (15,3%) άτομα με αυτοάνοσα και τα 231.410 (11%) χωρίς αυτοάνοσα νοσήματα ανέπτυξαν επεισόδια καρδιαγγειακής νόσου σε διάστημα 2,7–10,8 ετών παρακολούθησης (κατά μέσο όρο 6,2 ετών). Το ποσοστό επίπτωσης της καρδιαγγειακής νόσου ήταν 23,3 συμβάντα ανά 1000 ασθενείς-έτη σε ασθενείς με αυτοάνοση νόσο και 15 συμβάντα ανά 1000 ασθενείς-έτη σε άτομα χωρίς αυτοάνοση νόσο (αναλογία κινδύνου 1,56).

Διαπιστώθηκε αυξημένος κίνδυνος καρδιαγγειακής νόσου σε ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα για κάθε μεμονωμένη καρδιαγγειακή νόσο, ο οποίος αυξανόταν προοδευτικά, ανάλογα με τον αριθμό των υπαρχόντων αυτοάνοσων νοσημάτων.

Συγκεκριμένα:

  • μία αυτοάνοση ασθένεια προκαλεί αύξηση κινδύνου κατά μέσο όρο 1,41 (δηλαδή 41% μεγαλύτερο από ότι οι άνθρωποι χωρίς αυτοάνοσο νόσημα), με εύρος από 1,37–1,45.
  • δύο ασθένειες: αύξηση κινδύνου 2,63 (δηλαδή 163%) με εύρος από 2,49–2,78,
  • τρεις ή περισσότερες ασθένειες: αύξηση κινδύνου 3,79 (δηλαδή 279%), με εύρος από 3,36–4,27.

Ο κίνδυνος είναι ακόμη μεγαλύτερος όταν η ηλικία είναι μικρή.

Συγκεκριμένα,

  • σε μικρότερες ηλικιακές ομάδες (κάτω των 45 ετών), ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου με αυτοάνοσο νόσημα φτάνει το 2,33 με εύρος από 2,16–2,51 (δηλαδή κίνδυνος μεγαλύτερος κατά 133%),
  • Σε ηλικίες μεταξύ 55–64 ετών ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου με αυτοάνοσο νόσημα φτάνει το 1,76 με εύρος από 1,67–1,85, δηλαδή είναι αυξημένος κατά 76% και
  • Σε ηλικίες πάνω από τα 75 έτη ο κίνδυνος καρδιαγγειακού επεισοδίου σε ασθενείς με αυτοάνοσο περιορίζεται στο 1,30 με εύρος από 1,24–1,36, δηλαδή μόλις 30% πάνω από το αυτοάνοσο νόσημα.

Τα πιο επικίνδυνα αυτοάνοσα

Μεταξύ των αυτοάνοσων νοσημάτων, το συστηματικό σκληρόδερμα (3,59 [2,81–4,59]), η νόσος του Addison (2,83 [1,96–4,09]), ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (2,82 [2,38– 3,33]), και ο διαβήτης τύπου 1 (2,36 [2,21–2,52]) είχαν τον υψηλότερο συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο.

Συνολικά στη μελέτη οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 19 αυτοάνοσα νοσήματα, όπως: νόσος του Addison, αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα, κοιλιοκάκη, διαβήτης τύπου 1, νόσος του Graves, θυρεοειδίτιδα Hashimoto, φλεγμονώδης νόσοι του εντέρου (περιλαμβάνονταν η νόσος του Crohn και η ελκώδης κολίτιδα), η σκλήρυνση κατά πλάκας, μυασθένεια Gravis, κακοήθης αναιμία, ρευματική πολυμυαλγία, πρωτοπαθής χολική κίρρωση, ψωρίαση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, σύνδρομο Sjögren, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, συστηματική σκλήρυνση (σκληρόδερμα), αγγειίτιδα (κροταφική, γιγαντοκυτταρική αρτηρίτιδα, οζώδης πολυαρτηρίτιδα κλπ) και της λεύκης.

Οι ασθένειες διερευνήθηκαν μεμονωμένα και συνδυαστικά μεταξύ τους, ενώ έγινε και διαχωρισμός των αυτοάνοσων σε νοσήματα του συνδετικού ιστού και ειδικών οργάνων. Για τις συνδυαστικές αναλύσεις χρησιμοποιήθηκε η πρώτη καταγεγραμμένη αυτοάνοση νόσος κάθε ατόμου.

Τα προβλήματα στην καρδιά

Όσον αφορά τα καρδιαγγειακά νοσήματα που εξετάστηκαν αφορούσαν τα εξής: ανεύρυσμα αορτής, κολπική μαρμαρυγή και πτερυγισμός, υπερκοιλιακές αρρυθμίες, νόσος του συστήματος αγωγιμότητας, καρδιακή ανεπάρκεια, ισχαιμική καρδιοπάθεια, μυοκαρδίτιδα και περικαρδίτιδα (μη λοιμώδους προέλευσης). περιφερική αρτηριακή νόσος, λοιμώδης ενδοκαρδίτιδα, εγκεφαλικό επεισόδιο (ισχαιμικό και αιμορραγικό) ή παροδικό ισχαιμικό επεισόδιο, διαταραχές των βαλβίδων (εκτός συγγενών και ρευματικών) και φλεβική θρομβοεμβολή ή πνευμονική εμβολή.

Κατά τον έλεγχο των καρδιαγγειακών νοσημάτων διερευνήθηκε το πρώτο καρδιαγγειακό νόσημα που εμφανίστηκε, θανατηφόρο ή μη (η διερεύνηση έγινε από τα πιστοποιητικά σε κάθε βαθμίδα του συστήματος υγείας – πρωτοβάθμια ή δευτεροβάθμια), και στη συνέχεια ακολούθησε συνδυαστική ανάλυση με το αυτοάνοσο.

Καρδιακό επεισόδια τουλάχιστον δυο χρόνια νωρίτερα

Δεν υπήρχε διαφορά στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου μεταξύ ανδρών και γυναικών, ή ανά ημερολογιακό έτος.

Αν και ο υπερβολικός κίνδυνος μετριάστηκε με τον μεγαλύτερο χρόνο παρακολούθησης, αυτή η εξασθένηση ήταν μόνο μικρή καθώς ο κίνδυνος στο ένα έτος έπεσε μόλις στο 1,60, δηλαδή στο 60%, ενώ δεν υπήρξε σημαντική διαφορά και κατά την παρακολούθηση για 5, 10 και 15 έτη, όπου ο δείκτης κινδύνου περιορίστηκε στο 1,49, 1,44 και 1,48, αντίστοιχα.

Από όσους ανέπτυξαν καρδιαγγειακή νόσο, οι ασθενείς με αυτοάνοσο νόσημα προσβλήθηκαν σε σημαντικά μικρότερη ηλικία από ό,τι εκείνοι χωρίς αυτοάνοσο  και συγκεκριμένα στα 67,7 έτη κατά μέσο όρο, έναντι 70,4 ετών, αντίστοιχα, με τον κίνδυνο καρδιακής ασθένειας πριν τα 65 έτη να φτάνει το 1,97, δηλαδή να διπλασιάζεται σχεδόν σε σχέση με αυτούς που δεν έχουν κάποιο αυτοάνοσο.

Το 9,3% των ασθενών με αυτοάνοσο και συγκεκριμένα οι 41.902 ασθενείς έπασχαν από δύο ή περισσότερες αυτοάνοσες ασθένειες, με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής ασθένειας να αυξάνεται ανάλογα με τον αριθμό των αυτοάνοσων νοσημάτων από τα οποία έπασχαν.

Στις αναλύσεις ευαισθησίας που πραγματοποιήθηκαν, οι παραδοσιακοί παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν τα αποτελέσματα που παρατηρήθηκαν. Μάλιστα η προσαρμογή για την αρτηριακή πίεση, το κάπνισμα, τον ΔΜΣ, τη χοληστερόλη και τον διαβήτη τύπου 2, μείωσε ελαφρώς μόνο τον υπερβολικό κίνδυνο που σχετίζεται με την αυτοάνοση νόσο.

Οι αναλύσεις ευαισθησίας έδειξαν επίσης ότι οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είχαν αυξημένο κίνδυνο εισαγωγών στο νοσοκομείο και θνησιμότητας από καρδιαγγειακά αίτια σε σύγκριση με άτομα χωρίς αυτοάνοση νόσο.

Από το σύνολο των 22.009.375 ατόμων που αποτελούσαν την ομάδα του γενικού πληθυσμού, τα 2.834.671 άτομα (δηλαδή το 12,8%) εμφάνισαν ένα πρώτο καρδιαγγειακό συμβάν κατά την περίοδο της μελέτης. Μεταξύ αυτών, οι 596.960 (21,1%) είχαν ιστορικό αυτοάνοσων νοσημάτων (οποιαδήποτε από τις 19 αυτοάνοσες ασθένειες που ερευνήθηκαν σε αυτή τη μελέτη) και το κλάσμα των καρδιαγγειακών παθήσεων στο γενικό πληθυσμό που αποδόθηκε σε αυτοάνοσα νοσήματα ήταν 6,3 %.

Οι ερευνητές επεσήμαναν πως αυτά τα ευρήματα δικαιολογούν στοχευμένα μέτρα καρδιαγγειακής πρόληψης, ιδιαίτερα σε νεότερους ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα, και περαιτέρω έρευνα για τους παθοφυσιολογικούς μηχανισμούς που βρίσκονται πίσω από αυτές τις επιπλοκές.

Πηγή: in.gr