Σάββατο
14
Δεκέμβριος
TOP

Τέμπη: αυτό το έγκλημα δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει ατιμώρητο

Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου

Λίγα γεγονότα στη ζωή μου με έχουν συγκλονίσει τόσο όσο η εικόνα που αντίκρυσα στα Τέμπη λίγες ώρες μετά το δυστύχημα.

Τοπίο θανάτου και καταστροφής, μυρωδιά καμένης ανθρώπινης σάρκας και θανάτου που ένιωθες να μπαίνει μέσα σου από κάθε πόρο.

Και η σκέψη που έκανα τότε ήταν ότι αυτό δεν ήταν ένα «δυστύχημα».

Ήταν ένα μεγάλο έγκλημα με πλήθος ενόχους.

Τα Τέμπη ήταν με έναν τρόπο το φρικτό έγκλημα μιας πολιτικής τάξης που υποστήριξε, σε διάφορες κυβερνητικές παραλλαγές, ότι παρήγαγε «έργο», ενώ στην πραγματικότητα την ένοιαζε απλώς να μοιράζει «έργα», να δείχνει μακέτες, αδιαφορώντας για το εάν αυτά ολοκληρώνονταν, τηρούνταν οι προδιαγραφές, έκαναν όντως τη δουλειά τους, συντηρούνταν.

Έργα, όπως αυτό της αναβάθμισης των σιδηροδρόμων, που κατέληγαν μια μαύρη τρύπα εξόδων και χρέους, αλλά και ένα πάρτι εκατομμυρίων και μίζας από τους αναδόχους.

Με αποτέλεσμα τα ταξίδια με το τρένο να είναι «πάμε και όπου βγει». Με γραμμές χωρίς φωτοσήμανση, χωρίς σύστημα παρακολούθησης της θέσης των τρένων, χωρίς τηλεδιοίκηση, χωρίς αποτελεσματικά συστήματα επικοινωνίας. Όλα αυτά εν αγνοία φυσικά των επιβατών, που άκουσαν μάλιστα τον αρμόδιο υπουργό να ενίσταται και να προσβάλλεται όταν τέθηκε ζήτημα ασφάλειας των τρένων, μόλις λίγες ώρες πριν την τραγωδία στα Τέμπη.

Πράγμα που σημαίνει ότι όχι, δεν ήταν το «ανθρώπινο λάθος» αυτό που προκάλεσε το δυστύχημα.

Γιατί η έννοια ενός ασφαλούς συστήματος είναι ακριβώς ένα σύστημα που να εξασφαλίζει ότι ακόμη και εάν υπάρξει λάθος αυτό δεν θα έχει επιπτώσεις.

Ενώ ο ελληνικός σιδηρόδρομος λειτουργούσε με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο: ως ένα ανασφαλές σύστημα, χωρίς αναγκαίες υποδομές και με έναν τρόπο λειτουργίας που σήμαινε ότι το παραμικρό λάθος θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια τραγωδία.

Όπως και έγινε. Ήταν λοιπόν ένα προαναγγελθέν έγκλημα και ως τέτοιο πρέπει να αντιμετωπιστεί και να τιμωρηθεί, χωρίς καμία συγκάλυψη και ανίερους συμψηφισμούς.

Οι υπεύθυνοι είναι πολλοί. Και πρέπει να λογοδοτήσουν.

Αυτοί που τόσα χρόνια δεν φρόντισαν να ολοκληρωθούν τα έργα και τα άφηναν να εξελίσσονται σε «αμαρτωλές συμβάσεις».

Αυτοί που έβγαιναν και έλεγαν ότι όλα πάνε καλά αδιαφορώντας για τους πραγματικούς κινδύνους που υπήρχαν.

Αυτοί που διαφήμιζαν υψηλές ταχύτητες στα τρένα σε ένα δίκτυο που απλώς δεν μπορούσε να τις υποστηρίξει.

Αυτοί που δεν φρόντισαν να υπάρξουν πρωτόκολλα και επιπλέον μέτρα ασφαλείας ώστε τουλάχιστον να αποτρέπονται τα ατυχήματα.

Αυτοί που όταν έγινε το ατύχημα επί της ουσίας είπαν «εμείς δεν φταίμε, ήταν “ανθρώπινο λάθος” ».

Αυτοί που έκαναν ό,τι μπορούσαν ώστε το δυστύχημα να μην μπορεί να διερευνηθεί ως προς κρίσιμες πλευρές, καταστρέφοντας με τις επιλογές τους πολύτιμα αποκαλυπτικά στοιχεία.

Αυτοί που παραιτήθηκαν υποκριτικά, αλλά μετά διεκδίκησαν να συνεχίσουν την πολιτική καριέρα τους και αντιμετώπισαν την κάλπη ως «κολυμπήθρα του Σιλωάμ».

Αυτοί που μετέτρεψαν μια εξεταστική επιτροπή σε ένα μεγάλο πλυντήριο συγκάλυψης.

Όσοι νομίζουν ότι η ελληνική κοινωνία έχει ξεχάσει το έγκλημα, ή ότι το «41%» αποτελεί και συγχωροχάρτι, είναι τραγικά γελασμένοι.

Οι χιλιάδες κόσμου που κατέβηκαν τότε στους δρόμους, στην πλειοψηφία τους νέοι -και αυτό πρέπει να σταθμιστεί διαφορετικά- παραμένουν οργισμένοι και εξακολουθούν να απαιτούν απαντήσεις, απόδοση ευθυνών και τιμωρία των ενόχων, χειροπιαστές διασφαλίσεις ότι κάτι τέτοιο δεν θα επαναληφθεί. Τίποτα δεν έχει γίνει ένα χρόνο μετά.

Όποιος αφήνει να εννοηθεί -δυστυχώς διατυπώθηκε ακόμη και από υπουργικά χείλη- ότι ο κόσμος ξέχασε και αδιαφορεί, βουλιάζοντας ο καθένας στο μικρόκοσμό του και στα σοβαρά προβλήματα της καθημερινότητας, προσβάλει την κοινωνία και τη θυμώνει ακόμη περισσότερο. Ενδεικτική η στήριξη στις οικογένειες των θυμάτων που δίνουν το δικό τους αγώνα για να υπάρξει ουσιαστική διερεύνηση του εγκλήματος και πραγματική δικαιοσύνη.

Η οργή δεν θα κοπάσει εύκολα, έγραφα και επιμένω, γιατί κανείς δεν μπορεί να ανεχθεί να τον θεωρούν αναλώσιμο και παράπλευρη απώλεια, και το σύνθημα «τα κέρδη τους ή οι ζωές μας» έρχεται συνεχώς στο προσκήνιο για σειρά λόγων.

Η κοινωνία δεν έχει ξεχάσει το έγκλημα των Τεμπών και δεν έχει συγχωρήσει κανέναν.

πηγή: www.in.gr