«Το ξέπλυμα χρήματος αντιπροσωπεύει ένα σοβαρό πρόβλημα για τη χώρα μας», είχε δηλώσει το καλοκαίρι του 2019 ο υπουργός Οικονομικών και στέλεχος των συγκυβερνώντων Σοσιαλδημοκρατών, Όλαφ Σολτς. Είχε προσθέσει δε ότι η Γερμανία θα έπρεπε να επιβάλλει «τα υψηλότερα πρότυπα διεθνώς για την καταπολέμηση» αυτής της μάστιγας.
Σημειώνεται πως ο «τζίρος» αυτής της δραστηριότητας στη Γερμανία υπολογίζεται σε περίπου 100 δισ. ευρώ ετησίως – δηλαδή, πάνω από το μισό ΑΕΠ της Ελλάδας! Παρά δε το γεγονός ότι το παραπάνω ποσό δεν κατατάσσει τη χώρα στις κορυφαίες παγκοσμίως στην πυραμίδα του ξεπλύματος, «πρόκειται για ένα ιδιαιτέρως επώδυνο νούμερο για μια από τις ηγετικές οικονομίες του πλανήτη», όπως διαπίστωνε σε πρόσφατο σχόλιό του στην Handelsblatt ο Μίκαελ Μάις.
Τι έκανε, λοιπόν, η κυβέρνηση του Βερολίνου στον ενάμιση και πλέον χρόνο που μεσολάβησε από εκείνες τις δηλώσεις; Απολύτως τίποτα, είναι η απάντηση. Για του λόγου το αληθές, στις 3 Δεκεμβρίου παρήλθε άκαρπη και η διορία που είχε δοθεί από την ΕΕ τον Οκτώβριο του 2018, για την ενσωμάτωση της σχετικής οδηγίας της στην εθνική νομοθεσία.
Το επόμενο ερώτημα είναι προφανές: Τι προτίθεται να κάνει πριν τις εκλογές του ερχόμενου φθινοπώρου; Επίσης τίποτα, όπως φαίνεται, μιας και θα επικαλεστεί διάφορες δικαιολογίες (ανάμεσά τους και τις ιδιαίτερες συνθήκες που επιβάλει η πανδημία) για να πετάξει την «καυτή πατάτα» στην διάδοχό της.
Εθνικό φιάσκο
Όπως διαπιστώνουν οι Μάρτιν Γκράιβε και Γιαν Χίλντεμπραντ στο εξαιρετικά διαφωτιστικό ρεπορτάζ τους στην ίδια εφημερίδα, επικαλούμενοι μια εμπιστευτική έκθεση της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ελέγχου, «τόσο οι ομοσπονδιακές αρχές όσο και τα κρατίδια δεν έχουν σε καμία περίπτωση θέσει υπό έλεγχο το πρόβλημα».
Ήδη, για του λόγου το αληθές, οι αναφορές για περιστατικά «ξεπλύματος» στη διάρκεια του 2019 είχαν αυξηθεί κατά 50% σε σύγκριση με το αμέσως προηγούμενο έτος, όπως προκύπτει από την αναφορά της Financial Intelligence Unit (FIU) – η οποία έκανε λόγο για 355.000 ύποπτες συναλλαγές.
Πρέπει να σημειωθεί, επίσης, πως εκτός από τον χρηματοπιστωτικό κλάδο, η έκθεση εντοπίζει και άλλους που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία. Σε αυτούς περιλαμβάνονται η αγορά ακινήτων και αυτοκινήτων, καθώς και το εμπόριο έργων τέχνης – με το ποσό να φτάνει στα περίπου 30 δισ. ευρώ ετησίως (το 30% του συνόλου, δηλαδή). Σε αυτούς, μάλιστα, ο αριθμός των υπό διερεύνηση υποθέσεων έφτασε πέρυσι τις 28.000, έναντι μόλις 1.500 το 2019, κάτι που σημαίνει ότι σχεδόν εικοσαπλασιάστηκε!
«Δεν υφίσταται ουδεμία εποπτεία στο ξέπλυμα χρήματος», σημειώνει η έκθεση, η οποία απαιτεί τη λήψη δραστικών μέτρων. Ανάμεσά τους είναι και η συγκρότηση μιας νέας αρχής, καθώς και η επιβολή ανώτατου ορίου για τις συναλλαγές με μετρητά. Παράλληλα, ζητείται η άμεση ενίσχυση των ελεγκτικών αρχών με «επαρκείς ανθρώπινους πόρους». Στην περίπτωση δε που τα κρατίδια δεν ανταποκριθούν, τότε θα μπορούσε να καταστεί αναγκαία «η μεταφορά της εποπτείας στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση» – κάτι που, ενδεχομένως, να προκαλέσει εσωτερικές τριβές.
Πλαφόν στις συναλλαγές με μετρητά
Όσον αφορά στην επιβολή πλαφόν στις συναλλαγές με μετρητά, εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο είναι απολύτως αναγκαίο, μιας και «αποτελεί μια σημαντική συμβολή στην προσπάθεια καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας». Προτείνεται δε αυτό να οριστεί στα 5.000 ευρώ – όταν στην Ιταλία είναι τα 3.000 ευρώ, ενώ στη Γαλλία τα 1.000 ευρώ για τους πολίτες της χώρας και τα 10.000 για αλλοδαπούς.
Εδώ, ωστόσο, όπως τονίζει το ρεπορτάζ, ανακύπτει ένα επιπλέον σημαντικό πρόβλημα: Η αγάπη που τρέφουν οι Γερμανοί για τα «μετρητά» και η καχυποψία τους ότι κάθε επιβολή ορίου έχει τελικώς στόχο να τους υποχρεώσει να συναλλάσσονται αποκλειστικά με ηλεκτρονικές μορφές.
Με βάση όλα τα παραπάνω, μάλλον είχε δίκιο ο Μάις όταν διαπίστωνε πως «οι εγκληματίες δεν πρέπει να ανησυχήσουν μήπως αναγκαστούν να εγκαταλείψουν σύντομα τον γερμανικό παράδεισο του ξεπλύματος χρήματος»…
www.in.gr