Επτά σημεία – νομικά και πραγματολογικά – ενόψει της συζήτησης στη Βουλή για την κύρωση της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου, επισημαίνει ο Ευάγγελος Βενιζέλος με άρθρο του στην προσωπική του ιστοσελίδα, προκειμένου, όπως αναφέρει, η “κυβέρνηση να προβεί, αν το θεωρεί αναγκαίο και εφικτό, σε σχετικές δηλώσεις εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας.”
Αναλυτικά, στο άρθρο του ο κ. Βενιζέλος αναφέρει τα εξής:
“Δηλώσεις που θα ήταν σκόπιμο να κάνει η Κυβέρνηση εξ ονόματος της Ελληνικής Δημοκρατίας στη διαδικασία κύρωσης της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου και της συμφωνίας Ελλάδας -Ιταλίας
Την πολιτική και νομική μου εκτίμηση ως προς τη συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου της 6ης Αυγούστου 2020 για τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ, σε σχέση με τη συνολική στρατηγική που πρέπει να διαμορφώσει η χώρα, τη διατύπωσα στο άρθρο μου με τίτλο “Οριοθετημένος διάλογος για την οριοθέτηση” που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής 9 Αυγούστου 2020 και στο άρθρο μου με τον τίτλο “Στρατηγικός ειρμός” που δημοσιεύθηκε στο Βήμα της Κυριακής 15-16 Αυγούστου 2020. Την πολιτική και νομική μου εκτίμηση ως προς τη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας τη διατύπωσα στο άρθρο μου με τίτλο “Οριοθετήσεις” στην Καθημερινή της Κυριακής 14 Ιουνίου 2020.
Ενόψει της συζήτησης στη Βουλή για την κύρωση της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου, θεωρώ χρήσιμο να υπογραμμίσω επτά σημεία – νομικά και πραγματολογικά – που θεωρώ ιδιαίτερα κρίσιμα, προκειμένου η Ελληνική Κυβέρνηση να προβεί, αν το θεωρεί αναγκαίο και εφικτό, σε σχετικές δηλώσεις εκ μέρους της Ελληνικής Δημοκρατίας. Προσθέτω στο τέλος ένα σημείο που αφορά τη συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας.
1. Ούτε στο προοίμιο ούτε στα άρθρα της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου γίνεται αναφορά στις αρχές που διέπουν την οριοθέτηση και ιδίως στους κανόνες της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής και της πλήρους επήρειας των νησιών. Περιλαμβάνεται μόνο γενική αναφορά αναγνώρισης της Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS/ ΔΣΔΘ). Πρέπει να τονισθεί ως κρίσιμο συγκριτικό στοιχείο ότι στη συμφωνία Κύπρου – Αιγύπτου του 2003 για την οριοθέτηση της ΑΟΖ γίνεται στο άρθρο 1 ρητή και πανηγυρική αναφορά στον κανόνα της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής με βάση τον οποίο συντελέσθηκε η οριοθέτηση. Η δε Κύπρος ως νήσος – κράτος έχει πλήρη επήρεια, παρότι το μήκος των αιγυπτιακών ακτών είναι πολύ μεγαλύτερο. Οι εφαρμοζόμενοι στην πράξη κανόνες που διέπουν την ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία μπορούν να συναχθούν από τη γεωγραφική και γεωμετρική ανάλυση του αποτελέσματος της μερικής οριοθέτησης επί του χάρτου, ώστε να φανεί πώς χαράχθηκε η οριοθετική γραμμή και ποιος βαθμός επήρειας, ποιων νησιών και ποιων ακτών ελήφθη υπόψη. Οι κανόνες που εξ αποτελέσματος εφαρμόστηκαν στη συμφωνία Ελλάδος – Αιγύπτου έχουν προφανώς σημασία για τη συγκρότηση και την πειστικότητα των ελληνικών θέσεων σε διαπραγματεύσεις ή δικαστική κρίση για την οριοθέτηση με άλλες χώρες στην ίδια περιοχή. Η ρητή αναφορά στους κανόνες αυτούς και η αιτιολόγηση του τρόπου εφαρμογής τους στη συγκεκριμένη διμερή συμφωνία, κατά τη συζήτηση του σχετικού κυρωτικού νόμου στη Βουλή, θα αποσαφηνίσει σημεία κρίσιμα για μελλοντικές οριοθετήσεις με άλλες χώρες, δηλαδή με την Τουρκία και τη Λιβύη.
2. Η συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου έχει ως αντικείμενο τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ χωρίς καμία αναφορά στην έννοια της υφαλοκρηπίδας που ισχύει Ipso facto και ab initio, χωρίς να απαιτείται ανακήρυξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακριβώς για τον λόγο αυτό στις NAVTEX που εκδίδει η Ελλάδα ( πχ στις 10.8.2020 ), ιδίως σε απάντηση NAVTEX της Τουρκίας για την περιοχή των απώτερων ορίων της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ που αντιστοιχούν στην πλήρη επήρεια του νησιωτικού συγκροτήματος Καστελλόριζου, γίνεται επίκληση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην υφαλοκρηπίδα και όχι στην ΑΟΖ. Η έλλειψη κάθε αναφοράς στην υφαλοκρηπίδα θα ήταν χρήσιμο να δηλωθεί ότι οφείλεται στο γεγονός ότι σε θάλασσες όπως η Μεσόγειος η έκταση και τα όρια της υφαλοκρηπίδας ταυτίζονται με αυτά της ΑΟΖ, η δε υφαλοκρηπίδα, όπως σημειώθηκε, ισχύει ipso facto και ab initio. Επιπλέον, όπως συμβαίνει και με τη συμφωνία Κύπρου – Αιγύπτου που αφορά μόνο την οριοθέτηση ΑΟΖ, περιλαμβάνεται ρητή αναφορά της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας σε θέματα που αφορούν λεκάνες υδρογονανθράκων, θέματα που εμπίπτουν στα δικαιώματα του παράκτιου κράτους επί της ΑΟΖ του σύμφωνα με το άρθρο 56 ΔΣΔΘ.
3. Η ανακήρυξη της ΑΟΖ της Ελληνικής Δημοκρατίας στην οριοθετημένη με την συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου περιοχή γίνεται απευθείας εκ του νόμου με το άρθρο δεύτερο του κυρωτικού νόμου. Εφαρμόζεται συνεπώς η πρακτική της τμηματικής ανακήρυξης της ΑΟΖ σε περιοχές όπου ήδη υπάρχει οριοθέτηση. Πρακτική που ακολουθείται και στην περίπτωση της συμφωνίας με την Ιταλία όπου προηγείται η οριοθέτηση και ακολουθεί η ανακήρυξη που συνδέεται και με προϋποθέσεις προβλεπόμενες στην κοινή πολιτική δήλωση που έγινε ταυτόχρονα με την υπογραφή της συμφωνίας. Οι προϋποθέσεις αυτές αφορούν την προσαρμογή των ορίων των οικοπέδων ( blocks ) που η Ελλάδα έχει χωροθετήσει στο Ιόνιο για έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων. Προφανώς για τον λόγο αυτό ενώ η τμηματική ανακήρυξη της ΑΟΖ στην περιοχή που οριοθετήθηκε με την Αίγυπτο γίνεται απευθείας με τον κυρωτικό νόμο, η ανακήρυξη της ΑΟΖ στην περιοχή που οριοθετήθηκε με την Ιταλία και ταυτίζεται με την οριοθετημένη από το 1977 υφαλοκρηπίδα δεν γίνεται απευθείας με τον κυρωτικό νόμο αλλά θα γίνει με Προεδρικό Διάταγμα που θα εκδοθεί μετά τη θέση σε ισχύ της συμφωνίας, δηλαδή μετά την επικύρωσή της κατά τους όρους του Διεθνούς Δικαίου. Είναι συνεπώς χρήσιμο να αποσαφηνίσει ρητά η Κυβέρνηση ότι η Ελλάδα ακολουθεί την πρακτική αυτή που και στις δυο παραλλαγές της ( μια με Αίγυπτο και μια με Ιταλία) εναρμονίζεται με τις ρυθμίσεις της ΔΣΔΘ.
4. Η συμφωνία με την Αίγυπτο συνάπτεται ενώ αυτή έχει χωρικά ύδατα 12 και η Ελλάδα 6 ν.μ. χωρίς ρητή πρόβλεψη ότι η Ελλάδα μπορεί να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα. Βεβαίως η επέκταση των χωρικών υδάτων μέχρι τα 12 ν.μ. συνιστά άσκηση κυριαρχίας και δεν εξαρτάται από τη συναίνεση άλλου κράτους. Αυτό παρότι αυτονόητο καλό είναι να δηλωθεί, ιδίως όταν σχεδόν όλες οι άλλες χώρες στη Μεσόγειο – όχι η Τουρκία – έχουν χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Είναι πλέον παράδοξο στη Μεσόγειο η Ελλάδα και η Τουρκία να παραμένουν στα 6 ν.μ. όταν οι άλλες γειτονικές προς την Ελλάδα χώρες βρίσκονται με χωρικά ύδατα 12 ν.μ. Η δήλωση που προτείνω είναι επιπλέον χρήσιμη γιατί υποστηρίζεται ( και από τον Χρ. Ροζάκη, Καθημερινή, 24.2.2020 ) η άποψη ότι μετά την οριοθέτηση της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας δεν μπορεί να επεκταθούν τα χωρικά ύδατα αντισυμβαλλόμενης χώρας. Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή, αλλά δεν μπορεί να την αγνοήσουμε. Αξίζει να σημειωθεί ότι η επίσης εισαγόμενη προς κύρωση συμφωνία Ελλάδας – Ιταλίας για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στις οποίες οι δυο χώρες ασκούν κυριαρχικά δικαιώματα ή δικαιοδοσία, πρακτικά δηλαδή της ΑΟΖ, συνοδεύεται από κοινή πρόταση των δυο χωρών μελών της ΕΕ για την τροποποίηση του αλιευτικού κανονισμού της ΕΕ στην οποία περιλαμβάνεται η πρόβλεψη για επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. αναγνωριζομένων των παραδοσιακών ιταλικών αλιευτικών δικαιωμάτων για ορισμένα είδη εντός των ελληνικών χωρικών υδάτων.
5. Κατά το άρθρο 1 (α) της συμφωνίας Ελλάδας – Αιγύπτου για μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ προβλέπεται ότι: “Η ολοκλήρωση της οριοθέτησης θα λάβει χώρα, όπου αρμόζει, μέσω διαβουλεύσεων μεταξύ των δυο Μερών πέραν του σημείου (Α) και του σημείου ( Ε), σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο”. Στο άρθρο 1 (δ) όμως προβλέπεται ότι οι γεωγραφικές συντεταγμένες του σημείου Ε με προέκταση προς τα Δυτικά ή του σημείου Α με προέκταση προς τα Ανατολικά μπορεί να αναθεωρηθούν με συμφωνία Ελλάδας – Αιγύπτου, σε περίπτωση οριοθέτησης με “αλλά ενδιαφερόμενα γειτονικά κράτη”. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να διαμορφωθούν “τριεθνή” σημεία προς τα Δυτικά με τη Λιβύη και προς τα Ανατολικά με την Τουρκία, αν η Ελλάδα ή η Αίγυπτος προβούν σε παρόμοια οριοθέτηση. Αυτό μπορεί να αφορά και την Κύπρο, αν δεν ληφθεί καθόλου υπόψη η επήρεια των τουρκικών ηπειρωτικών ακτών και ληφθεί αντιθέτως υπόψη πλήρης επήρεια της Στρογγύλης. Συνεπώς η πρόβλεψη του άρθρου 1 (α) για τη δυνατότητα ολοκλήρωσης της μερικής ελληνοαιγυπτιακής οριοθέτησης είναι γενική και παραπέμπει σε απροσδιόριστο μελλοντικό σημείο , ενώ η συγκεκριμένη πρόβλεψη του άρθρου 1 (δ) μπορεί να δώσει την εντύπωση ότι οι τουρκικοί ισχυρισμοί Ανατολικά του 28ου μεσημβρινού λαμβάνονται υπόψη, γιαυτό ίσως η απάντηση της Αιγύπτου στην τουρκική αντίδραση ήταν : “περιμένετε να δείτε το κείμενο της συμφωνίας”. Πρέπει συνεπώς και κατά την κοινοβουλευτική συζήτηση να αποσαφηνιστεί ότι η Ελλάδα διατηρεί ενεργά τα υπό οριοθέτηση κυριαρχικά δικαιώματά της και Ανατολικά του 28ου (ακριβέστερα του 27ου και 59´) μεσημβρινού στο πλαίσιο βεβαίως της ΔΣΔΘ και της σχετικής διεθνούς νομολογίας.
6. Ο συνδυασμό του μόλις αναφερθέντος άρθρου 1 (δ) με το άρθρο 1(ε) μπορεί να αφήνει το ενδεχόμενο η Αίγυπτος και η Τουρκία να οριοθετήσουν μεταξύ τους Ανατολικά του 28ου μεσημβρινού ( όπου και το συγκρότημα Καστελλόριζου ) με μόνη υποχρέωση της Αιγύπτου να ενημερώσει την Ελλάδα και να διαβουλευθεί με αυτή. Χωρίς όμως να είναι αναγκαία η συμφωνία της Ελλάδας, εφόσον δεν θα μεταβληθούν οι γεωγραφικές συντεταγμένες του σημείου (Α). Είναι συνεπώς χρήσιμο να μεταφερθούν στην κοινοβουλευτική συζήτηση τυχόν δεσμεύσεις που ανέλαβε η Αίγυπτος έναντι της Ελλάδας ή τυχόν συναντίληψη για τη συμπεριφορά της στο θέμα αυτό.
7. Η ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία προβλέπει στο άρθρο 3 ότι κάθε διαφορά ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της θα επιλύεται “μέσω της διπλωματικής οδού σε πνεύμα κατανόησης και συνεργασίας”. Δεν περιέχει συνεπώς ρήτρα προσφυγής ούτε σε διαιτησία ούτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Αντιθέτως η εισαγόμενη επίσης προς κύρωση ελληνοϊταλική συμφωνία προβλέπει στο άρθρο 4 ότι αν οι διπλωματικές προσπάθειες δεν ευδοκιμήσουν μετά από τέσσερεις μήνες, θεμελιώνεται δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, εκτός και αν τα μέρη συμφωνήσουν από κοινού την προσφυγή σε άλλο όργανο. Επίσης η συμφωνία Κύπρου – Αιγύπτου του 2003 προβλέπει τελικά προσφυγή σε διαιτησία. Η “κατανόηση και η συνεργασία” μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου έχει ιστορικό βάθος και προοπτική, αυτό όμως ισχύει προφανώς και μεταξύ δυο κρατών μελών της ΕΕ όπως η Ελλάδα και η Ιταλία που πρόβλεψαν ρήτρα δικαιοδοσίας του ΔΔΧ. Είναι συνεπώς χρήσιμο να αποσαφηνισθεί τι θα συμβεί αν είναι ατελέσφορες για μακρύ χρόνο οι διπλωματικές διαβουλεύσεις σε περίπτωση διαφωνίας ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή της ελληνοαιγυπτιακής συμφωνίας. Ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι η Ελλάδα αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην προσφυγή στο ΔΔΧ όταν δεν επιτυγχάνεται συμφωνία οριοθέτησης. Βεβαίως εδώ πρόκειται για διαφορά περί την ερμηνεία και εφαρμογή της συμφωνίας και όχι για την οριοθέτηση καθεαυτήν, αλλά αυτή την περίπτωση ρυθμίζουν και οι συμφωνίες Κύπρου – Αιγύπτου και Ελλάδας – Ιταλίας που προαναφέρθηκαν.
7+1. Επαναφέρω, τέλος, τη σκέψη που διατύπωσα ( Καθημερινή της Κυριακής 14.6.2020) για τη συμφωνία Ελλάδας -Ιταλίας, ότι θα ήταν ενδεχομένως σκόπιμο να δηλωθεί στη φάση της κύρωσης ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε για την οριοθέτηση της ΑΟΖ, την οριογραμμή της συμφωνίας του 1977 για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας ανεξαρτήτως των προβλέψεων της μεταγενέστερης ( ισχύουσας μετά το 1994 ) Διεθνούς Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως αυτή ερμηνεύεται από τη διεθνή νομολογία, για τα κριτήρια της οριοθέτησης, γιατί σέβεται την αρχή Pacta Sunt Servanda μεταξύ μάλιστα χωρών φίλων και εταίρων στην ΕΕ.
πηγή: capital.gr