Αν και στο συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας την περασμένη Δευτέρα 19 Ιουλίου δεν πάρθηκε κάποια σχετική απόφαση, ως γνωστόν η Ελλάδα κατέθεσε αίτημα για την παροχή οικονομικής συνδρομής από την Κομισιόν, προκειμένου να πληρώσει η χώρα έκτακτη ενίσχυση σε παραγωγούς ελαιολάδου και επιτραπέζιων ελιών, αφού σύμφωνα με το σχετικό υπόμνημα, η ακαρπία εξαιτίας των παγετών του πρώτου εξαμήνου του έτους, αναμένεται να προκαλέσει απώλεια ελαιοκάρπου από 70% έως 90% στα βασικότερα παραγωγικά κέντρα της χώρας.
Όπως αναφέρεται, στο σχετικό ενημερωτικό σημείωμα, «μεταξύ Φεβρουαρίου και Απριλίου 2021, η Ελλάδα επλήγη από αρκετές περιόδους παγετού, οι οποίες είχαν ιδιαίτερο αντίκτυπο στα ελαιόδεντρα. Αυτό θα οδηγήσει σε δραματική μείωση της παραγωγής ελιών και ελαιολάδου στις ελαιοπαραγωγικές περιοχές, ιδίως της Κρήτης, της Λέσβου, της Χαλκιδικής, της Εύβοιας, της Νότιας Πελοποννήσου και της Φωκίδας. Ως εκ τούτου, η αντιπροσωπεία ζήτησε την έγκριση οικονομικής βοήθειας προς την Ελλάδα για τη στήριξη των παραγωγών επιτραπέζιων ελιών και ελαιολάδου στις πληγείσες περιοχές, που λόγω της ακαρπίας αναμένεται να δουν σημαντική μείωση του εισοδήματός τους». Αξίζει να σημειωθεί εδώ, ότι στο υπόμνημα δεν γίνεται αναφορά στην εκλογική περιφέρεια του υπουργού Σπήλιου Λιβανού, το νομό Αιτωλοακαρνανίας που διατηρεί ηγετική θέση στην παραγωγή επιτραπέζιων ελιών, κάτι που σχολιάστηκε αρνητικά από τους συντοπίτες του. Ενδέχεται ο υπουργός να έπραξε έτσι σε μια προσπάθεια να αποφύγει την κακοπροαίρετη κριτική, ότι ζητά ενίσχυση προς όφελος της ιδιαίτερης πατρίδας του, κάτι που θα μείωνε την κίνηση, ωστόσο αυτό είναι μια απλή εικασία.
Σε κάθε περίπτωση, παρά τη βαρύτητα του αιτήματος που κατέθεσε η χώρα, δεν εκπροσωπήθηκε από τα αρμόδια στελέχη της Βάθη, ελέω περιοδείας του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στην Τρίπολη, στην οποία παρευρέθηκε σύσσωμο το προσωπικό του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης.
Από την πλευρά του, ο επίτροπος Γεωργίας, Γιάνουζ Βοϊτσεχόφσκι, ενέταξε όλα τα αιτήματα οικονομικής ενίσχυσης που κατέφθασαν στο Συμβούλιο, με αιχμή τις φονικές πλημμύρες της περασμένης εβδομάδας σε Γερμανία, Βέλγιο, Ολλανδία υπό την ίδια ομπρέλα, υποστηρίζοντας ότι η Κομισιόν είναι πρόθυμη να ενεργοποιήσει όλα τα διαθέσιμα χρηματοδοτικά εργαλεία που προβλέπει ο κοινοτικός κανονισμός.
Πάντως αναμένεται ότι από το φθινόπωρο το ζήτημα των οικονομικών ενισχύσεων θα επανέλθει στις συναντήσεις των υπουργών Γεωργίας, αφού οι καταστροφές στην αγροτική παραγωγή της ΕΕ είναι πολλές φέτος τόσο στα μεσογειακά κράτη, όσο και βορειότερα.
Την ίδια στιγμή, στα θεσμικά όργανα της Ευρώπης φτάνει πλέον και το ζήτημα με την υπέρμετρη αύξηση του κόστους των ζωοτροφών, με την Κομισιόν να ανατρέχει τώρα στα κανονιστικά κείμενα αναζητώντας περιθώρια έκτακτης στήριξης του κλάδου, όσο οι κτηνοτρόφοι καλούνται να πληρώσουν από την τσέπη τους την έντονη μεταβλητότητα στις διεθνείς αγορές. Σχετικό αίτημα στήριξης του κλάδου κατατέθηκε από την κροατική αντιπροσωπεία, η οποία έθιξε τη σοβαρή κατάσταση που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη ως αποτέλεσμα των υψηλών τιμών των ζωοτροφών, λαμβάνοντας την υποστήριξη μεγάλου αριθμού κρατών μελών. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία που προέβαλε η υπουργός Γεωργίας της Κροατίας, Μαρίγια Βούκοβιτς, ο τομέας της κτηνοτροφίας έχει επηρεαστεί σημαντικά από την πανδημία COVID-19 λόγω του κλεισίματος ξενοδοχείων, εστιατορίων και μπαρ και του επακόλουθου αντίκτυπου στα προϊόντα που προορίζονται για τη βιομηχανία φιλοξενίας. Αυτή η ήδη δύσκολη οικονομική κατάσταση επιδεινώθηκε από το υψηλό κόστος των ζωοτροφών για τα ζώα, το οποίο αντιπροσωπεύει έως και το 80% του συνολικού κόστους για τους κτηνοτρόφους. Στην Κροατία, οι τιμές έχουν φτάσει τα υψηλότερα επίπεδα τους σε επτά χρόνια. Η κροατική αντιπροσωπεία κάλεσε συνεπώς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εξετάσει όλες τις διαθέσιμες επιλογές για τη σταθεροποίηση του τομέα, είτε με τη μορφή οικονομικής στήριξης είτε μέσω άλλων αποτελεσματικών μηχανισμών.