Για κάθε 1 ευρώ που δαπανούν οι επισκέπτες του Costa Navarino στη Μεσσηνία, ξοδεύουν επιπλέον 1,65 ευρώ εκτός αυτού (Πηγή: ΙΠΑ). Αυτή όμως δεν είναι η μοναδική συνεισφορά του συγκροτήματος στην τοπική αγορά. Το 60% των προμηθειών του Costa Navarino προέρχεται από τοπικούς παραγωγούς και επιχειρήσεις της Μεσσηνίας.
Στα 2,25 εκατ. ευρώ υπολογίζεται το ετήσιο όφελος για τις τοπικές επιχειρήσεις εστίασης από τα 75.000 γεύματα των επισκεπτών στην ευρύτερη περιοχή, ενώ περί τα 28,8 εκατ. ευρώ πηγαίνουν στην τοπική παραγωγή. Και όχι μόνο αυτό. Η σειρά προϊόντων Navarino Icons, που παράγονται από τοπικούς παραγωγούς, βρίσκονται σε καταστήματα, όπως το M&S, Harrods, Wholefoods, Dean & DeLuca, Qatar Duty Free και σερβίρονται στα Business Class διεθνών αεροπορικών εταιριών. Μόνο μέσω των αεροπορικών εταιρειών “εξάγονται” 4 εκατομμύρια μπουκαλάκια ελαιολάδου και ελαιολάδου με ξίδι.
Η περίπτωση της Costa Navarino είναι μοναδική και μέχρι στιγμής δεν φαίνεται να βρίσκει μιμητές. Κάτι που επιβεβαιώνεται και από έρευνα της PwC, τα βασικά συμπεράσματα της οποίας παρουσιάσθηκαν την Τρίτη. Από την έρευνα της PwC προκύπτει πως τα ξενοδοχεία, μπορεί να δηλώνουν ότι θέλουν τα εγχωρίως παραγόμενα προϊόντα, ωστόσο, τις ανάγκες τους τις καλύπτουν κυρίως μέσω εισαγόμενων προϊόντων.
Γιατί συμβαίνει αυτό; Λόγω διαρθρωτικών προβλημάτων του αγροτικού τομέα και της βιομηχανίας που συντελούν στην αδυναμία κάλυψης γκάμας προϊόντων. Στο υψηλότερο κόστος σε σχέση με τα εισαγόμενα, στην αδυναμία κάλυψης της ζήτησης, στη χαμηλότερη ποιότητα, στην αδυναμία κάλυψης της ζήτησης, στο περιορισμένο ή αναξιόπιστο δίκτυο διανομής, στην έλλειψη τυποποίησης και πιστοποίησης αλλά και στην αναποτελεσματική συνεργασία με παραγωγούς/ προμηθευτές (π.χ. καθυστερήσεις, λάθη στην παραγγελία, κτλ.).
Πλέον χαρακτηριστική περίπτωση κάλυψης της ζήτησης από εισαγόμενα προϊόντα είναι αυτή των αλκοολούχων ποτών (πλην οίνου). Αλλά δεν είναι η μοναδική. Ενδιαφέρον έχει να δούμε από την έρευνα (σ.σ. το δείγμα ήταν 420 ξενοδοχειακές μονάδες) αφ ενός το ποσοστό των προμηθειών που προέρχονται από την εγχώρια παραγωγή και αφ ετέρου τους λόγους που δεν επιλέγονται τα εγχώρια προϊόντα. Αλλά και ποια η μέση δαπάνη σε προμήθειες ανά ξενοδοχείο.
Προμήθειες ξενοδοχείων
Με βάση την έρευνα η μέση δαπάνη σε προμήθειες ανά ξενοδοχείο είναι 209.400 ευρώ (σ.σ. αγγίζει το 1 εκατ. ευρώ στα 5* και υποχωρεί στις 17.200 ευρώ στα 1*). Ειδικότερα τα τρόφιμα, ποτά και νωπά προϊόντα καταλαμβάνουν σε όλες τις κατηγορίες ξενοδοχείων μέρος μεγαλύτερο των 2/3 της συνολικής αξίας των προμηθειών.
Τι αγοράζουν όμως τα ξενοδοχεία;
– Το 59% του δείγματος απάντησε πως οι προμήθειές τους σε αλκοολούχα ποτά, πλην οίνου, προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό μόλις 0-10%.
– Το 44,5% ανέφερε πως οι προμήθειές σε τυποποιημένα τρόφιμα προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75-100%.
– Για 1 στις 4 ξενοδοχειακές μονάδες οι αγορές ειδών κοσμητικής προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό μόλις 0-10%.
– Αντιθέτως για το 55% του δείγματος απάντησε πως οι προμήθειες σε είδη επίπλωσης προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75-100%
– Για 1 στις 2 ξενοδοχειακές μονάδες, ποσοστό 53,6%, οι προμήθειές τους σε αναψυκτικά, χυμούς, οίνους, κλπ προέρχεται σε ποσοστό 75-100% από την εγχώρια αγορά
– Το 63,6% των επιχειρήσεων απάντησαν ότι οι προμήθειές τους σε φρέσκα και νωπά προϊόντα προέρχεται από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75-100%.
– Ενώ στο 56,7% αγγίζει το ποσοστό του δείγματος που προμηθεύεται αναλώσιμα από την εγχώρια αγορά σε ποσοστό 75-100%.
Βέβαια εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως το μεγαλύτερο μέρος των προμηθειών γίνεται από μεσάζοντες οι οποίοι κυριαρχούν στη διακίνηση των προϊόντων. Συγκεκριμένα μόλις το 30,4% των προμηθειών σε νωπά εγχώρια προϊόντων πραγματοποιείται απευθείας από παραγωγούς, που επιβεβαιώνει την εξάρτηση από τους μεσάζοντες. Ακόμη μεγαλύτερος είναι ο ρόλος των τρίτων/ενδιάμεσων στις προμήθειες. Στην επίπλωση μόλις το 14,9% των προμηθειών γίνεται απευθείας από τους παραγωγούς. Υποχωρεί στο 6% στην περίπτωση των αναλωσίμων, αγγίζει το 6,6% στα αλκοολούχα ποτά, φθάνει στο 14,5% στα είδη ιματισμού, στο 13,8% στην περίπτωση των αναψυκτικών, χυμών, κ.α., στο 8,2% στα είδη κοσμητικής και στο 13,6% στα τυποποιημένα τρόφιμα.
Κι άλλα προβλήματα
Αυτά όμως δεν είναι τα μοναδικά εμπόδια για την είσοδο των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων στα ξενοδοχεία. Σύμφωνα πάντα με την έρευνα της PwC oι στρεβλώσεις ή και η ανωριμότητα του κλάδου των ενδιάμεσων, προκαλούν δυσλειτουργία στις αλυσίδες αξίας (ενδοκλαδικά και διακλαδικά). Επίσης η αποκοπή της “επικοινωνίας” της παραγωγής από την κατανάλωση δεν αφορά μόνο στη δυσλειτουργία του κλάδου των ενδιάμεσων. Μεγάλο κενό καταγράφεται στις συνέργειες και στην άμεση ανταλλαγή πληροφόρησης των κλάδων. Ο αγροτικός τομέας δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του κλάδου σε γκάμα, ποσότητα και τυποποίηση. Ο τομέας της βιομηχανίας τροφίμων αν και έχει διείσδυση στον κλάδο του τουρισμού, ωστόσο όπως σημειώνεται στην έρευνα υπάρχουν σημαντικά περιθώρια βελτίωσης, κυρίως ως προς την κάλυψη των αναγκών του κλάδου σε γκάμα, ποσότητα και πιστοποίηση. Στα επεξεργασμένα τρόφιμα και ποτά το ζήτημα της ποιότητας αξιολογείται ως ήσσονος σημασίας, ωστόσο τίθεται το ζήτημα της πιστοποίησης και της αναποτελεσματικής συνεργασίας με τους προμηθευτές.
Τα προϊόντα βιομηχανίας που αφορούν στον τουρισμό έχουν τη χαμηλότερη ανταπόκριση στον κλάδο, με πολύ μεγάλα περιθώρια βελτίωσης κυρίως σε θέματα ποιότητας και τυποποίησης. Η γενική εικόνα του κλάδου των logistics στη χώρα δεν είναι ανάλογη της στρατηγικής γεωγραφικής της θέσης, αλλά και των αναγκών της.