Περαιτέρω διεύρυνση των δυνατοτήτων του τραπεζικού συστήματος να καλύψει τη ζήτηση ρευστότητας στην Οικονομία, σχεδιάζει η κυβέρνηση, την ώρα που οι τράπεζες κινούνται δυναμικά για την αξιοποίηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους για τη στήριξη των επιχειρήσεων.
Όπως αποκάλυψε χθες, ο υφυπουργός Ανάπτυξης Γιάννης Τσακίρης, απαντώντας σε επίκαιρη επερώτηση 53 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, η κυβέρνηση επεξεργάζεται τρεις επιπλέον κινήσεις που θα ενισχύσουν την παροχή ρευστότητας μέσω του τραπεζικού συστήματος:
α) Ένα πλαίσιο για αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων κατά τα πρότυπα της Αυστρίας μέσω τραπεζικού δανεισμού,
β) Ταμείο (το οποίο θα ανακοινωθεί σύντομα) μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας και παροχή εγγύησης προς τις τράπεζες ώστε να διευκολυνθεί η χορήγηση εγγυητικών επιστολών για την υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων που έχουν εγκριθεί από το ΕΣΠΑ, και
γ) Ταμείο για την παροχή μεγαλύτερης ρευστότητας στις επιχειρήσεις μέσω της χρηματοδότησης τιμολογίων, το λεγόμενο trade finance.
Οι τρεις νέες κινήσεις θα διευρύνουν τις δυνατότητες του διαμεσολαβητικού ρόλου των τραπεζών στην Οικονομία, οι οποίες, παρά τα παράπονα που δέχονται, έχουν κινηθεί ιδιαίτερα δυναμικά για την ενίσχυση των επιχειρήσεων, τόσο μέσω των προγραμμάτων της κυβέρνησης, όσο και με δικές τους πρωτοβουλίες.
Πώς έχουν κινηθεί οι τράπεζες
Τις δράσεις των τραπεζών, “με αριθμούς που μιλούν από μόνοι τους”, παρουσίασε χθες ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Γιώργος Χαντζηνικολάου, κατά την διάρκεια ενημέρωσης των Επιτροπών Οικονομικών, Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής. Όπως ανέφερε, ειδικότερα:
Για όσους έχουν ήδη δανειστεί
Ήδη πριν το lockdown, επιδεικνύοντας γρήγορα αντανακλαστικά και δρώντας οικειοθελώς, οι τράπεζες ανέστειλαν τις αποπληρωμές κεφαλαίου των επιχειρηματικών δανείων για έξι τουλάχιστον μήνες, δηλαδή μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου του 2020 (το ίδιο ισχύει και για τα δάνεια ιδιωτών). Με τον τρόπο αυτό, οι τράπεζες παρείχαν έμμεση ρευστότητα σε επιχειρήσεις (και ιδιώτες).
Για τους τρεις πρώτους μήνες του 2020, έκαναν αίτηση αναστολής καταβολής κεφαλαιακών δόσεων, συνολικά 239.098 επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Από αυτές έγιναν δεκτές οι 179.621, δηλαδή κάτι περισσότερο από 75%.
Και πριν την πρόσφατη κρίση, οι τράπεζες στήριξαν σημαντικό αριθμό βιώσιμων επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Από το β΄ εξάμηνο του 2019 μέχρι σήμερα έχουν ρυθμίσει τις οφειλές 80.000 δανειοληπτών, που αντιπροσωπεύουν δάνεια 10 δισ. ευρώ. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι σωρευτικές με τις αναστολές που αποφασίστηκαν πρόσφατα και ήδη υλοποιούνται.
Οι τέσσερις μεγάλες συστημικές τράπεζες, σε τρεις μήνες ανακούφισαν πάνω από 260.000 νοικοκυριά και επιχειρήσεις. Ο συνδυασμός των ανωτέρω οδήγησε σε άμεση και έμμεση χορήγηση ρευστότητας προς την οικονομία της τάξεως των 5 δισ. ευρώ.
Σε επίπεδο νέων χρηματοδοτήσεων
Χάρη στις ταχύτατες κινήσεις της κυβέρνησης, σε συνδυασμό με την Ελληνική Αναπτυξιακή Τράπεζα, οι τράπεζες είναι στο στάδιο εκταμίευσης σημαντικών προγραμμάτων, όπως το πρόγραμμα επιδότησης τόκων (0,75 δισ. ευρώ), το ΤΕΠΙΧ II (2 δισ. ευρώ), και το πρόγραμμα εγγυημένων δανείων (7 δισ. ευρώ).
Με το πρόγραμμα επιδότησης τόκων (σημειώνεται ότι το πρόγραμμα αυτό είναι επιδότησης και όχι δανεισμού), έχουν επιδοτηθεί 750 εκατ. ευρώ τόκοι επιχειρήσεων για υφιστάμενα δάνεια.
Οι τόκοι αυτοί κάλυψαν ένα τρίμηνο του 2020 (Απρίλιο. Μάιο, Ιούνιο), ενώ χθες η κυβέρνηση ανακοίνωσε την επέκταση της περιόδου κάλυψης των τόκων υφιστάμενων ενήμερων επιχειρηματικών δανείων και λογαριασμών αλληλόχρεων των πληττόμενων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων για επιπλέον δύο μήνες (Ιούλιο και Αύγουστο).
Σημειώνεται ότι παρατείνεται επίσης και η προθεσμία εκδήλωσης ενδιαφέροντος, μέσω του Πληροφοριακού Συστήματος Κρατικών Ενισχύσεων (www.ependyseis.gr/mis), μέχρι τις 31.08.2020 και ώρα 17:00, ενώ όσοι επιθυμούν να επωφεληθούν από το επιπλέον διάστημα των δύο μηνών πρέπει να υποβάλουν αίτηση εκ νέου.
Στο πρόγραμμα ΤΕΠΙΧ II, που εξασφάλισε ρευστότητα 2 δισ. ευρώ, οι τράπεζες δέχτηκαν 98.622 αιτήσεις, κυρίως από μικρομεσαίες επιχειρήσεις. ΄Έγκριση δόθηκε ήδη για 10.150 επιχειρήσεις. Σημειωτέον, ότι το πρόγραμμα αυτό δεν χρησιμοποιεί δημόσιους πόρους. Τα χρήματα θα δοθούν από τις τράπεζες αλλά το πρόγραμμα καλύπτει τους τόκους δύο ετών (το Ελληνικό Δημόσιο μέσω της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας).
Με το πρόγραμμα εγγυοδοσίας της ΕΑΤ που είναι εν εξελίξει, ο δανεισμός θα προέλθει επίσης από τις τράπεζες αλλά ένα μέρος του πιστωτικού κινδύνου των δανείων θα καλύπτεται από κρατικές εγγυήσεις. Οι τράπεζες υπολογίζουν ότι το πρόγραμμα αυτό θα προσφέρει ρευστότητα στην Οικονομία της τάξεως των 7 δισ. ευρώ.
Επιπλέον των ανωτέρω προγραμμάτων, οι τράπεζες έχουν δώσει ήδη ρευστότητα σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Από την αρχή του έτους μέχρι τέλος Μαρτίου, το τραπεζικό σύστημα δημιούργησε καθαρή πιστωτική επέκταση (δηλαδή, μετά από τις αποπληρωμές) προς την οικονομία κατά 3 δισ. ευρώ. Και η προσδοκία είναι ότι θα δημιουργήσει τουλάχιστον 3 – 5 επιπλέον δισ. ευρώ μέσα στο 2020, βάσει των προγραμματισμένων δανειοδοτήσεων των τραπεζών.
“Αν προστεθούν όλα τα παραπάνω, καταλήγουμε σε μια συνολική χρηματοδότηση από το τραπεζικό σύστημα για το 2020, της τάξεως των 15 – 18 δισ. ευρώ”, είπε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών και Πρόεδρος της Τράπεζας Πειραιώς, Γιώργος Χαντζηνικολάου, απαντώντας στις συνεχείς επικρίσεις που δέχονται οι τράπεζες ότι δεν παρέχουν ρευστότητα στην οικονομία.
Γ. Χαντζηνικολάου: “Οι τράπεζες πρέπει να δανείζουν μόνο τους ενήμερους και βιώσιμους”
Αναφορικά με το ΤΕΠΙΧ II όπου οι τράπεζες δέχτηκαν 98.622 αιτήσεις και υπήρξαν 10.150 εγκρίσεις (δηλαδή έγινε δεκτή μία στις 9 περίπου αιτήσεις, με κριτήρια κοινά για όλους), ο κ. Χαντζηνικολάου είπε ότι “το διαθέσιμο ποσό, δεν έφθανε για όλες τις αιτήσεις και επιπλέον, δεν είναι δυνατόν να δανειοδοτηθούν όλες οι επιχειρήσεις. Μπορούν να πάρουν επιχορηγήσεις, ή επιδοτήσεις, χωρίς κριτήρια, αλλά όχι δανεισμό. Και σίγουρα όχι επιχειρήσεις με αναξιόπιστη πιστοληπτική ικανότητα”.
Όπως σημείωσε, εκφράζουν δυσαρέσκεια οι επιχειρήσεις που αποκλείονται, ότι δεν είναι επιλέξιμες, είτε γιατί έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια, είτε γιατί έχουν αρρύθμιστες φορολογικές ή ασφαλιστικές εισφορές, είτε γιατί έχουν ξεπεράσει το πλαφόν των κρατικών επιχορηγήσεων. Με άλλα λόγια, γιατί ανήκουν σε μία κατηγορία, που με δανειοδοτικούς κανόνες, είναι προβληματικές.
Ο Πρόεδρος της ΕΕΤ ξεκαθάρισε ότι οι κανόνες και οι συνθήκες χορήγησης αυτών των δανείων δεν έχουν καθορισθεί από τις τράπεζες ή από την κυβέρνηση, αλλά επειδή η προέλευση των ενισχύσεων είναι ευρωπαϊκή, οι κανόνες και οι συνθήκες των δανείων έχουν τεθεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο και είναι οι ίδιοι και για την Ελλάδα, όπως και για όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Και προϋπόθεση για όλα αυτά τα προγράμματα είναι οι επιχειρήσεις να ήταν ενήμερες και βιώσιμες στο τέλος του 2019. Αυτό αποκλείει αυτόματα τις επιχειρήσεις που δεν πληρούν αυτά τα κριτήρια.
“Θεωρώ ότι σωστά τα προγράμματα αυτά είναι σχεδιασμένα για τις ενήμερες και βιώσιμες επιχειρήσεις. Καταρχήν είναι εξαιρετικά σημαντικό να περιοριστεί η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων. Το τραπεζικό σύστημα, δανείζει τις καταθέσεις που δέχεται. Εάν τις τοποθετήσει σε επισφαλή δάνεια, δεν θα μπορέσει να επιστρέψει τα χρήματα στους καταθέτες. Γι’ αυτό οι τράπεζες εποπτεύονται, ως προς τον πιστωτικό κίνδυνο που αναλαμβάνουν, μεταξύ άλλων.
Εξίσου σημαντικό, είναι να δοθεί και το σωστό μήνυμα και κίνητρο ότι οι τράπεζες και το κράτος στηρίζουν την υγιή επιχειρηματικότητα και ανταμείβουν τους αξιόπιστους δανειζόμενους. Και οι υγιείς επιχειρήσεις είναι αυτές που δημιουργούν απασχόληση και αξία για την οικονομία”, τόνισε ο Πρόεδρος της ΕΕΤ.
πηγή: capital.gr